ΠΑΝΤΑ ΕΙΧΑΜΕ, ΚΑΙ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΟΥΜΕ να τρέφουμε, ένα κόμπλεξ κατωτερότητας όσον αφορά την πενιχρή «εθνική» μας εκπροσώπηση (δευτερότριτης γενιάς έστω) στο σύστημα του Χόλιγουντ.
Τι να σου κάνει ένας Κασαβέτης, μόνο οι σκληροί σινεφίλ τον εκτιμούσαν πραγματικά. Οι άλλοι είχαν τον Ντε Νίρο και τον Πατσίνο και τόσους άλλους μέχρι σήμερα, κι εμείς ποιους; Τον Τζον Στάμος, τη Μαρία Μενούνος και τη Νία Βαρντάλος.
Έχουμε να λέμε, πάντως, για τον σπουδαίο και εν πολλοίς υποτιμημένο Ζακ (Ζαχαρία) Γαλυφιανάκη, ο οποίος είχε ορκιστεί να μην αλλάξει ποτέ ούτε γράμμα από το κραυγαλέα «αντιεμπορικό» επώνυμό του προς τιμήν του θείου του, προοδευτικού πολιτευτή των Δημοκρατικών στη Βόρεια Καρολίνα (και εκπροσώπου της πολιτείας στο Κογκρέσο από το 1967 ως το 1973), Nick Galifianakis, ο οποίος λουζόταν τακτικά τη ρατσιστική χλεύη των αντιπάλων του εξαιτίας της καταγωγής του. «Από τότε μισώ τη δεξιά», είχε πει ο Ζακ.
Ένα κλασικό στερεότυπο του Έλληνα στο Χόλιγουντ είναι αυτό του βαρβάτου εραστή. Ένα άλλο είναι του μεγιστάνα-μαφιόζου. Και τα δύο στοιχεία τα διέθετε ο χαρακτήρας του Victor Kiriakis στην οδύσσεια ίντριγκας και παθών που υπήρξε εδώ και μία αιωνιότητα η διάσημη αμερικανική σαπουνόπερα «Μέρες της ζωής μας» – ρόλος τον οποίο υπηρέτησε ο Τζον Άνιστον για τριάντα πέντε χρόνια
Έχουμε βέβαια, τρόπον τινά έστω, την Τζένιφερ Ιωάννα Άνιστον, παρότι εκείνη είχε κωλώσει να διατηρήσει ακέραιο το ελληνικό της επίθετο, όπως της είχε υπενθυμίσει ο Γαλυφιανιάκης, όταν την είχε προσκεκλημένη σε ένα ακόμα σπαρταριστό επεισόδιο της σατιρικής σειράς του «Between two ferns».
Φυσικά αστειευόταν, αφού το επίθετο το είχαν μεταλλάξει πολλές δεκαετίες πριν ο παππούς και η γιαγιά Αναστασάκη, όταν έφτασαν από τα Χανιά στην Αμερική, με τον μπαμπά της βρέφος ακόμα. Άνιστον ήταν πλέον το επίθετο και μ’ αυτό έκανε καριέρα ως ηθοποιός και ο πατέρας της Τζένιφερ που πέθανε προχθές στα 89 του, λίγους μήνες αφού είχε πάρει το βραβείο Emmy για τη συνολική προσφορά του στο τηλεοπτικό μέσο.
Ένα κλασικό στερεότυπο του Έλληνα στο Χόλιγουντ είναι αυτό του βαρβάτου εραστή. Ένα άλλο είναι του μεγιστάνα-μαφιόζου. Και τα δύο στοιχεία τα διέθετε ο χαρακτήρας του Victor Kiriakis στην οδύσσεια ίντριγκας και παθών που υπήρξε εδώ και μία αιωνιότητα η διάσημη αμερικανική σαπουνόπερα «Μέρες της ζωής μας» («Days of our lives») – ρόλος τον οποίο υπηρέτησε ο Τζον Άνιστον για τριάντα πέντε χρόνια (από το 1987 μέχρι και τον θάνατό του σχεδόν) και για 3.782 επεισόδια.
Αυτό θα πει σθένος, επαγγελματισμός και συνεπής βιομηχανική εργασία. Του αξίζει να τον εκτιμήσουμε περισσότερο ως εκπρόσωπο της πατρίδας στη μεγάλη βιομηχανία του θεάματος.
Εδώ, βέβαια, δεν είχαμε εκτιμήσει όσο του άξιζε ως ηθοποιό (στο σινεμά) τον Τέλυ (ή Τέλη) Σαβάλα, φίλο καρδιακό του Τζον Άνιστον και νονό της Τζένιφερ, παρότι υπήρξε μια εποχή στα ’70s που ως Κότζακ ήταν πιο αναγνωρίσιμος στα πέρατα της υφηλίου από τον Ντε Νίρο και τον Πατσίνο.
«Όλοι πρέπει να έχουν και λίγο Έλληνα μέσα τους», έλεγε συχνά ο Κότζακ με αυτήν τη χαρακτηριστικά νωχελική, αλλά συγχρόνως στιβαρή και υποψιασμένη εκφορά του Σαβάλα. «Ο Τέλυ Σαβάλας μπορεί να κάνει την κακή αργκό να ακούγεται σαν καλή αργκό και την καλή αργκό να ακούγεται σαν λυρική ποίηση», είχε γράψει κάποτε για τον ηθοποιό ως κριτικός του «Observer» ο συγγραφέας Κλάιβ Τζέιμς. «Δεν έχει να κάνει με το ποιος είναι αλλά με τον τρόπο που μιλάει».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO