Η γενική διευθύντρια της Documenta, μιας από τις μεγαλύτερες διοργανώσεις τέχνης στον κόσμο, εξαναγκάστηκε σε παραίτηση μετά την κατακραυγή για αντισημιτικό έκθεμα.
Η Documenta, που κάθε πέντε χρόνια μετατρέπει το ήσυχο Κάσελ σε κέντρο παγκόσμιας τέχνης, φιλοξενεί πάνω από 1.500 συμμετέχοντες και -για πρώτη φορά από τη δημιουργία της, το 1955- την επιμέλειά της έχει μια καλλιτεχνική συλλογική σύγχρονης τέχνης, η Ruangrupa από τη Τζακάρτα.
Ωστόσο, το Σάββατο το εποπτικό συμβούλιο τής διοργάνωσης εξέφρασε «βαθιά απογοήτευση για το σαφώς αντισημιτικό περιεχόμενο» εκθέματος, γνωστοποιώντας πως ήρθε σε συμφωνία με τη γενική διευθύντρια, Σαμπίνε Σόρμαν «για τον τερματισμό του συμβολαίου της».
Όπως αναφέρεται στη σχετική ανακοίνωση, θα διοριστεί προσωρινός διευθυντής.
Αφορμή στάθηκε, μόλις μερικές ημέρες μετά το άνοιγμα της έκθεσης στο κοινό, ένα από τα έργα που εκτίθεντο από την ινδονησιακή καλλιτεχνική ομάδα Taring Padi που προκάλεσε την αντίδραση τόσο της γερμανικής κυβέρνησης, όσο και εβραϊκών οργανώσεων.
Επρόκειτο για μια τοιχογραφία υπό τον τίτλο «Δικαιοσύνη του Λαού» (People's Justice) που παρουσίαζε ένα γουρούνι με κράνος που έγραφε “Mossad” (σσ ονομασία των μυστικών υπηρεσιών του Ισραήλ). Στο ίδιο έργο ένας άνδρας με δύο μπουκλάκια -που συνήθως συνδέονται με τους υπερορθοδοξους εβραίους- κυνόδοντες και ματωμένα μάτια φαινόταν να φορά μαύρο καπέλο με την ένδειξη SS.
Το έργο καλύφθηκε όταν εβραίοι αξιωματούχοι και η ισραηλινή πρεσβεία στη Γερμανία εξέφρασαν την «αποστροφή» τους.
Η Γερμανίδα υπουργός Πολιτισμού, Κλαούντια Ροτ, στήριξε την αποχώρηση της Σόρμαν, ζητώντας τη διενέργεια έρευνα για το πώς ένα αντισημιτικό έργο επιλέχθηκε να εκτεθεί στην εγνωσμένου κύρους έκθεση.
Και το εποπτικό συμβούλιο της έκθεσης δεσμεύτηκε για πλήρη έρευνα, παραδεχόμενο πάντως πως «χάθηκε δυστυχώς πολλή εμπιστοσύνη».
Σημειώνεται πως η Σόρμαν είχε «μετακομίσει» στο Κάσελ στη θέση της γενικής διευθύντριας το 2018, μετά από ένα άλλο σκάνδαλο που αφορούσε ένα μεγάλο οικονομικό έλλειμμα και προκάλεσε την παραίτηση της τότε διευθύντριας και ιστορικού τέχνης, Ανέτε Κούλενκαμπφ.
Με πληροφορίες από Guardian/Deutsche Welle