ΜΠΟΡΕΙ ΕΝΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ιδεών να σε κρατάει δέσμιο ως την τελευταία σελίδα; Αν πρόκειται για το «Ρετροσπεκτίβα» του Αβραάμ Γεοσούα, σίγουρα.
Από τους σημαντικότερους συγγραφείς του Ισραήλ, ο πρόσφατα χαμένος Γεοσούα παντρεύει εδώ μια συναρπαστική πλοκή με τους βαθύτερους προβληματισμούς του ως προς την ουσία της καλλιτεχνικής δημιουργίας, αφηγούμενος την ιστορία ενός εβδομηντάχρονου κινηματογραφιστή που κουβαλά ένα νεανικό αμάρτημα κι εξετάζει αναδρομικά τα πεπραγμένα του, όλο λαχτάρα να εξιλεωθεί.
Πρωτοδημοσιευμένο το 2011 και μπολιασμένο με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, το «Ρετροσπεκτίβα» (μετ. Μάγκυ Κοέν, Πόλις, 2014) μιλά για την τέχνη, την αγάπη, τη φιλία, την προδοσία, το πείσμα, το χρόνο που κυλάει, τις απωθημένες μνήμες, αλλά εκείνα που πριμοδοτεί πάνω απ’ όλα είναι η ομορφιά και η δίψα για ζωή.
Αυτά είναι που ωθούν τον πρωταγωνιστή του βιβλίου, τον καταξιωμένο Ισραηλινό σκηνοθέτη Γιαΐρ Μόζες, να διορθώσει το παλιό του σφάλμα και, παρά τα χρόνια του, λυτρωμένος, να προχωρήσει μπροστά.
Αυτά, και το αντίγραφο ενός αινιγματικού πίνακα με τίτλο «Ρωμαϊκή Ευσπλαχνία», όπου ένας γέροντας, δεμένος πισθάγκωνα, θηλάζει τον σφριγηλό μαστό μιας νέας γυναίκας…
Ο Γεοσούα υπήρξε ακούραστος υπέρμαχος μιας ειρηνικής λύσης στην ισραηλο-παλαιστινιακή διένεξη, πασχίζοντας μια ζωή να φυτέψει στην ψυχή των συμπατριωτών του, χριστιανών και μουσουλμάνων, φερμένων είτε από τη Δύση είτε από την Ανατολή, τους σπόρους της κατανόησης, της συνεννόησης, της ανοχής.
Καλεσμένος στο Σαντιάγκο ντε Κομποστέλα για ένα αφιέρωμα στα πρώιμα, πειραματικά έργα του, ο ήρωας του Γεοσούα διαπιστώνει σοκαρισμένος ότι στο δωμάτιο του ξενοδοχείου που μοιράζεται με τη Ρουθ –ηθοποιό, μούσα και... σταθερά περιστασιακή ερωμένη του– θα είναι αναγκασμένος ν’ αντικρίζει επί μέρες την παραπάνω εικόνα, η οποία δεν είναι παρά πιστή απεικόνιση του τολμηρού φινάλε που είχε επινοήσει ο πάλαι ποτέ σεναριογράφος του, ο Τριγκάνο, για μια από τις ταινίες τους, αλλά ο ίδιος, την τελευταία στιγμή, το είχε λογοκρίνει.
Συμμεριζόμενος τότε την άρνηση της Ρουθ να υποδυθεί κάτι που την ξεπερνούσε, ο Μόζες πρόδιδε μια φιλία που υποσχόταν πολλούς ακόμα καλλιτεχνικούς καρπούς.
Με επίσης αστραπιαία ταχύτητα, όμως, ο προικισμένος, στα όριο της ιδιοφυΐας Τριγκάνο, από τους μαθητές που ξεπερνούν τον δάσκαλό τους, θ’ αποφασίσει ν’ αλλάξει δουλειά, κόβοντας ριζικά κάθε επαφή και με τον Μόζες και με τη Ρουθ, με την οποία συνδεόταν από τα παιδικά του χρόνια.
Να, όμως, που δεκαετίες αργότερα, μέσω της «Ρωμαϊκής Ευσπλαχνίας», ο Τριγκάνο στοιχειώνει τη σκέψη και των δυο. Να 'ναι άραγε αυτός ο ιθύνων νους της ρετροσπεκτίβας στην Ισπανία; Κι αν ναι, με τι στόχο ακριβώς;
Μην πάει ο νους σας σε ερωτικά τρίγωνα ή σε περασμένη πάθη που επανέρχονται με φόρα, μολονότι το στοιχείο της προσωπικής αντιζηλίας παίζει κι αυτό τον ρόλο του. Η σύγκρουση μεταξύ των δύο ανδρών είχε προκύψει εν ονόματι της τέχνης, και μόνο ένα καλλιτεχνικό διακύβευμα θα μπορούσε να τους συμφιλιώσει ξανά.
Γιατί στην τέχνη δεν υπάρχει ταπείνωση, όπως τονίζει με τον τρόπο του ο Αβραάμ Γεοσούα. Γιατί η τέχνη μπορεί να μετουσιώνει το ευτελές σε ωραίο και ν’ αναδεικνύει την πολυπλοκότητα και της πιο αισχρής κατάστασης!
Το ταξίδι που επιχειρεί ο Μόζες στους τόπους των γυρισμάτων των νεανικών ταινιών του, όταν και το Ισραήλ ήταν νεαρό κράτος ακόμη, σε συνδυασμό με το ταξίδι στις μαύρες τρύπες μέσα του, θα τον κάνει ν’ αναθεωρήσει τις παλιές του βεβαιότητες, να συνειδητοποιήσει πόσες αλλαγές έγιναν στη χώρα του και πόσο προφητικά ήταν τ’ αλλόκοτα σενάρια του παλιού του συνοδοιπόρου, και ν’ αντιληφθεί επιτέλους τα βαθύτερα αίτια της ρήξης τους.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο που ο Γεοσούα παρουσιάζει τον Μόζες ως ασκενάζι και τον Τριγκάνο ως σεφαραδίτη, με καταγωγή από το Μαρόκο, ούτε ότι μοιράζει ακριβοδίκαια τις ευθύνες για την αποτυχία της συνεργασίας τους.
Λογικά οι δύο άνδρες θα έπρεπε να λειτουργούν παραπληρωματικά, με τον πρώτο να προσφέρει τις παραδοσιακές, αστικές, δυτικές αξίες και τον ρεαλισμό του, και τον δεύτερο την επαναστατικότητα, τη διαφορετικότητα, την τόλμη του.
Κανείς τους όμως δεν έβαλε νερό στο κρασί του, κανείς τους δεν μετακινήθηκε από τις θέσεις του. Κι αν ο Μόζες πρόκοψε, παραμένοντας ανασφαλής και συντηρητικός, ο Τριγκάνο δεν κατάφερε ποτέ να βρει άλλον για σύμμαχό του:
«Όταν έψαξα να βρω κάποιον να σε αντικαταστήσει», διαβάζουμε, «κάποιον από την ίδια πάστα ανθρώπων που την αποκαλούμε με τη μισητή για μένα έκφραση "άλας της γης", αυτούς του Ισραηλινούς τους υπεύθυνους και αφοσιωμένους, τους προοδευτικούς στην ψυχή και τους λογικούς στον νου, ε, λοιπόν, είδα πως αυτό το "άλας της γης" είναι αηδιαστικό από την πολλή αλμύρα και, κυρίως, δεν ανέχεται την αλμύρα άλλων ανθρώπων, σαν τη δική μου, ας πούμε. Και από την άλλη μεριά, εκείνοι που η καταγωγή και η ιδιοσυγκρασία τους μοιάζουν, υποτίθεται, με τις δικές μου, παραμένουν βουτηγμένοι στην ταπείνωσή τους και παραλυμένοι από το να μηρυκάζουν συνέχεια το αιώνιο σύμπλεγμά τους του αδικημένου».
Όπως ο Τριγκάνο, έτσι και ο Γεοσούα ήταν σεφαραδίτης –η μητέρα του καταγόταν από το Μαρόκο κι ο πατέρας του από τη Θεσσαλονίκη–, αλλά σε αντίθεση με τον ήρωά του, χάρη στις σπουδές του έγινε κομμάτι της ισραηλινής ελίτ.
Η προβληματική σχέση στο Ισραήλ ανάμεσα στους Εβραίους που προέρχονται από τον μουσουλμανικό κόσμο κι εκείνους, τους προνομιούχους, που προέρχονται από τη χριστιανική Δύση είναι ένα θέμα που οι περισσότεροι από εμάς αγνοούμε, αλλά τον Γεοσούα ποτέ δεν έπαψε να τον απασχολεί.
Οι γονείς του τον προόριζαν για δικηγόρο, αλλά η επιτυχία που γνώρισαν τα χιουμοριστικά σκετς του στο σχολείο και τους προσκόπους τον ώθησε να δει μια επαγγελματική διέξοδο στο γράψιμο και να τη διεκδικήσει.
Τα πρώτα του διηγήματα έφεραν έντονο το στοιχείο του γκροτέσκου, συντονισμένα με το ακατανόητο τραύμα του Β' Παγκοσμίου πολέμου, υπό την επιρροή δημιουργών όπως ο Μπέκετ, ο Κάφκα, ο Ιονέσκο, ο Καμύ, ο Σαρτρ. Το θέμα, πάντως, που διατρέχει όλα του τα έργα, είναι αυτό της συμφιλίωσης.
Ο Γεοσούα υπήρξε ακούραστος υπέρμαχος μιας ειρηνικής λύσης στην ισραηλο-παλαιστινιακή διένεξη, πασχίζοντας μια ζωή να φυτέψει στην ψυχή των συμπατριωτών του, χριστιανών και μουσουλμάνων, φερμένων είτε από τη Δύση είτε από την Ανατολή, τους σπόρους της κατανόησης, της συνεννόησης, της ανοχής.
Εκτός από τη Ρετροσπεκτίβα, στα ελληνικά έχουν μεταφραστεί έξι ακόμα μυθιστορήματά του, όλα στον κατάλογο του Καστανιώτη, ανάμεσα στα οποία και το «Ο κύριος Μάνι», το πιο αγαπημένο του, όπως δήλωνε.