Θεόδωρος Μπασιάκος
Σαν σήμερα πριν 2 χρόνια ξύπνησα το πρωί με την είδηση πως χάσαμε τον άγγελο φίλο σύντροφο και αδελφό μας Θόδωρο Μπασιάκο... Κατέβασα τις σημαίες από την θλίψη μου - για να καταλάβω μετά από δύο χρόνια πως τίποτα δεν χάνεται - υπάρχει για πάντα στη λάμψη των ματιών των αγαπημένων του προσώπων - υπάρχει εδώ δίπλα μου και μου χαμογελάει κάθε πρωί που πίνουμε το καφεδάκι μας και κάνουμε τα πρώτα τσιγαράκια της μέρας.
Βάσος Γεώργας
"Το άγαλμα της Βορείου Ηπείρου": Πρόσφατα διαπίστωσα ότι το άγαλμα δεν βρίσκεται πλέον στην θέση του. Οι μπάχαλοι! μου είπε ο Βάσος, το κάναν πολεμοφόδια… Τσ, τσ, τς! Θεός σχωρέστ’ την Βόρειο Ήπειρο λοιπόν! Σιγά το άγαλμα εδώ που τα λέμε. Και στον καιρό μας, όμως, οι βάνδαλοι το στόλιζαν με διάφορα dada συνθήματα όπως κι’ όλα άλλωστε τ’ αγάλματα των Αθηνών, πλην του Ρήγα που έχαιρε του σεβασμού μας…
Θεόδωρος Μπασιάκος
[ ΑΜΑ ΖΟΥΣΑΜΕ ΑΙΩΝΙΑ… ]
– Με τον τρόπο διάφορων ποιητών: από Μπρεχτ και Τζαρά ίσαμε Αραμπατζή κ.ά. –
Άμα ζούσαμε αιώνια
θάχε πλάκα ο βιοπορισμός, το κυνήγι του χρήματος κι’ όλ’ αυτά.
Αλλά – φευ! – ζούμε λίγο, γι’ αυτό ο βιοπορισμός κ.τ.λ. δεν έχουν πλάκα καθόλου.
Άνθρωπε! Μη χάνεις τον καιρό σου… Τεμπέλιαζε όσο μπορείς
στο καφενείο με τον κόσμο,
στ’ αστέρια με το αμόρε,
στο μοναχικό καμαράκι σου κυττάζοντας το ταβάνι
ακούγοντας ραδιόφωνο είτε γράφοντας
ποιήματα.
Όποιος τεμπελιάζει βρίσκει πράγματα, όλα τα βρίσκει!
( εκτός από λεφτά, εννοείται, αλλά ποιος τα γαμεί τα λεφτά; )
- Αναδημ. από Bibliothèque - Τεθλασμένη Ψηφιακή Βιβλιοθήκη
"Μπασιάκ επί σκηνής, με κιθάρα δανεική... Cine Τύμβος, παραλία Μαραθώνος, 1980)"
Έχω μια καρδερίνα,
ένα πουλί που κελαηδά
Στο κλουβί μια καρδερίνα
που τα μπλουζ τραγουδά
Όμως δεν έχω την Κορίννα
Λέει η καρδερίνα μου: Κρα! Κρα!
Καννίβαλοι
(Ο Ρόρυ, η Ντομινίκ, ο Στέφανος, ο Κωστής, εγώ)
"Για χάρη του φίλου μου του Γιαν. του "Καννίβαλου", εικόνες απ' το φοιτητικό δωμάτιο... παρτάκι με βότκα, σαντέ, Μαγιακόφσκι, μπινελίκια, αφίσες με ζωγραφιές του αναρχικού Flavio Costantini και μια με τον Marx, chef de l' Internationale... (Νομίζω ότι εκείνη τη μέρα μας επισκέφθηκε κι' ο Σταύρος Μαυρουδέας. "Αυτός δεν είναι άνθρωπος, είναι ένας ιδέας!" που έλεγε και το καννιβαλικό μας άσμα... αλλά δεν υπάρχουν φωτογραφίες...)."
Σταύρος Μαυρουδέας: Γειά σου Θόδωρε, που στο καλό έγινε αυτό;
Θεόδωρος Μπασιάκος Ή στα Πατήσια ή στην Κυψέλη, δεν θυμάμαι, ή το '82 ή το '83, κι' ήρθες καβάλα σε μηχανή! Περισσότερα δεν θυμάμαι... εκτός από τα ονόματα μερικών κοριτσιών: Αννούλα, Τζένη, Ντομινίκ, Κλεονίκη..
Στης Τζένης το Ουζερί
3η βραδυά αντεργκράουντ ποίησης και μουσικής (20.07.2019)
"Ο κόμης Τεό Ντε Μπασιάκ ασκείται σε πρωτόγονα κρουστά, χθες βράδυ στο Τζενί ντουζερί πλησίον της Σαιντ Ελευθερί πλας. Απόλαυση. Οι λογοτεχνικές βραδιές όπως θα έπρεπε να είναι : με πολλή μουσική, χωρίς πολλή λογοτεχνία. Προσθέτω (μετά από περισυλλογή): και με ένα μονόφθαλμο βατράχι για κηρύκειον."
Νίκος Μιτρογιαννόπουλος - 21 Ιουλίου 2019
[ ΝΥΧΤΟΠΕΡΠΑΤΗΜΑΤΑ ]
Κατηφόριζα την Τοσίτσα – μπορεί και ν’ ανηφόριζα – αργά κι’ ακούω
ξάφνου στης νύχτας μέσα την σιγαλιά ένα σαξόφωνο.
Ήταν ο Άρης ο Βαμπίρ, ο Άρης το Φάντασμα, ο Άρης Ρέτσος, μορφή
εμβληματική της Πλατείας κι’ ηθοποιός σπουδαίος (τον είχαμε τότε
πρόσφατα απολαύσει στην διονυσιακή «Μανία»…) π’ αυτοσχεδίαζε
με το σαξόφωνό του στον ρυθμό μιας τζαζ μπαλάντας, εκεί στο περίφημο
άγαλμα της Βορείου Ηπείρου…
Κάθισα ήσυχα στο διπλανό παγκάκι και τον άφισα να παίζει για πάρτη του
και για μένα all night long.
Μά τον άγιο John Coltrane, μά την αγία Billie Holiday, φχαριστήθηκα
μελαγχολία κείνη την νύχτα.
[ΤΡΕΙΣ ΕΡΩΤΕΣ * – ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΛΑΤΕΙΑΣ] Του Θεόδωρου Μπασιάκου
- Αναδημ. από Bibliothèque - Τεθλασμένη Ψηφιακή Βιβλιοθήκη
(47 χρόνια Γούντστοκ / 47+1 χρόνια Μαριάνθη )
"her love is like a rainbow..."
[ΠΟΛΑΡΟΪΝΤ]
Μπύρες και καλαμαράκια
Ιστορίες από τρεις ηπείρους
Ιστορίες ποίησης, έρωτα και αναρχίας
Πομπινόφωνο
(διάφορα παλιά ελληνικά και ξένα).
"Θα" πηγαίναμε και για κολύμπι αλλά μας ενημέρωσε μια γειτόνισσα πως εθεάθησαν καρχαρίες...
Στου Μητρογιαννόπουλου σήμερα, στο Ζούμπερι.
Έχω την αίσθηση πως έχω επισκεφθεί ξανά αυτό το σπίτι προ σχεδόν 40ετίας, μαζί με κάποια φιλαράκια - τον Σποκ ίσως και τον αδελφό του τον Μήτσο τον μπλουζίστα, ταλέντο ο Μήτσος, παρεμπιπτόντως, που ξοδεύτηκε απ' ό,τι ξέρω στα επαρχιακά σκυλάδικα και πολύ χαίρομαι, μπράβο, μ' αρέσουν εμένα κάτι τέτοιες ιστορίες, όλες οι ιστορίες μ' αρέσουν.
(Του Νίκου είναι η πολαρόϊντ φυσικά)."
- Αναδημ. από Bibliothèque - Τεθλασμένη Ψηφιακή Βιβλιοθήκη
[ Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΩΝ ΚΩΛΑΔΙΚΩΝ ]
Όλες τις πόρτες ξέρω των μελιχρών ναών
Μ’ ευλάβεια μπαίνω και πράττω τα κανονισμένα
Την Ωραία Κυρία εκεί προσμένω… κλπ. κλπ.
( Αλ. Μπλοκ )
Για δυο-τρία ποτιράκια που την κεράσαμε
– χαλάλι της! –
χτες βράδυ, στο μπαρ με τις ρωσσίδες
η Ω ρ α ί α Κ υ ρ ί α
μας απήγγειλε / στα ρώσσικα, από στήθους
στίχους
του Πούσκιν
και
του Μπλοκ
και
της Τσβετάγιεβα / η αγκαπιμιένιμιι μυ πιίτρια! μας λέει…
Εγώ (καιρό είχα να βρεθώ σε μια πραγματική ποιητική βραδυά)
Δεν το κρύβω, συγκινήθηκα.
(5.V.1997)
[Συνοδευτική Σ η μ ε ί ω σ η του Θοδωρή:
Η «Παναγιά…» πρωτοδημοσιεύτηκε στο Μανδραγόρα τ.36/2007. Τα άλλα τα είχα ξεχάσει, τα βρήκα σε μια κούτα με παλιά χειρόγραφα… Ήμουν πολύ ρεμάλι εκείνο τον καιρό αλλά με τα κορίτσια πολύ τζέντλεμαν. Είχα τους λόγους μου…]
- Αναδημ. από Bibliothèque - Τεθλασμένη Ψηφιακή Βιβλιοθήκη
[ΕΡΩΤΑΣ ΠΑΛΙΑΤΣΟΣ]
Ήμουνα λέει εσύ. Ήμουν νέα και όμορφη, αχ Θεέ μου, τί όμορφη που ήμουν!
Κι’ εσύ… Εσύ ήσουν εγώ, βεβαίως. Το στραπατσαρισμένο καπελάκι του ερωτευμένου μάς φορούσες. Και μου ερχόσουν… Τί παλιάτσος!
Στη γειτονιά μου ερχόσουν. Περίμενες να βγω στο παραθύρι, μια ματιά μου να σου χάριζα… Τα λαχταρούσες τούτ’ τα μάτια… Καημενούλη! Και το γλυκό μου το χαμόγελο… Και τί δεν έδινες για ένα μου χαμόγελο!
Μα εγώ, εκεί! Να περιμένεις!
Απ’ το μεράκι για τα μάτια μου να λιώνεις!
Να πηγαίνεις πέρα-δώθε, τα νύχια σου να τρως, το καπελάκι να ’χεις κατεβάσει ώς τ’ αφτιά απ’ την απελπισία, κι’ όμως, να μην εννοείς να μου ξεκουμπιστείς…
Να φυσάει κιόλας, να κάνει κρύο…
Έτσι!
Κι’ εγώ –κρυμμένη πίσω απ’ την κουρτίνα– να κοιτάζω, να χαμογελώ, να χαμογελώ και πάλι να χαμογελώ… με το πιο γλυκό χαμόγελο σ’ ολάκερο τον κόσμο!
- Αναδημ. από Bibliothèque - Τεθλασμένη Ψηφιακή Βιβλιοθήκη
[ΓΕΙΑ ΣΟΥ ΑΜΑΛΙΑΔΑ ΜΕ ΤΑ ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΣΟΥ]
[ΤΑ ΜΠΛΕ ΓΚΟΥΛΟΥΑΖ ]
(ή… ο Μπασιάκος βιβλιοπώλης)
Βρες ένα κεφάλαιο.
Στους τοκογλύφους τρέχα
Δανείσου.
Μια τρύπα νοίκιασε
στην επαρχία.
Πούλα ποίηση.
Πέσε έξω.
Τί είχες τί έχασες.
Τρελλάρας ήσουν ανέκαθεν.
[ ΔΙΑΝΥΚΤΕΡΕΥΟΝ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ]
Για 6-7 χρόνια άσκησα το ωραίο επάγγελμα του βιβλιοπώλη, στην ωραία Αμαλιάδα.
Είναι αλήθεια ότι οι ντόπιοι με σνόμπαραν κάπως, για πολλούς και διάφορους λόγους. Τί κάνει τούτος;! Αλλά γρήγορα η «τρύπα» μας έγινε πόλος έλξης, στέκι των καλύτερων, των πιο ανήσυχων στοιχείων της πόλης και των πέριξ, των σπουδαστών του ΤΕΙ αλλά και των τσιγγάνων του Συνοικισμού.
Εννοείται ότι πούλαγα και στυλό, αλλιώς δεν έβγαινε. Αλλά δεν μάσαγα! Στην βιτρίνα μπεστ-σέλερ δεν μπήκε, ποιητές μόνο έβαζα, αποκλειστικά. Κι’ ας μου ερχόντουσαν οι κυρίες των κυρίων, κουνιστές-λυγιστές, γυρεύοντάς μου Λένα Μαντά, Χρυσηΐδα είτε… Ράμφο.
– Δεν είστε με τα καλά σας κοπέλες μου, μόνον κατόπιν παραγγελίας! Γιατί δεν δοκιμάζετε Αραμπατζή φέρ’ ειπείν;
Οι σπουδαστές του ΤΕΙ Αμαλιάδος: ήταν μια ωραία φουρνιά, είχαν και πρόεδρο εκλεγμένο αναρχικό, και μάλιστα Αλβανό, μουρλός, δεν προλάβαινα να φέρνω Καμύ και Ανατόλ Φρανς και Συμμορία Μπονό, γιατί αυτά αναφέρθηκαν στις συναντήσεις τους…
Αυτοί μου το κάνανε το πρώτο διανυκτερεύον βιβλιοπωλείο, αν όχι διεθνώς… τοπικώς!
Ήτανε βράδυ, νύχτα, 3 τα ξημερώματα, νάτανε 2; άντε 2, και σκάει μύτη μια μητερούλα. Μέσα γινόταν χαμός, ποιος τα έλεγε πιο καλύτερα – ο Προυντόν γιά ο Μαρξ;
– Με συγχωρείτε, μήπως έχετε το τάδε σχολικό βοήθημα;
Στις 2 η ώρα τα ξημερώματα…
Στο Θεό σας!
– Λολ! –
- Αναδημ. από Bibliothèque - Τεθλασμένη Ψηφιακή Βιβλιοθήκη
"Θα χιονίσει αύριο
1988-κάτι, κάπου στην Κορινθία
με περιβολή λονδρέζου τροτσκιστή της δεκ. '60."
Και πουρκουά πα, δηλαδή, μανίτσα μου
Θα μπορούσε να είναι έτσι:
Να ’χω δουλειά
Αυτό μονάχα
Ν’ αμείβομαι,
το βασικό
Να μπορώ απλώς να επιστρέφω κάθε μέρα
κατάκοπος στο καμαράκι
με το μεροκάματο στην τσέπη
και μ’ ένα λουλούδι για την καλή μου
Η αγκαλιά της να ’ναι η ξεκούρασή μου
ο έρωτάς της η ανάσα μου
Κι’ αύριο
ξανά πάλι μια από τα ίδια
με μικρές παραλλαγές
ας πούμε: αντί λουλούδι, λουκούμια
ή ένας δίσκος τζαζ...
Τις Κυριακές, απόδραση, στο κύμα, στο ταβερνάκι
Τη μέρα του συλλαλητηρίου, στο συλλαλητήριο…
Χιονίζει σήμερα.
Δεν έχω μία.
Ούτε λουλούδι ούτε λουκούμι
Κάνω όνειρα "μικροαστικά"
Κι’ έτσι μου ’ρχεται να κλάψω
δεν ξέρω αν –
από απελπισία; ή απ’ την ομορφιά μιας τέτοιας απλότητας;
"ΕΙΔΗΣΑΡΑ:
-την οποία μόλις μου εκμυστηρεύτηκε σε σχόλιό του ο Διαμαντής Καράβολας-
"Κάποια στιγμή θα ασχοληθούμε -κ μάλιστα πολύ σοβαρά, δεν κάνω πλάκα- με τον μέγιστο Γιάννη Γαλανό, τον μόνο Έλληνα ποιητή που φωτογραφιζότανε σε ταράτσες!"
(*) Σημ.:
Μου έχει δείξει ο Καρ και τις φωτό και τα λιβελοποίηματα του Γαλ, το οποίον, σας εγγυώμαι ότι αξίζει τον κόπο να αναμένομε εκείνη τη "στιγμή".
"Μου έστειλε αυτή την φωτογραφία το Σοφάκι, τραβηγμένη πιθανότατα απ' τον θειό της και φίλο μου αγαπημένο, τον Χρίστο Τ., τον επονομαζόμενο και Χρίστος ο Άχρηστος. (Γύρω στα '96-97)"
Θεόδωρος Μπασιάκος, Γκαγκάν Μυτεράν, Vivere freakolosamente, εκδ Πανοπτικόν, 2021.
Την ιδέα μιας συγκεντρωτικής έκδοσης των ποιημάτων του Θόδωρου Μπασιάκου του την είχαμε υποβάλει αρκετές φορές στο παρελθόν. Ο ίδιος, απαλλαγμένος από κάθε ματαιοδοξία, συνεχώς ανέβαλλε μια τέτοια προοπτική, επιμένοντας να γράφει τα ιδιαίτερα ποιήματά του και να τα μοιράζει είτε φωτοτυπημένα σε λίγους φίλους και γνωστούς του είτε αφήνοντάς τα στον ελεύθερο διαδικτυακό ωκεανό, έξω από το επίσημο κύκλωμα της πληθωριστικής και άκριτης έκδοσης "ποιητικών" συλλογών της εποχής μας.
Η εκδοτική παρουσία του όσο ζούσε ήταν ισχνή. Δύο νεανικές αυτοεκδόσεις (σιωπηρά "αποκηρυγμένες" από τον ίδιο), τα 22 Ποιήματα (1982) και το Πολύ ευγενής (1985), μία "επίσημη" ποιητική συλλογή Μαύρα Μάτια (Πλανόδιον, 2006) και μία ηλεκτρονική έκδοση Κούκου-Νιάου (Ενδυμίων, 2017). Πέραν αυτών, μια σειρά από φωτοτυπημένες αυτοεκδόσεις σε εξαιρετικά περιορισμένο αριθμό αντιτύπων.
Η ξαφνική ασθένειά του την άνοιξη του 2020 συνέτεινε στο να αλλάξει την απόφασή του αυτή και συναίνεσε -και πάλι διατακτικά- στην προοπτική μιας συγκεντρωτικής έκδοσης. Δυστυχώς, η ραγδαία επιδείνωση της υγείας του και ο πρόωρος χαμός του είχαν ως αποτέλεσμα να φύγει από κοντά μας ο Θόδωρος προτού ολοκληρώσει την τακτοποίηση του μεγάλου σε έκταση και ενίοτε χαώδους ποιητικού του έργου. [...]
Ο τίτλος του βιβλίου είναι δοσμένος από τον ίδιο. Τίτλοι υποενοτήτων, λεζάντες, σημειώσεις κλπ. είναι επίσης δικά του. Η έκδοση περιλαμβάνει δύο μεγάλες ενότητες με ποιήματα και πεζά (αν και στη γραφή του Θόδωρου δεν είναι πάντα απολύτως ευδιάκριτα τα όρια μεταξύ τους). [..]
Το βιβλίο αυτό εν ολίγοις, δεν είναι μια ακόμα συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων. Σκέψεις, λόγια, εικόνες, προέρχονται από μια άλλη εποχή, εκεί που ο ίδιος εντοπίζει την καταγωγή του· είναι το χρώμα και η μυρωδιά ενός κόσμου που δεν υπάρχει πια: "Η ποίηση είναι το πάθος (με τη διττή έννοια) και η μαρτυρία (παρομοίως) των καιρών". Αυτή τη μαρτυρία μεταφέρουμε εδώ. Μια στάση ζωής που ο ίδιος ακολούθησε πιστά και υπερασπίστηκε ως πρωταρχική του έγνοια, αυτό που χαρακτηριστικά ονόμαζε vivere freakolosamente, καθώς και την εξύμνηση της ζωής ως αισθητικού γεγονότος, ως ζώσας ζωής.
Ο Μπασιάκος προέρχεται από τον αστερισμό των βιολιών, εκεί που ό,τι ακούς, ό,τι διαβάζεις, ό,τι αγαπάς σε ποτίζει μέχρι το μεδούλι· η ζωή η ίδια είναι το ποίημα. Ελπίζοντας, λοιπόν, ότι δεν προδώσαμε σε κανένα σημείο το πνεύμα και τη θέληση του Θόδωρου, παραδίνουμε τα άπαντα/άπα(ν)τα του Γκαγκάν, ο οποίος μειδιώντας από εκεί που βρίσκεται, θα γεμίζει το ποτήρι του, θα ανάβει τσιγάρο και θα λέει εβίβα στους φίλους και αγνώστους που θα πάρουν στα χέρια τους το βιβλίο αυτό.
Κώστας Δεσποινιάδης – Μαριάνθη Μαρκοπούλου
(από το εκδοτικό σημείωμα)