Η 37χρονη σήμερα Μαράια Λόπεζ κάνει αγωγές στον δήμο της Νέας Υόρκης για τα δικαιώματα των transgender από τότε που ήταν παιδί. Και πετυχαίνει σημαντικές αλλαγές.
Το 1999, σε ηλικία 13 ετών, ήταν η κύρια ενάγουσα σε ομαδική αγωγή που κατηγορούσε τον δήμο πως τα ομοφυλόφιλα παιδιά που είναι στο σύστημα αναδοχής υποβάλλονταν συχνά σε βία και ψυχολογική κακοποίηση.
Στα 17 της κέρδισε το δικαίωμα να φορά φούστες και φορέματα σε στέγη υποστηριζόμενης διαβίωσης για άνδρες. Στα 20 της έκανε αγωγή για να αναγκάσει τον δήμο να πληρώσει για την επέμβαση επιβεβαίωσης φύλου της. Αν και τελικά έχασε, ο δήμος σύντομα άρχισε να καλύπτει τέτοιες επεμβάσεις.
Η πιο πρόσφατη αγωγή της Λόπεζ σε βάρος του δήμου είχε ως αποτέλεσμα έναν σαρωτικό διακανονισμό για τους άστεγους transgender στη Νέα Υόρκη, που για καιρό διαμαρτύρονταν για παρενοχλήσεις, διακρίσεις, σεξουαλική και σωματική βία στα καταφύγια της πόλης.
Μέχρι τα τέλη της χρονιάς ο δήμος θα πρέπει να ανοίξει τουλάχιστον τέσσερις στέγες, ή μονάδες εντός καταφυγίων, για transgender ανθρώπους. Επίσης, θα πρέπει να υιοθετήσει μέτρα κατά των διακρίσεων, μεταξύ άλλων υποχρεωτική σχετική εκπαίδευση των εργαζομένων και αλλαγή του τρόπου διαχείρισης των καταγγελιών για κακοποίηση.
Η Λόπεζ, που παράτησε το σχολείο, έγραφε τις αιτήσεις της χειρόγραφα, χωρίς δικηγόρο, ενώ κοιμόταν σε πατώματα σπιτιών φίλων, και εκδιδόταν για να βγάλει τα προς το ζην. «Με ένα στυλό, έναν σκύλο, έχοντας μετά βίας κοιμηθεί επειδή ήμουν αγχωμένη και με ένα τηλέφωνο που με το ζόρι λειτουργούσε για να ψάχνω τη νομοθεσία, κατέθεσα μια αίτηση με τα ορνιθοσκαλίσματά μου που με οδήγησε ενώπιον δικαστή του Ανώτατου Δικαστηρίου», λέει η ίδια για την υπόθεση με τα καταφύγια για άστεγους.
Έχει κάνει τουλάχιστον 14 αγωγές εναντίον κυβερνητικών υπηρεσιών. Επίσης έχει συλληφθεί περισσότερες φορές από ό,τι μπορεί να θυμηθεί, συχνά για σεξεργασία. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Amsterdam Houses, συγκρότημα εργατικών κατοικιών στο Upper West Side της Νέας Υόρκης. Μπήκε στο σύστημα αναδοχής στα 9 χρόνια της, όταν έχασε αρχικά την εξαρτημένη στα ναρκωτικά μητέρα της- που πέθανε από AIDS- και στη συνέχεια την γιαγιά της.
Το μεγαλύτερο μέρος της εφηβείας της το έσκαγε από στέγες υποστηριζόμενης διαβίωσης όπου- μεταξύ άλλων- την πέταξαν από σκάλες και έσπασε η μύτη της, σύμφωνα με την αγωγή του 1999. Κατέφυγε στο Transy House στο Μπρούκλιν, υπό το transgender σύμβολο Σίλβια Ριβέρα και ξεκίνησε τη διαδικασία της μετάβασης, αγοράζοντας ορμόνες στο δρόμο και κάνοντας ενέσεις σιλικόνης στους μηρούς της.
Στα 16 της, σύμφωνα με δικαστικά έγγραφα, την απέβαλαν από δύο στέγες για ομοφυλόφιλους και transgender νέους για ανάρμοστη συμπεριφορά- η ίδια λέει ότι την κακοποιούσαν εκεί- και την έστειλαν σε καταφύγιο για αγόρια στο Μπρούκλιν. Εκεί, ο διευθυντής αποφάσισε ότι η Λόπεζ δεν μπορούσε να φορά γυναικεία ρούχα και η διεύθυνση των υπηρεσιών του δήμου για παιδιά τον στήριξε. Δικαστής έκρινε ότι ο δήμος παραβίαζε τη νομοθεσία για τα ανθρώπινα δικαιώματα και της επετράπη να φορά φούστες και φορέματα.
Πλησιάζοντας τα 21, ηλικία στην οποία θα έβγαινε από το σύστημα αναδοχής, προσπάθησε να αναγκάσει τον δήμο να πληρώσει για την επέμβαση επιβεβαίωσης φύλου. Αρχικά δικαστήριο έκρινε ότι η επέμβαση είναι ιατρικά απαραίτητη και αποφάσισε υπέρ της, αλλά ο δήμος έκανε έφεση, την οποία κέρδισε.
Παρόλα αυτά, δύο χρόνια αργότερα, ο δήμος υιοθέτησε πολιτική που προβλέπει να πληρώνει για τις επεμβάσεις των νέων που είναι στο σύστημα αναδοχής. Στο μεταξύ, η Λόπεζ έκανε μήνυση στο αστυνομικό τμήμα, υποστηρίζοντας ότι σε συλλήψεις της επιτέθηκαν και την θώπευαν, με πρόσχημα τον «έλεγχο φύλου». Ο δήμος έκανε διακανονισμό ύψους 35.000 δολαρίων και δύο μήνες αργότερα η Λόπεζ πήγε στη Φλόριντα και έκανε την επέμβαση.
«Συστημική κακοποίηση»
Το 2017 ζούσε με μια θεία της στο Μπρούκλιν. Όταν εκείνη πέθανε, η Λόπεζ και ο σκύλος βοηθός της- πάσχει από διαταραχή μετατραυματικού στρες, άγχος και κατάθλιψη- δεν είχαν πού να μείνουν. Αναζήτησε χώρο στο πρώτο καταφύγιο της πόλης για ΛΟΑΤΚΙ πολίτες, όπου έγινε δεκτή η ίδια αλλά όχι ο σκύλος της. Έκανε αγωγή και ο δικαστής αποφάσισε υπέρ της. Όμως, μόλις εγκαταστάθηκαν εκεί, τα πράγματα πήραν την κάτω βόλτα.
Σύμφωνα με τα δικαστικά έγγραφα της Λόπεζ, το προσωπικό και οι φρουροί εκεί έκαναν ανήθικες προτάσεις, ζητούσαν να δουν τα γεννητικά όργανά της, την προσέβαλαν, την εκφόβιζαν για να κάνει σεξ μαζί τους, την απειλούσαν με επίθεση και όταν εκείνη έκανε καταγγελίες ακολουθούσαν αντίποινα για δήθεν πειθαρχικά παραπτώματα. Ο Έρικ Ρόζενμπαουμ, διευθύνων σύμβουλος της ΜΚΟ που διοικεί το καταφύγιο δήλωσε ότι οι καταγγελίες της ερευνήθηκαν και δεν επιβεβαιώθηκαν.
Ο δήμος την έστειλε σε καταφύγιο για γυναίκες, υποστηρίζοντας σε έγγραφα ότι η Λόπεζ παραβίασε κανονισμούς, απείλησε το προσωπικό και χτύπησε έναν φρουρό. Σύμφωνα με τον δήμο, στην άλλη εγκατάσταση υπήρχαν καλύτερες υπηρεσίες ψυχικής υγείας και διαρκής αστυνομική παρουσία. Η Λόπεζ αρνήθηκε να πάει, επικαλούμενη ανησυχίες για αντίποινα και λέγοντας ότι σε μια στέγη γυναικών θα έπρεπε να επιλέξει ανάμεσα στο να την παρενοχλούν ή να ζει κρυφά ως transgender γυναίκα.
Ενώ συνεχιζόταν η δικαστική διαμάχη, η Λόπεζ συγκέντρωσε αποδείξεις ότι transgender άνθρωποι ήταν αντικείμενο κακομεταχείρισης στο σύστημα καταφυγίων της πόλης. «Αυτή η κακοποίηση και η παραμέληση είναι εκτεταμένη και συστημική», ανέφερε σε έγγραφο 2019.
Η νομική ΜΚΟ Center for Constitutional Rights προστέθηκε στην αγωγή και μίλησε με δεκάδες transgender για τις κακοποιητικές συνθήκες σε καταφύγια. Πολλοί είπαν ότι ένιωθαν τόσο μη ασφαλείς, που αναγκάζονταν να ξαναγίνουν άστεγοι.
«Συγκεντρώσαμε πραγματικά φριχτές ιστορίες για ανθρώπους που τους έδιωχναν από καταφύγια, σαν να είχαν δικράνια. Άνθρωποι ανέφεραν ότι όταν έκαναν γραπτές καταγγελίες, αυτές κατέληγαν στα σκουπίδια», δήλωσε δικηγόρος του κέντρου. Αν και αρχικά ο δήμος επιχείρησε να δώσει μάχη, τελικά ξεκίνησε συζητήσεις για διακανονισμό με στόχο μια «συστημική μεταρρύθμιση».
Με βάση τον διακανονισμό, οι πελάτες καταφυγίου μπορούν να απευθύνονται σε δικηγόρους του δήμου για το πώς τα καταφύγια ανταποκρίνονται στις καταγγελίες τους. Επίσης, ο δήμος πρέπει να δίνει αναφορά στην Λόπεζ κάθε έξι μήνες για την πρόοδο σε ό,τι αφορά στην εκπλήρωση των όρων του διακανονισμού. Η ίδια έλαβε ποσό που «πλησιάζει το εξαψήφιο».
Έπειτα από τη συγκεκριμένη αγωγή έχει κάνει άλλες πέντε. Μεταξύ άλλων ζητά αποζημίωση για την επέμβαση και άλλη αφορά το γεγονός ότι στο Όλμπανι δεν της επέτρεψαν να μπει σε λεωφορείο με τον σκύλο της. Δεν σκοπεύει να σταματήσει. Θυμάται ακόμη την πρώτη φορά που μπήκε σε δικηγορικό γραφείο στα 13 της, σε εταιρεία που δούλευε αφιλοκερδώς στην πρώτη της αγωγή. «Ήμασταν σε μια τεράστια αίθουσα συνεδριάσεων. Οι δικηγόροι έβγαλαν τα παλτά τους, μάζεψαν τα μανίκια τους και άνοιξαν τα βιβλία. Και σκέφτηκα “νομίζω ότι αυτό είναι που θέλω να κάνω”», δηλώνει.
Με πληροφορίες από NYT