Η πρώην αναπληρώτρια υπουργός Οικονομικών της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, Νάντια Βαλαβάνη απάντησε στην αντίδραση που προκάλεσε στη ΝΔ, άρθρο της σχετικά με την περίοδο από τα capital controls μέχρι και την υπογραφή του τρίτου μνημονίου.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο «Manifesto» και φέρει τον τίτλο «Νάντια Βαλαβάνη: Αποκαλύψεις φωτιά για το 3ο Μνημόνιο του Τσίπρα – Η μεγάλη αυταπάτη των 86 δισεκατομμυρίων».
«Στο άρθρο της [...] περιγράφει αδιανόητες σκηνές με μαύρες σακούλες γεμάτες μετρητά, από ανθρώπους που αντιμετώπιζαν τις τραγικές συνέπειες των capital controls που επέβαλαν οι κκ Τσίπρας και Βαρουφάκης» σχολίασε ο εκπρόσωπος Τύπου της ΝΔ, Τάσος Γαϊτάνης και συνέχισε: «Σήμερα, αντί οι υπεύθυνοι για όσα ζήσαμε εκείνες τις μέρες, που κόστισαν στον ελληνικό λαό 100 δισ. ευρώ, να ζητήσουν συγγνώμη για τους τυχοδιωκτικούς χειρισμούς τους, μας λένε ότι θα συγκροτήσουν ξανά το "μέτωπο της συμφοράς"».
«Στις τρεις βδομάδες των κλειστών τραπεζών, σε ΔΟΥ και τελωνεία συγκεντρώνονταν τεράστιες ποσότητες μετρητών – ευτυχώς το ήξεραν ελάχιστοι. Τηλεφώνησα στον Αρχηγό της ΕΛΑΣ και ζήτησα αστυνομική φρούρηση των ΔΟΥ στη Αττική. Σήκωσε τα χέρια, συμβιβαστήκαμε να περνάει περιπολικό απ’ έξω μερικές φορές τη μέρα. Εφοριακοί μου διηγούνταν ιστορίες θρίλερ για τελωνεία σε Αττική και Θεσσαλονίκη, πώς υπάλληλοι εταιρειών καυσίμων περίμεναν να πέσει το σκοτάδι για να εμφανιστούν στην είσοδο τους σέρνοντας μαύρες σακκούλες σκουπιδιών γεμάτες με εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ», γράφει χαρακτηριστικά η κα Βαλαβάνη στο άρθρο.
Η πρώην αναπληρώτρια υπουργός Οικονομικών σε μια εκτενή απάντησή της κάνει λόγο για ένα «βιωματικό άρθρο» και επισημαίνει ότι θεώρησε πως προοριζόταν για το «Έθνος» καθώς «ως δημοσιογράφος του [Έθνους] συστήθηκε ο δημοσιογράφος που το ζήτησε».
Παράλληλα, τονίζει πως αγνοήθηκε ο τίτλος της: «Από την τραπεζική αργία στο Δημοψήφισμα - Όταν ακόμα υπήρχε ελπίδα» και αντικαταστάθηκε με: «Αποκαλύψεις-φωτιά» για τη «μεγάλη αυταπάτη των 86 δις».
«Αυτό δεν έχει σημασία, γιατί υποστηρίζω έτσι και αλλιώς κάθε λέξη του άρθρου μου. Πιστεύω επιπλέον ότι η αφήγηση της ιστορίας διαμορφώνεται πριν απ’ όλα με βάση τα γραπτά ντοκουμέντα της εποχής και κατά δεύτερο λόγο με βάση τη λεγόμενη "προφορική ιστορία", τις προσωπικές εξιστορήσεις των ανθρώπων – γι’ αυτό και δεν πρέπει κανείς να διστάζει ν’ αναφερθεί σε όσα όντως έζησε», απαντά η κα Βαλαβάνη.
Το άρθρο της κας Βαλαβάνη όπως δημοσιεύτηκε:
Παρασκευή, 26 Ιουνίου, στις 9 το βράδυ βρεθήκαμε στο Μαξίμου για ενημέρωση του Κυβερνητικού Συμβουλίου – δεν ήμουν μέλος, με καλούσαν για θέματα οικονομίας. Περίμενα να εμφανιστεί ο Βούτσης, που εκείνη τηνεβδομάδα είχε την ευθύνη της κυβέρνησης, καθώς ο πρωθυπουργός έλειπε στο εξωτερικό, επιχειρώντας να κλείσει, μαζί με τον υπουργό Οικονομικών και σύμφωνα με τη βασική μας δέσμευση, τον «έντιμο συμβιβασμό που θα τερμάτιζε τα μνημόνια»: Οι «θεσμοί» υποτίθεται ότι είχαν κάνει καταρχήν δεκτό το κείμενο προτάσεων που είχαμε παραδώσει το Σαββατοκύριακο.
Εμφανίστηκε ωστόσο ο Αλ.Τσίπρας, έχοντας επιστρέψει αιφνιδιαστικά·το σχέδιο είχε απορριφθεί μετ’ επαίνων και ο πρόεδρος της ΕΕ παρέδωσε –πρώτη φορά από την έναρξη των διαπραγματεύσεων– ένα δικό τους σχέδιο, αδιαπραγμάτευτο, με μορφή τελεσίγραφου. Ο Τσίπρας μάς είπε ότι ο ίδιος δεν μπορούσε να πάρει την ευθύνη απόρριψης ή αποδοχής του, θα έπρεπε γι’ αυτό ν’ αποφασίσει ο λαός μέσω διενέργειας δημοψηφίσματος μέσα σε εννιά μέρες. Κάποιοι ομιλητές (Δραγασάκης, Σταθάκης) προσπάθησαν να τον αποτρέψουν, οι υπόλοιποι απ’ όσους πήραμε τον λόγο συμφωνήσαμε μαζί του. Λίγο πριν από τα μεσάνυχτα είχε κληθεί σε συνεδρίαση –που δεν έγινε– το Υπουργικό Συμβούλιο. Ενημερώθηκαν χωρίς συζήτηση, ενώ είχαμε αρχίσει να υπογράφουμε το Διάταγμα για το Δημοψήφισμα. Συνεργείο της ΕΡΤ βιντεοσκοπούσε ήδη στον διάδρομο το πρωθυπουργικό διάγγελμα.
Κυριακάτικα μάθαμε για τον υπουργό Οικονομικών, που θα παραβρισκόταν στη σαββατιάτικη συνεδρίαση του Eurogroup για την Ελλάδα: δεν τον άφησαν να μιλήσει, τον πέταξαν έξω.
Μεταξύ 2012-2014, χάρη στη μνημονιακή συγκρότηση της ΓΓΔΕ με «διοικητική και οικονομική αυτοδυναμία», ολόκληρος ο μηχανισμός φορολογίας είχε «αποχωρήσει» από τον αρμόδιο υπουργό. Τον μηχανισμό του ΥπΟικ ως προς τη φορολογία αποτελούσαν έτσι πλέον όλοι κι όλοι δύο συνεργάτες, πέντε μετακλητοί, ένας πάρεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και καμιά δεκαριά δημόσιοι υπάλληλοι, που είχα αποσπάσει από ΣΔΟΕ, ΔΟΥ και τελωνεία.
Ευτυχής συγκυρία; Ελάχιστες ημέρες πριν τα είχαμε «ξαναβρεί» με τη διοικήτρια της ΓΓΔΕ Κ.Σαββαΐδου. Στα συν, η συνεργασία μαζί της και με το βασικό προσωπικό των επιτελικών τμημάτων της ΓΓΔΕ, ανθρώπων με ουσιαστικά προσόντα και ικανότητες, μέσα από την οποία προέκυψε ο νόμος για «κούρεμα» και ρύθμιση των χρεών προς το Δημόσιο έως 100 δόσεις, που «γράφτηκε» απ’ αυτούς ύστερα από δύο αξέχαστες 8ωρες συνεδριάσεις μαζί μου και με τον Κώστα Παπαδιγενόπουλο – όπως μου είπαν, ήταν η πρώτη φορά που υπουργός τους ζητούσε να διατυπώσουν έναν νόμο, καθώς τα φορολογικά νομοσχέδια έρχονταν έτοιμα και στ’ αγγλικά, από μεγάλα νομικά γραφεία του εξωτερικού και της Αθήνας. Στα μείον, ότι τους δύο τελευταίους μήνες είχαμε κόψει οποιαδήποτε επαφή και λύναμε τις εκκρεμότητες μέσω τρίτων.
Παρακολούθησα στην τηλεόραση τον πρωθυπουργό να εξηγεί από το αεροδρόμιο των Βρυξελλών τι είχε υπογράψει: το τρίτο μνημόνιο. Εγραψα κατευθείαν μια επιστολή παραίτησης και την παρέδωσα στη γραμματέα του σ’ ένα άδειο ακόμα Μέγαρο Μαξίμου.
Μέχρι τότε το ΥπΟικ δεν είχε οποιαδήποτε σχέση με τις τράπεζες. Αποτελούσαν αποκλειστικό αντικείμενο του αντιπροέδρου της κυβέρνησης, Γ.Δραγασάκη. Ωστόσο εκείνη την Κυριακή, 28 Ιουνίου, στον διάδρομο έξω απ’ το γραφείο μου εμφανίστηκε συνεργάτης του αντιπροέδρου και με ενημέρωσε στα όρθια, μπροστά σε όλους τους παρόντες, ότι η ΕΚΤ είχε αποφασίσει να μην αυξήσει (αντίθετα με ό,τι είχε κάνει πολλές φορές στο παρελθόν με τις μνημονιακές κυβερνήσεις) το όριο του ELA, που εξασφάλιζε τη ρευστότητα των τραπεζών από το 2010. Προκειμένου να προλάβει ένα bankrun, η κυβέρνηση θα προχωρούσε αναγκαστικά σε τραπεζική αργία τουλάχιστον για καμιά βδομάδα (κράτησε παρακάτι τρεις), capitalcontrols και περιορισμό του ορίου ημερήσιων αναλήψεων από ΑΤΜ. Με ενημέρωσε επίσης ότι από το βράδυ θα συμμετείχα σε μια επιτροπή, θεσμοποιημένη στο πλαίσιο των μνημονίων, αλλά ασυγκρότητη, παρακολούθησης των τραπεζών σε καθεστώς capitalcontrols.
Το απόγευμα συμμετείχα με τον Μάρδα σε πλατιά σύσκεψη στο γραφείο του Βαρουφάκη για να εντοπίσουμε τα χειρότερα σημεία της κατάστασης και το βράδυ βρέθηκα μαζί με όλους τους τραπεζίτες της χώρας, συμπεριλαμβανομένου του Στουρνάρα, στην «πρώτη» της νέας επιτροπής. Επικρατούσε σχετική κατήφεια. Θυμάμαι ότι αναστοχαζόμουνα ειρωνικά το δίλημμα στους στίχους του Μπρεχτ στο δεύτερο, το απαγορευμένο από τον Κουρτ Βάιλ, φινάλε της «Οπερας της πεντάρας» για το αν είναι μεγαλύτερο έγκλημα η ληστεία ή η ίδρυση μιας τράπεζας…
Η βδομάδα που ακολούθησε ήταν σουρεαλιστική. Ξεκινούσε πρωίπρωί περνώντας, καθ’ οδόν προς το υπουργείο λίγα νούμερα παρακάτω, μπροστά από την ουρά στο ΑΤΜ της Εθνικής, γωνία Καραγεώργη Σερβίας. Συνεχιζόταν με καθημερινή συνεργασία με τη Σαββαΐδου για να εξασφαλιστούν τα φορολογικά έσοδα και η απρόσκοπτη ένταξη στις 100 δόσεις με κλειστές τράπεζες. Το σημαντικότερο από τα μέτρα που συμφωνήσαμε και υπέγραψα ήταν η κατάργηση του ορίου των 200 ευρώ μετρητά σε ΔΟΥ και τελωνεία: στις ΔΟΥ τα μετρητά ανέβηκαν, αν θυμάμαι καλά, στα 9.000 ευρώ, στα τελωνεία στα 900.000 τη μέρα – για να μπορούν οι εταιρείες να εκτελωνίζουν τα καύσιμα του 24ώρου. Στις τρεις εβδομάδες των κλειστών τραπεζών, σε ΔΟΥ και τελωνεία συγκεντρώνονταν τεράστιες ποσότητες μετρητών – ευτυχώς το ήξεραν ελάχιστοι. Τηλεφώνησα στον αρχηγό της ΕΛΑΣ και ζήτησα αστυνομική φρούρηση των ΔΟΥ στην Αττική. Σήκωσε τα χέρια, συμβιβαστήκαμε να περνάει περιπολικό απ’ έξω μερικές φορές την ημέρα. Εφοριακοί μού διηγούνταν ιστορίες θρίλερ για τελωνεία σε Αττική και Θεσσαλονίκη, πώς υπάλληλοι εταιρειών καυσίμων περίμεναν να πέσει το σκοτάδι για να εμφανιστούν στην είσοδό τους σέρνοντας μαύρες σακούλες σκουπιδιών γεμάτες με εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ. Σ’ αυτές τις συνθήκες, στις δύο εβδομάδες που ακολούθησαν μέχρι τις 15 Ιουλίου (οπότε και δεν ανανεώθηκε ξανά η ισχύς του νόμου για τις 100 δόσεις – προαπαιτούμενο του τρίτου μνημονίου, καθώς το ΔΝΤ μας είχε προειδοποιήσει να μην προχωρήσουμε σε «κούρεμα» και ρύθμιση χρεών) κατάφερε να ενταχθεί στη ρύθμιση σχεδόν το 1/3 από τους πάνω από 1 εκατ. πολίτες που πρόλαβαν την ένταξη.
Τα απογεύματα συμμετείχα σε επιτροπές για τις συνέπειες των capitalcontrols και τα βράδια τα περνούσα στα πλατό, σε αναμετρήσεις για το δημοψήφισμα. Θυμάμαι τους πολίτες που με σταματούσαν στον δρόμο κάθε μεσημέρι, όταν έβγαινα για να φάω κάτι εκεί κοντά.μέχρι και την Τρίτη υπήρχαν πολλοί αναποφάσιστοι. Την Τετάρτη φάνηκε ν’ αλλάζει το κλίμα και ξανάρχισαν ό,τι μας έλεγαν προηγουμένως: «Κρατήστε γερά, μην κάνετε πίσω!» Μία μέρα πριν από τη συγκλονιστική κεντρική συγκέντρωση στο Σύνταγμα, μια γυναίκα φώναξε πίσω από την πλάτη μου «Η Λιβαδειά ψηφίζει όχι!» – και για πρώτη φορά ένιωσα βέβαιη ότι η μάχη έχει κερδηθεί.
Στις τρεις εβδομάδες των κλειστών τραπεζών, σε ΔΟΥ και τελωνεία συγκεντρώνονταν τεράστιες ποσότητες μετρητών – ευτυχώς το ήξεραν ελάχιστοι. Τηλεφώνησα στον αρχηγό της ΕΛΑΣ και ζήτησα αστυνομική φρούρηση των ΔΟΥ στην Αττική. Σήκωσε τα χέρια…
Η μάχη του δημοψηφίσματος υπήρξε η μοναδική μέχρι σήμερα στη σύγχρονη ιστορία του κόσμου εκλογική αναμέτρηση με κλειστές τράπεζες. Οπου και όποτε μια κυβέρνηση κλείνει τις τράπεζες, ο λαός κάνει ντου στις κλειστές πόρτες διεκδικώντας πρόσβαση στις καταθέσεις του. Στην Ελλάδα, αντίθετα, ο λαός ψήφισε με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο «Οχι σ’ ένα νέο μνημόνιο». Πιστεύω ότι το δημοψήφισμα υπήρξε το σημείο καμπής που θα επέτρεπε το πέρασμα από την «ανάθεση» (σας ψηφίσαμε για να τα καταφέρετε) στη δημιουργία ενός νέου κινήματος, αντίστοιχου των μεγάλων κοινωνικών αναγκών της εποχής. Ωστόσο,μια εβδομάδα αργότερα, τη Δευτέρα 13 Ιουλίου νωρίς το πρωί, παρακολούθησα στην τηλεόραση τον πρωθυπουργό να εξηγεί από το αεροδρόμιο των Βρυξελλών τι είχε υπογράψει: το τρίτο μνημόνιο. Εγραψα κατευθείαν μια επιστολή παραίτησης και την παρέδωσα στη γραμματέα του σ’ ένα άδειο ακόμα Μέγαρο Μαξίμου.
Ενα παράθυρο ανοιχτό στην ιστορία είχε κλείσει, και μαζί του μια εποχή σύντομη αλλά «φορτωμένη» ελπίδες – ανεπιστρεπτί;
Η απάντηση που έδωσε μετά τη δημοσίευση του άρθρου:
Μου ζητήθηκε να γράψω ένα «βιωματικό άρθρο» για την περίοδο από τα capital controls μέχρι το Τρίτο Μνημόνιο – και το έγραψα, θεωρώντας ότι προορίζεται για το «Έθνος», καθώς ως δημοσιογράφος του συστήθηκε ο δημοσιογράφος που μου το ζήτησε.
Προοριζόταν τελικά για το «Μανιφέστο», καινούργια ημερήσια εφημερίδα την οποία δε γνώριζα. Αυτό δεν έχει σημασία, γιατί υποστηρίζω έτσι κι αλλιώς κάθε λέξη του άρθρου μου. Πιστεύω επιπλέον ότι η αφήγηση της ιστορίας διαμορφώνεται πριν απ’ όλα με βάση τα γραπτά ντοκουμέντα της εποχής και κατά δεύτερο λόγο με βάση τη λεγόμενη «προφορική ιστορία», τις προσωπικές εξιστορήσεις των ανθρώπων – γι’ αυτό και δεν πρέπει κανείς να διστάζει ν’ αναφερθεί σε όσα όντως έζησε.
Αυτό ωστόσο που έχει σημασία είναι το πλαίσιο στο οποίο δημοσιοποιήθηκε το κείμενο μου: Aγνοώντας το τίτλο του «Από την τραπεζική αργία στο Δημοψήφισμα – Όταν ακόμα υπήρχε ελπίδα» κι αντικαθιστώντας τον πρωτοσέλιδα με «Αποκαλύψεις-φωτιά» για τη «μεγάλη (αυτ)απάτη των 86 δις». Οι πρωτοσέλιδοι αυτοί τίτλοι, όπως κι οι υπότιτλοι που πρόσθεσε η εφημερίδα τύπου «Η Ελλάδα στο περιθώριο», όχι μόνο δεν έχουν οποιαδήποτε σχέση με το περιεχόμενο του, αλλά αποτελούν σταθερή κεντρική γραμμή επίθεσης της ΝΔ σε αυτό που εξέφρασε η πρώτη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και το εγχείρημα του πρώτου εξάμηνου του 2015 από εκείνη την περίοδο μέχρι σήμερα. Πολύ ταιριαστά, καθώς το κείμενο μου πλαισιώνεται από άρθρα γνωστών υπουργών μνημονιακών κυβερνήσεων για το «ψευτοδημοψήφισμα».
Ευχαριστώ λοιπόν τον εκπρόσωπο τύπου της ΝΔ που προβάλλει το κείμενο μου, ωστόσο η αναφορά του σε «αδιανόητες σκηνές» και «ανθρώπους που αντιμετώπιζαν τις τραγικές συνέπειες των capital controls» (που στην πραγματικότητα επέβαλλε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εκδικητικά για την απόφαση για Δημοψήφισμα) με κάνει ν’ αναρωτιέμαι: Χάρη στις «αδιανόητες σκηνές» κρατήθηκε κείνες τις μέρες όρθια η χώρα, ενώ υπήρχε αληθινή ελπίδα για αλλαγή της κατάστασης. Σήμερα που τόσοι άνθρωποι αναρωτιούνται αν θα πρέπει να πληρώσουν το λογαριασμό του ρεύματος ή να φάνε, ποια ελπίδα υπάρχει;
Για του λόγου το αληθές, επισυνάπτω και το σχετικό άρθρο ακριβώς όπως το έστειλα.