Tελευταία είναι και πάλι cool να σου αρέσει ο Νίκολας Κέιτζ. Το άλλοτε «μαύρο πρόβατο» του Χόλιγουντ, ο serial killer του υποκριτικού καλού γούστου, ο ξεπεσμένος υπερκαταναλωτικός σταρ, ο βασιλιάς των ειρωνικών memes γνωρίζει εκ νέου την εκτίμηση του κοινού, βλέπει να αλλάζει υπέρ του ο άνεμος στο κανιβαλιστικό νησί των social media.

Στο Unbearable Weight of Massive Talent που κυκλοφόρησε φέτος ο Κέιτζ υποδύεται μια εναλλακτική εκδοχή του εαυτού του, η οποία αποδέχεται την οικονομική πρόταση ενός εκκεντρικού εκατομμυριούχου να περάσουν μαζί ένα Σαββατοκύριακο. Η φαν κοινότητα, που σκύλεψε το «πτώμα» του ηθοποιού την περίοδο της άνευ ποιοτικού φίλτρου εργασιομανίας του, βρέθηκε να αποθεώνει τον «ακομπλεξάριστο» Nick fucking Cage, όπως ακούγεται να αποκαλεί και ο ίδιος τον εαυτό του(!) στη μεταμοντέρνα κωμωδία.

Η αλήθεια είναι ότι ο Κέιτζ είχε να αντιμετωπίσει την καχυποψία του κλάδου και του κοινού από το ξεκίνημά του. Ως γιος του μεγάλου αδελφού του Φράνσις Φορντ Κόπολα και κάποιος που έκανε το ντεμπούτο του σε ταινία του θείου, έπρεπε να αποδείξει ότι δεν είναι ακόμα ένα ζωντανό επιχείρημα κατά του νεποτισμού. Αφήστε που ο Κόπολα είχε εκνευρίσει πολλούς στο Χόλιγουντ.

Όπως λέει και ο ίδιος στο commentary του τρίτου «Νονού», «για να σε πονέσουν, θα χτυπήσουν εκεί που αγαπάς περισσότερο», αναφερόμενος στην ολομέτωπη επίθεση του Τύπου στην κόρη του Κόπολα, Σοφία, που ανέλαβε τον ρόλο της θυγατέρας του Μάικλ Κορλεόνε όταν η Γουινόνα Ράιντερ αποχώρησε τελευταία στιγμή. Οπότε, ως μέλος της οικογενείας, ο Κέιτζ ήταν υπό επιτήρηση.

Με το βλέμμα να γυαλίζει διαρκώς, ο Κέιτζ δίνει την αίσθηση μιας εκκεντρικής προσωπικότητας –ενός παλαβού, κοινώς– που βρίσκεται πάντα αλλού, ενώ στην πραγματικότητα είναι πολύ εκεί όταν δουλεύει.

Ήδη από το Rumble Fish, πάντως, και τη σκηνή μπροστά στην τζαμαρία, όπου ενημερώνει τον Ματ Ντίλον για την πρόθεσή του να αναλάβει τα ηνία της συμμορίας, βλέπεις ότι υπάρχει κάτι «ατίθασο» σ’ αυτόν τον νεαρό ηθοποιό που προφέρει τις συλλαβές μια ταχύτητα πιο κάτω. Ακολούθησαν μεγαλύτεροι ρόλοι στις ταινίες του Κόπολα, το Birdy, το Moonstruck και, βέβαια, σε δυο μαύρες κωμωδίες που μας έδωσαν τα πρώτα δείγματα αυτού του μανιακού υποκριτικού κρεσέντου που σήμερα ορίζουμε ως ερμηνεία Κέιτζ: το κοενικό, καρτουνίστικο Raising Arizona και το Vampire’s Kiss, από το οποίο προέκυψε το διασημότερο meme με το πρόσωπο του ηθοποιού.

Καθώς μπαίνουμε στη νέα δεκαετία και γίνεται το μπαμ του Wild at Heart του Ντέιβιντ Λιντς, ο Κέιτζ θα γίνει ένας εναλλακτικός σταρ, αυτός που θα προσληφθεί όταν παραγωγοί και σκηνοθέτες αναζητούν έναν οριακό πρωταγωνιστή μακριά από το clean-cut πρότυπο της εποχής. Έχει σειρά από ατυχείς επιλογές μέσα στην πενταετία, με το περιστασιακό Red Rock West να βελτιώνει τη φιλμογραφία του, μέχρι που έρχεται το Leaving Las Vegas και το ψυχωμένο πορτρέτο μιας ρομαντικής, αυτοκαταστροφικής φιγούρας για να τον βάλει για τα καλά στον χάρτη και να του δώσει και ένα Όσκαρ. Ο Κέιτζ είναι πια ο βασιλιάς του κόσμου, όπως θα έλεγε λίγα χρόνια μετά και ο Ντι Κάπριο στην κουπαστή του «Τιτανικού».

Κάπου εκεί βρίσκεται το σημείο τομής για την καριέρα του ηθοποιού και τη σχέση του με το κοινό. Αντίθετα με μια εγκατεστημένη στη συνείδηση του κοινού αντίληψη ότι ο Κέιτζ εξαργύρωσε την οσκαρική του φήμη με το Rock του Μάικλ Μπέι, ο ηθοποιός είχε ξεκινήσει τα γυρίσματα της ταινίας πολύ πριν από την ανακοίνωση της υποψηφιότητας και τη νίκη του.

Με την ταινία του Μπέι ο Κέιτζ θα γίνει μια μορφή αναγνωρίσιμη σε εκατομμύρια σινεφίλ. Θα ακολουθήσουν άλλα δύο έργα στη σειρά που θα αποτελέσουν αναπόσπαστα κομμάτια του fanboy κανόνα, το Con Air και το Face/Off. Μέσω αυτών των ταινιών τού δίνεται η δυνατότητα να αφουγκραστεί τις υποσυνείδητες ερμηνευτικές ορμές του, να ζωγραφίσει με αυτές σε μεγαλύτερο καμβά και να γίνει ένας αγαπημένος ήρωας δράσης της fanboy κοινότητας.

 

Με το βλέμμα να γυαλίζει διαρκώς, ο Κέιτζ δίνει την αίσθηση μιας εκκεντρικής προσωπικότητας –ενός παλαβού κοινώς– που βρίσκεται πάντα αλλού, ενώ στην πραγματικότητα είναι πολύ εκεί όταν δουλεύει. Το κυρίαρχο στοιχείο της ερμηνείας του είναι εκείνο της παρόρμησης. Υιοθετεί μια τζαζίστικη προσέγγιση της υποκριτικής, λατρεύει το over the top σολάρισμα.

Κάποιες φορές αυτό καταλήγει να καπελώσει την ταινία, να γίνει unfair προς τους συμπρωταγωνιστές του και να δώσει την αίσθηση της έπαρσης, μιας ίσως ασυνείδητης πεποίθησης ότι αυτό στο οποίο παίζει δεν είναι αντάξιο του μεγέθους του και ότι πρέπει να το ανεβάσει, ανεβάζοντας και τα ντεσιμπέλ, πυροδοτώντας, θαρρείς, κάποιον εσωτερικό εκρηκτικό μηχανισμό.

Πάντα πιστεύαμε ότι κάποτε το κεφάλι του Κέιτζ θα πάρει φωτιά, αυτό τελικά συνέβη δις στις περιπέτειες του Ghost Rider. Αυτή του η πρακτική κάποιες φορές είναι καλή, γιατί δεν ξέρεις τι να περιμένεις από τον ηθοποιό στο επόμενο λεπτό και γιατί μπορεί, χάρη σ’αυτή, να αντλήσεις ένα ερμηνευτικό στιγμιότυπο από εκείνα που κουβαλάς μια ζωή, κι άλλες πάλι νιώθεις ότι κοροϊδεύει, μαζί με την ταινία, τους συνεργάτες του κι εσένα μαζί.

Για τον σκηνοθέτη δύο δρόμοι υπάρχουν. Ο ένας είναι να στήσει ένα εξίσου εξωφρενικό φιλμικό περιβάλλον και να εξαπολύσει εντός του τον μαινόμενο Κέιτζ. Ο Βέρνερ Χέρτσοκ το κατάλαβε, γι’ αυτό το Bad Lieutenant: Port of Call New Orleans είναι η καλύτερη ταινία της ύστερης φιλμογραφίας του και περιέχει μια ερμηνεία-κόσμημα από τον πρωταγωνιστή.

Ο άλλος είναι να τον πείσεις ότι κάνεις κάτι σοβαρό και ότι πρέπει να λειτουργήσει ως μέρος της ομάδας. Όπως θα λέγαμε στο ποδόσφαιρο, τον πείθεις να αφήσει τις πολλές ντρίμπλες και να δώσει την πάσα στον ελεύθερο επιθετικό για να σκοράρει, αντί να δοκιμάσει να περάσει μόνος του τον τερματοφύλακα και να μπει με την μπάλα στα δίχτυα. Και κάπως έτσι θα πάρεις από τον Κέιτζ ερμηνείες σαν αυτή που πήρε ο Βερμπίνσκι στο άδικα ξεχασμένο Weather Man ή ο Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν στο Joe.

Αν ο Κέιτζ συνέχιζε να ακολουθεί μια καριέρα απαρτιζόμενη από ταινίες σαν τις δύο προαναφερθείσες, η φαν κοινότητα θα τον άφηνε στην ησυχία του. Η συμμετοχή του όμως στην τριπλέτα The Rock - Con Air - Face/Off τον έκανε ορατό σε αυτήν, με την ενσάρκωση του κόμικ ήρωα Ghost Rider σε δυο ταινίες που αποδείχθηκαν άθλιες να μη βοηθά την κατάσταση.

Αν πρέπει να εντοπίσουμε το σημείο από το οποίο ξεκίνησε η πτώση, μάλλον είναι το ριμέικ του Wicker Man διά χειρός Νιλ Λα Μπιουτ. Ο Κέιτζ βλέπει σ’ αυτό μια μαύρη κωμωδία και στον χαρακτήρα έναν κοενικό ηλίθιο και παίζει με τη μηχανή στο 300, έχοντας δει, φυσικά, και το sui generis πρωτότυπο, καθώς ανήκει στην αξιαγάπητη μειονότητα των σταρ που βλέπουν πάρα πολύ σινεμά και ενδιαφέρονται για την ιστορία του μέσου.

Ο Λα Μπιουτ, από την άλλη, επιχειρεί μια straight, υποβλητική ταινία τρόμου, χωρίς καν να ξέρει τους κώδικες του είδους. Κάποιος από τους δύο έπρεπε να αλλάξει ρότα, αυτό δεν συνέβη και κάπως έτσι η ατάκα  «the bees, not the bees», που φαίνεται γελοία (και) λόγω κάκιστης δουλειάς στο post-production, ακολουθεί τον ηθοποιό μέχρι σήμερα, κερδίζοντας μια μόνιμη θέση σε βιντεο-λίστες «κακής υποκριτικής». 

Την ίδια περίοδο οργιάζουν τα δημοσιεύματα για τη σπάταλη ζωή του πρωταγωνιστή. Νησιά στις Μπαχάμες, απίθανες και δαπανηρές αγορές, όπως ένα κρανίο τυραννόσαυρου, το οποίο επέστρεψε στις Αρχές χωρίς τον αντιλογισμό της δαπάνης του, επειδή είχε κλαπεί από ανασκαφές στη Μογγολία, και τρία ακριβά διαζύγια τον έφεραν στο χείλος της οικονομικής καταστροφής.

Τα tabloids βρήκαν το επόμενο θύμα τους, με τον ίδιο τον Κέιτζ να πρέπει να δουλέψει περισσότερο για να καλύψει το χρέος και να στρέφεται σε εκείνο το παράλληλο, γκρίζο κύκλωμα κινηματογραφικής παραγωγής που στοχεύει στην αγορά του VOD και ξοδεύει όλο το μπάτζετ της ταινίας στην προσέλκυση ονομάτων που θα διασφαλίσουν την πώλησή της σε περισσότερες αγορές.

Υπάρχουν χρονιές που ο Κέιτζ συμμετέχει σε πέντε ταινίες τον χρόνο. Αν προλάβαινε, θα έκανε ακόμα περισσότερες. Για quality control ούτε λόγος, η παρηγοριά του είναι ότι σε αυτές τις ταινίες μπορεί να κάνει ό,τι θέλει. Εκείνες οι αδιανόητα over the top λήψεις που συχνά κατέληγαν στο δωμάτιο του μοντάζ εδώ καταλήγουν στο τελικό cut – άλλωστε, δεν υπάρχει χρόνος για πολλές λήψεις σε τέτοιες παραγωγές.

Οι περιστασιακές του εμφανίσεις σε στουντιακά φιλμ –η φωνητική του ερμηνεία στο Croods π.χ.– τον κρατούν (σχετικά) ζωντανό στα μάτια των ανθρώπων της βιομηχανίας, αλλά για τους περισσότερους είναι ο ξεπεσμένος, υπερχρεωμένος σταρ και για τα social media ο περίγελος της αυλής, το ζωντανό ανέκδοτο της υποκριτικής, το λάθος του Θεού.

Ο ίδιος θα παραδεχτεί σε μεταγενέστερη συνέντευξή του ότι έπαιξε μεν σε κακές ταινίες, αλλά, όπως θα συμπληρώσει χαρακτηριστικά, «I never phoned it in, man». Και έχει δίκιο. Για την επαγγελματική του ευσυνειδησία δεν μπορεί να τον κατηγορήσει κανείς.

Δεν στέκεται και τυχερός πάντως. Θα συνεργαστεί π.χ. και με τον Πολ Σρέιντερ αυτό το διάστημα, αλλά θα συμβεί σε δύο από τις χειρότερες ταινίες του σκηνοθέτη – η σκηνή με την κέτσαπ και τη μουστάρδα στο Dog Eat Dog μάς στοιχειώνει μέχρι σήμερα.

Ε, κάποια στιγμή η τύχη τού χαμογέλασε κι αυτό συνέβη στην περίπτωση της Mandy. Βγαλμένη από ένα υγρό hard rock όνειρο με την αντίστοιχη εικονογραφία, η δημιουργία του Πάνος Κοσμάτος θα του δώσει εκείνο το μεταμεσονύκτιο hit που θα τον καταστήσει και πάλι αρεστό στη fan κοινότητα.

Έχει, μάλιστα, και μια σκηνή οδύνης από άλλο πλανήτη, ένα τρίλεπτο ρεσιτάλ οδυρμού, όπου παρακολουθείς με σηκωμένη την τρίχα έναν άνθρωπο να χάνει την ανθρώπινη υπόστασή του και να μετατρέπεται σε ένα κτήνος που θα κινείται πια με μοναδικό ένστικτο εκείνο της εκδίκησης.

Ξαφνικά, ο Κέιτζ γίνεται η παρεξηγημένη ιδιοφυΐα. Τα περιπαιχτικά memes ετών θα λειτουργήσουν απενοχοποιητικά, το ίδιο στοιχείο της υποκριτικής του που αποτέλεσε αντικείμενο χλευασμού τώρα επαινείται. Tα πάντα είναι ζήτημα προοπτικής και μερικών retweets, λέει μια παλιά κινέζικη παροιμία, και κάπως έτσι ο Κέιτζ μετατρέπεται και πάλι σε κινηματογραφικό ήρωα. Επί της ουσίας δεν άλλαξε κάτι τόσο συνταρακτικό.

Η εργασιομανία του συνεχίζεται, το 2019 προστέθηκε κι άλλο ένα διαζύγιο στο βιογραφικό του, παρ’ όλα αυτά το χρέος έχει σχεδόν αποπληρωθεί, κάνοντάς σε να ελπίζεις ότι θα μπει ένα στοιχειώδες ποιοτικό φίλτρο στις μελλοντικές επιλογές του.

Στο μεταξύ, θα έρθει και το Pig, μια ταινία που ξεκινά ως ταινία εκδίκησης για να καταλήξει ένα υποβλητικό, μη διδακτικά ανθρωπιστικό ταξίδι που βάζει περήφανα το λιθαράκι του στον κανόνα του κινηματογραφικού υπαρξισμού. Στην ταινία ο Κέιτζ ακολουθεί αντίστροφη πορεία από εκείνη στη Mandy, επιστρέφοντας σταδιακά από τη φύση στους ανθρώπους, και αποκτά για πρώτη φορά έναν έλεγχο του ρυθμού και μια επιβολή εντός του κάδρου αλά Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν.

Είναι κρίμα που το Unbearable Weight of Massive Talent στέκεται σχεδόν αποκλειστικά σε εκείνο το μέρος της φιλμογραφίας του που ανήκει στην ποπ κουλτούρα και  παραλείπει τον «άλλο Κέιτζ», όπως κρίμα είναι και που ξεμένει από καύσιμα στα μισά της διαδρομής και εστιάζει αποκλειστικά στην εξυπηρέτηση της action περσόνας του. Βοηθά, όμως, στη συντήρηση της καλής θέλησης των social media απέναντι στον ηθοποιό, υποστηρίζει το αφήγημα της μεγάλης επιστροφής και ίσως συμβάλλει και στην επαναφορά του σε ταινίες υψηλότερου καλλιτεχνικού βεληνεκούς.

Ας μην ξεχνάμε ότι κάποτε δούλευε με Κόπολα, Ντε Πάλμα και Σκορσέζε – του έχει ξεφύγει ένας από τους ενεργούς γενειοφόρους της πεντάδας που άλλαξε το Χόλιγουντ στα '70s, αλλά ποτέ δεν είναι αργά.

Ακόμα, όμως, κι αν δεν τα φέρει έτσι η ζωή και συνεχίσει σε αυτόν τον παραγωγικό, ποιοτικά ανερμάτιστο δρόμο που βαδίζει εδώ και μία δεκαετία, ξέρουμε ότι ο ίδιος θα παραμείνει το παιδί που κατέφευγε στη φαντασία του για να διασκεδάσει τον εαυτό του όσο η μαμά έλειπε σε ψυχιατρικές κλινικές – η χορεύτρια μητέρα του έπασχε από σχιζοφρένεια.

Γι’ αυτό οι ερμηνείες του θα εξακολουθήσουν να έχουν αυτή την παιδική υπερβολή, αυτόν τον larger than life τρόπο που μιλούσαν και συμπεριφέρονταν διά του στόματός μας οι πλαστικές φιγούρες στο παιχνίδι μας, όταν ήμασταν παιδιά. Και πού και πού ίσως να προκύπτει και κανένα Pig, για να μας θυμίζει τι μπορεί να κάνει όταν πέσει στο κατάλληλο σενάριο και στον κατάλληλο σκηνοθέτη.