Οι άμαχοι που έχουν βρει καταφύγιο στο εργοστάσιο χάλυβα Azovstal της Μαριούπολης, για περισσότερες από 50 ημέρες, έχουν υπομείνει απελπιστικές συνθήκες, τους τελειώνουν τα τρόφιμα και πρέπει να προσέχουν ο ένας τον άλλον, όπως περιγράφουν δύο εργαζόμενοι που κατάφεραν να διαφύγουν.
Το Azovstal είναι το τελευταίο οχυρό στη μάχη για την κατάληψη της πόλης και μπορεί να «πέσει» στα χέρια των Ρώσων μέσα στις επόμενες ώρες. Οι ουκρανικές δυνάμεις έχουν δεσμευτεί πως θα το «υπερασπιστούν και με την τελευταία σταγόνα του αίματός τους» αλλά η ύστατη στιγμή μπορεί να πλησιάζει.
Πριν από τον πόλεμο, στο εργοστάσιο απασχολούνταν περισσότεροι από 11.000 εργάτες που παρήγαγαν 4,3 εκατομμύρια τόνους χάλυβα, ετησίως. Μετά τη ρωσική εισβολή, η εταιρεία συνέστησε στους εργαζομένους να παραμείνουν στα καταφύγια με τις οικογένειες τους.
Κάτω από το Azovstal υπάρχουν 90 καταφύγια, κάθε ένα από τα οποία μπορεί να φιλοξενήσει έως και 75 άτομα.
Ορισμένοι απ΄όσους κατάφεραν να διαφύγουν τον περασμένο μήνα, περιέγραψαν φρικτές καταστάσεις στο εργοστάσιο και εξέφρασαν τη λύπη τους που αναγκάστηκαν να αφήσουν πίσω τους εκατοντάδες άλλους, συμπεριλαμβανομένων γυναικών και παιδιών.
Ο Alexey Yoguruv κατέφυγε στο εργοστάσιο τον Φεβρουάριο λίγες ημέρες αφότου οι Ρώσοι άρχισαν να βομβαρδίζουν τη γειτονιά του. Συνοδευόταν από τη σύζυγο, την πεθερά και τις δύο κόρες του.
Το πρώτο διάστημα είχαν τρόφιμα για τρία γεύματα την ημέρα και οι καθημερινές εργασίες, μαγείρεμα και καθάρισμα, μοιράζονταν μεταξύ των οικογενειών. Για να ηρεμήσουν, έπαιζαν επιτραπέζια παιχνίδια και τραγουδούσαν όλοι μαζί.
«Όλοι γνώριζαν τι έπρεπε να κάνουν, ήμασταν σαν οικογένεια» είπε στους New York Times. «Το μόνο που έλειπε ήταν το φως του ήλιου» συμπλήρωσε ο Yoguruv, ο οποίος ήταν αναπληρωτής διευθυντής συντήρησης του εργοστασίου.
Με το πέρασμα των ημερών, όμως, η κατάσταση γινόταν ολοένα και πιο δύσκολη. Τα τρόφιμα εξαντλούνταν και αναγκαστικά οι ενήλικες έτρωγαν ελάχιστα για να μην στερηθούν τα παιδιά τα απαραίτητα.
Καθώς οι επιθέσεις των ρωσικών δυνάμεων πλήθαιναν, αυξανόταν ο κόσμος εντός του εργοστασίου. Οι εργαζόμενοι υπολόγισαν ότι μέχρι τις αρχές Μαρτίου ήταν τουλάχιστον 4.000 τα άτομα που είχαν προσέλθει.
Ο Yoguruv επιχείρησε να φύγει άλλη μία φορά, αλλά η πεθερά του τραυματίστηκε σε ανταλλαγή πυροβολισμών και άφησε την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο. Έμαθε για τον θάνατό της από μία νοσοκόμα που τον ενημέρωσε για την εξέλιξη της υγείας της.
Η επικοινωνία μέσα στα καταφύγια ήταν πολύ δύσκολη. Σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς της Ρωσίας ότι το υπόγειο του εργοστασίου αποτελείται από ένα εξελιγμένο σύστημα σηράγγων και τηλεπικοινωνιών, οι εργαζόμενοι είπαν ότι ζούσαν σε άθλιες συνθήκες και είχαν επικοινωνία με τον έξω κόσμο μόνο όταν έπεφτε η σκόνη από τους βομβαρδισμούς.
Αφότου έχασε την πεθερά του, ο Yoguruv υποσχέθηκε στον εαυτό του ότι θα σώσει τα άλλα μέλη της οικογένειάς του, όσο είχε, ακόμα, καιρό.
«Έχουμε μια ευκαιρία σε αυτή τη ζωή - και αυτή ήταν η δική μου» είπε. Με τη βοήθεια των ουκρανικών δυνάμεων, οργάνωσε μια οδό διαφυγής και στις 18 Μαρτίου κατάφερε να απομακρύνει τους περισσότερους από όσους ήταν στο καταφύγιό του.
Παρόλα αυτά, όπως εκμυστηρεύτηκε, γέμισε τύψεις βλέποντας τους Ρώσους να βομβαρδίζουν το εργοστάσιο αυτή την εβδομάδα. «Σκέφτομαι τις δύο κόρες μου όταν βλέπω τα πρόσωπα των ανθρώπων που βρίσκονται εκεί κάτω. Δεν μπορούν να αντέξουν εκεί μέσα για πάντα».
Ο Ivan Goltvenko, επικεφαλής του τμήματος ανθρωπίνων πόρων του εργοστασίου, είχε να μοιραστεί μία εξίσου δύσκολη ιστορία για τη διαφυγή του.
«Είδα δύο κτίρια εννέα ορόφων να εκρήγνυνται μπροστά από το αυτοκίνητό μου καθώς έτρεχα προς την άκρη της πόλης» είπε. «Εκείνη τη στιγμή, ήξερα ότι είχα εισιτήριο χωρίς επιστροφή από τη Μαριούπολη και θα το έπαιρνα».
Ο ίδιος σημείωσε πως γνωρίζει πόσοι είναι ακόμα μέσα στα καταφύγια και τον στοιχειώνει η ντροπή που νιώθει για τη διαφυγή του. «Νιώθω πως θα έπρεπε να είμαι εκεί κάτω, μαζί τους».
Με πληροφορίες από New York Times