Αμερικανικές εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου εκμεταλλεύονται την ενεργειακή «ανασφάλεια» που έχει προκαλέσει ο πόλεμος στην Ουκρανία για να προωθήσουν τα προϊόντα τους και να καθυστερήσουν τα μέτρα για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης.
Η εν λόγω αποκάλυψη έρχεται από έκθεση του βρετανικού think tank, «InfluenceMap» το οποίο ανέλυσε τόσο τις διαφημίσεις όσο και τις ανακοινώσεις εταιρειών ορυκτών καυσίμων τις εβδομάδες πριν και μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
«Ο τομέας κινητοποιήθηκε γρήγορα σχετικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία και τις υψηλές τιμές του φυσικού αερίου για να προωθήσει την ανάγκη για περισσότερη "αμερικάνικη ενέργεια", χρησιμοποιώντας συχνά παραπλανητικούς ή αμφισβητούμενους ισχυρισμούς», δήλωσε στην έκθεση η υπεύθυνη της δεξαμενής σκέψης, Φάγιε Χόλντερ.
Όπως αναφέρει η ανάλυση, εταιρείες διέδωσαν παραπλανητικά μηνύματα, σύμφωνα με τα οποία οι αμερικανικές πολιτικές γύρω από την κλιματική κρίση είναι αυτές που ευθύνονται για την αύξηση των τιμών της ενέργειας. Στο πλαίσιο αυτό, προώθησαν ως λύση την ενίσχυση της παραγωγής ενέργειας από πετρέλαιο και φυσικό αέριο αλλά και την προοπτική παροχής LNG στους σύμμαχους της Ουάσιγκτον.
Συγκεκριμένα, το think tank παρατήρησε αύξηση στον αριθμό διαφημίσεων στο διαδίκτυο που σχετίζονται με την ενέργεια και την ενεργειακή επάρκεια σε σύγκριση με πριν το ξέσπασμα του πολέμου. Η έκθεση βρήκε τρία βασικά μοτίβα μηνυμάτων σε εκατοντάδες δημοσιεύσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης:
- Η αμερικανική παραγωγή ορυκτών καυσίμων διασφαλίζει την ελευθερία και την εθνική ασφάλεια.
- Οι υψηλές τιμές του φυσικού αερίου προκαλούνται από την πολιτική για το κλίμα. Λύση είναι η ενίσχυση της βιομηχανίας ορυκτών καυσίμων.
- Η κλιματική αλλαγή είναι κάτι για το οποίο ενδιαφέρονται μόνο οι φιλελεύθερες ελίτ.
Έτσι το InfluenceMap σημειώνει ότι εντόπισε «μια ενεργή προσπάθεια από την αμερικανική βιομηχανία πετρελαίου και φυσικού αερίου να κερδίσει μέσα από τον πόλεμο στην Ουκρανία». Σύμφωνα με την έκθεση, σε αυτή την προσπάθεια ένας από τους βασικούς οργανισμούς που συμμετείχε είναι το Αμερικανικό Ινστιτούτο Πετρελαίου, έναν λόμπι που στους κόλπους του περικλύει σειρά μεγάλων εταιρειών ορυκτών καυσίμων.
Ωστόσο, η ενεργειακή κρίση δε σχετίζεται τόσο με την ενεργειακή μετάβαση όσο με την ίδια τη ρωσική εισβολή και τις επακόλουθες δυτικές κυρώσεις εναντίον της Μόσχας, ως απάντηση. Η εξάρτηση, κυρίως της Ευρώπης, από ρωσικό αέριο και πετρέλαιο καθώς και η δημόσια συζήτηση για εμπάργκο από τις Βρυξέλλες έχουν προκαλέσει μια άνευ προηγουμένου ενεργειακή κρίση η οποία και αποτυπώνεται στις τιμές. Την ίδια στιγμή, οι ήδη διαταραγμένες εφοδιαστικές αλυσίδες από την πανδημία και η άνοδος στη ζήτηση μετά το τέλος των lockdowns δε βοηθούν την κατάσταση.
Σε κάθε περίπτωση, τις τελευταίες εβδομάδες η εν λόγω βιομηχανία δείχνει να ευνοείται σημαντικά από την κατάσταση, με το κλιματικό αποτύπωμα των πρακτικών τους να τίθεται στο περιθώριο. Στα μέσα Μαρτίου, το Τμήμα Ενέργειας των ΗΠΑ άρχισε να χορηγεί άδειες για την αύξηση του όγκου καυσίμων σε ορισμένους τερματικούς σταθμούς εξαγωγής υγρού φυσικού αερίου (LNG).
Στις 25 Μαρτίου, μόλις τέσσερις εβδομάδες μετά την έναρξη του πολέμου, η κυβέρνηση Μπάιντεν στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής απεξάρτησης από το ρωσικό αέριο ανακοίνωσε συμφωνία με την ΕΕ για παροχή αμερικανικού υγροποιημένου φυσικού αερίου.
Μέσα στο 2022, θα πραγματοποιηθούν παραδόσεις 15 δισεκατομμυρίων κυβικών μέτρων. Μέχρι το 2030 στόχος είναι ο αριθμός αυτός να φτάσει τα 50 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα το χρόνο, με ότι συνεπάγεται αυτό για τα οικονομικά κέρδη των εταιρειών του κλάδου.