ΑΝ Ο ΦΛΟΜΠΕΡ χρησιμοποίησε το πηλήκιο του Κάρολου Μποβαρί στη Μαντάμ Μποβαρί ως έναν τρόπο προσέγγισης μιας κοσμοαντίληψης, ο Άντονι Μάρα καταφεύγει στα περουκίνια του παραγωγού της χολιγουντιανής εταιρείας «Mercury Pictures» για να αποκαλύψει από τις πρώτες σκηνές την κωμική όψη ενός μεγάλου ιστορικού δράματος: ο κινηματογραφικός παραγωγός-πρωταγωνιστής του βιβλίου δίνει στα περουκίνια του μικρά ονόματα, όπως συνηθίζουν να κάνουν οι ιδιοκτήτες κατοικιδίων στα ζώα τους, ως μια ένδειξη του αρρωστημένου ναρκισσισμού που χαρακτήριζε τους φιλόδοξους κροίσους που έστησαν την πιο ισχυρή κινηματογραφική βιομηχανία στον κόσμο ανάμεσα σε αιματηρά γεγονότα και πολέμους.
Με άλλα λόγια, από τις πρώτες σκηνές του 600 σχεδόν σελίδων «H Mercury παρουσιάζει» είναι προφανές ότι το κωμικό στοιχείο θα είναι το αντίβαρο του τραγικού μέρους μιας ιστορίας γεμάτης από τραυματισμένες ψυχές, απώλειες και προδοσίες.
Είναι σαφές πως πίσω από τη σκοτεινή ιστορία του Χόλιγουντ που αφηγείται ο Μάρα στο «H Mercury παρουσιάζει» κρύβονται φαινόμενα που οδήγησαν στο κίνημα του Black Lives Matter (ακόμα και αν δεν υπάρχει στο προσκήνιο) και κάτω από την κυρίαρχη χρήση της εξουσίας ως μέσου εξόντωσης των αδυνάτων βρίσκεται η πιο σκληρή εκδοχή της Αμερικής του Τραμπ.
Τα πιο σκοτεινά κεφάλαια της εξουσίας και το διαρκές κυνήγι που στήνεται γύρω της, άλλωστε, είναι κυρίαρχα στα βιβλία του Μάρα, ο οποίος τόλμησε, μόλις ολοκλήρωσε τις σπουδές του, να μεταβεί στο σκληρό πολεμικό σκηνικό της Τσετσενίας στην προσπάθειά του να καταλάβει τις κρυφές πτυχές της Ιστορίας.
Στα τριάντα του χρόνια είχε αντιληφθεί ήδη τι σημαίνει πολεμική μηχανή στα μέτωπα της Ρωσίας και στην Κεντρική Ευρώπη, συγγράφοντας τα πολυβραβευμένα βιβλία Αστερισμός Ζωτικών Φαινομένων και Ο τσάρος της αγάπης και της τέκνο, και τώρα, πριν ακόμα κλείσει τα σαράντα, αποφάσισε να περιγράψει μέσα από ένα σύγχρονο μυθιστορηματικό έπος το άγνωστο σκηνικό των απηνών διώξεων και του ρατσισμού που δεσπόζουν ακόμα στην καρδιά της πατρίδας του.
Είναι σαφές πως πίσω από τη σκοτεινή ιστορία του Χόλιγουντ που αφηγείται ο Μάρα στο «H Mercury παρουσιάζει» κρύβονται φαινόμενα που οδήγησαν στο κίνημα του Black Lives Matter (ακόμα και αν δεν υπάρχει στο προσκήνιο) και κάτω από την κυρίαρχη χρήση της εξουσίας ως μέσου εξόντωσης των αδυνάτων βρίσκεται η πιο σκληρή εκδοχή της Αμερικής του Τραμπ.
Όσον αφορά την πλοκή, η ιστορία ξεκινάει με την περιγραφή όλων όσα συμβαίνουν σε ένα μεσαίο στούντιο παραγωγής, τη Mercury Pictures, με τους δύο ιδιοκτήτες, τα αδέλφια Άρτι και Νεντ Φέλντμαν, να προσπαθούν να κρύψουν τη μεταξύ τους έχθρα, παίζοντας παράλληλα διάφορα υπόγεια παιχνίδια με τις τράπεζες, τα μεγάλα στούντιο και την κεντρική κυβέρνηση.
Ξεπερνώντας τους σκοπέλους του κυρίαρχου κώδικα λογοκρισίας, μαθαίνουν πόσο άμεσα συνδεδεμένοι είναι οι μηχανισμοί λειτουργίας των αμερικανικών στούντιο με την εξουσία και αυτό αποφασίζουν να το εκμεταλλευτούν στο έπακρο, γυρίζοντας, μετά τα φτηνά ντοκιμαντέρ, όπως αυτό για τη σύφιλη με τον ευφάνταστο τίτλο Τι πήρα από τον σύζυγό μου(!), προπαγανδιστικές ταινίες με αντίστοιχα «επιμορφωτικά» φιλοπολεμικά θέματα.
Κεντρικά πρόσωπα στον τρόπο λειτουργίας και «ανάπτυξης» της εταιρείας είναι, εκτός από τον Άρτι Φέλντμαν, η φαινομενικά πιστή γραμματέας του, Μαρία Λαγκάνα, η οποία στρέφεται κάποια στιγμή εναντίον του, όταν αρνείται να τη χρίσει παραγωγό. Η ίδια έχει, με τη σειρά της, τα δικά της μυστικά και κυρίως έντονες τύψεις γιατί από ένα εφηβικό της ατόπημα και εσφαλμένη εκτίμηση συνελήφθη ο ιδεαλιστής δικηγόρος πατέρας της, Τζουζέπε, και έμεινε έκτοτε να εκτελεί τα αντιστασιακά του χρέη στα κρυφά ως εξόριστος-confinato στο Σαν Λορέντζο, ένα χωριό της Καλαβρίας, για να εξαφανιστεί στη συνέχεια για πάντα.
Μέχρι τότε, όμως, συνέχισε τα ανδραγαθήματα, π.χ. έσωσε κάποια στιγμή ένα παιδί, τον Νίνο, από βέβαιο πνιγμό, ο οποίος, μεγαλώνοντας, θα καταφέρει να το σκάσει για την Ιταλία ως Βίνσεντ Κορτέζε, αφήνοντας πίσω του, εκτός από τον δύσμοιρο Τζουζέπε, και τη μητέρα του νεκρού, του οποίου την ταυτότητα υιοθέτησε στην Αμερική.
Σε αντίστοιχη μοίρα, δηλαδή, με τη συμπατριώτισσά του και κόρη του δεύτερου πατέρα του, που τον μεγάλωσε, τη Μαρία, ο Βίνσεντ θα φέρει για πάντα τις τύψεις της προδοσίας, όπως και οι περισσότεροι πρωταγωνιστές του βιβλίου που έχουν αφήσει πίσω τους συγγενείς και πονεμένες ιστορίες.
Χαρακτηριστική είναι, επίσης, η Άννα Βέμπερ, μια ταλαντούχα μινιατουρίστα που έφυγε από τη Γερμανία, εγκαταλείποντας ουσιαστικά τον γιο της, ο οποίος πρωταγωνιστούσε σε προπαγανδιστικές ταινίες των ναζί, και βρέθηκε να στήνει τεράστιες πόλεις-αντίγραφα αυτών που είχαν καταλάβει οι διώκτες της στο Χόλιγουντ, φορώντας στον λαιμό της ένα μενταγιόν με μαλλιά του Μπετόβεν και κουβαλώντας παντού μαζί της μια χελώνα στολισμένη με στρας (στο βιβλίο εξηγείται ακριβώς το γιατί).
Με την αλλόκοτη Γερμανίδα καταλήγει να κάνει παρέα ο Ιταλός φωτογράφος και μετέπειτα οπερατέρ Βίνσεντ, βρίσκοντας στο πρόσωπό της τη χαμένη του μητέρα και συμπληρώνοντας το παζλ των παράδοξων και άκρως αντιφατικών σχέσεων που στήνει ο συγγραφέας στην προσπάθειά του να καταδείξει τι σημαίνει ουσιαστική ανθρωπιά, πέρα από ιδεολογικές συγκρούσεις και πολιτικές αγκυλώσεις.
Και αυτή ακριβώς είναι που αναδεικνύεται εκεί όπου κανείς δεν το περιμένει: στη συμπάθεια του Ιταλού αστυνομικού, ο οποίος επιτρέπει στον Βίνσεντ να το σκάσει, αντί να τον συλλάβει, στην πραγματική αγάπη της Ιταλίδας Μαρίας και του Κινέζου συντρόφου της Έντι, ενός ετερόκλητου ζευγαριού που έχει μάθει να σκέφτεται έξω από τις μικροαστικές, ρατσιστικές κατηγορίες.
Σε αυτούς, άλλωστε, όπως και στους ελάσσονες χαρακτήρες που έγιναν βορά στο αμερικανικό όνειρο ρίχνει το φως ο Μάρα, αποκαλύπτοντας, παράλληλα με τον μηχανισμό προπαγάνδας, και τη συνωμοσιολογική παράνοια που κατέλαβε την Αμερική λίγο μετά την κήρυξη του πολέμου κατά της Γερμανίας και της Ιαπωνίας, την ουσιαστική δύναμη της ανθρωπιάς, της ενσυναίσθησης και της αγάπης, πέρα και έξω από ρομαντικά δεδομένα.
Είναι σοκαριστικός, αλλά ποτισμένος με γενναίες δόσεις χιούμορ ο τρόπος που ο Μάρα ξετυλίγει αυτόν τον καλά στημένο ρατσιστικό ιστό ‒σαν το «υφαντό» στις χειροβομβίδες που λέει ότι έφτιαχναν οι εργάτριες από τη Γερμανία στα εργοστάσια πυρομαχικών‒ που ήταν στημένο στην υποτιθέμενα δημοκρατική ήπειρο της Αμερικής και στο πιο λουστραρισμένο της μέρος, το Χόλιγουντ.
Κάτω από το επιβλητικό «Hollywoodland» και παράλληλα με την πλοκή που εξελίσσεται στους τόπους εξορίας στην Καλαβρία, ο συγγραφέας αποκαλύπτει ένα άλλο απέραντο confino, όπου οι μετανάστες-εργαζόμενοι στην κινηματογραφική βιομηχανία δεν μπορούν να μετακινηθούν παρά μόνο κάποια χιλιόμετρα, πρέπει να επιδεικνύουν χαρτιά νομιμότητας και εν τέλει να δουλεύουν αναγκαστικά στους μηχανισμούς προπαγάνδας, τους οποίους εξυπηρετούσε το Χόλυγουντ με κάθε τρόπο, υποδυόμενοι τους εχθρούς τους.
Έτσι, αντί για μια la la land, συναντάμε μια μελαγχολική έκταση με μισογκρεμισμένα στούντιο, πρόχειρα παραπήγματα και τον άνεμο Σάντα Άνα, που φέρει έντονη την αποφορά του βιομηχανικού πλαστικού, να φυσάει πάνω από τις ατελείωτες ερήμους όπου στήνονται σκηνικά στρατοπέδων συγκέντρωσης και γερμανικών χωριών από καταδιωκόμενους αρχιτέκτονες και ικανούς τεχνίτες οι οποίοι βιώνουν ξανά τον ρατσισμό και τη διαπόμπευση.
«Η ιστορική ακρίβεια δεν εμπόδισε ποτέ τις φαντασιώσεις που παράγει αυτό το μέρος», λέει κάποια στιγμή η Γερμανίδα Άννα, ξέροντας ότι και η ίδια δεν είναι τελικά παρά ένα γρανάζι στην προπαγανδιστική μηχανή που χρησιμοποιεί αυτά τα ταλέντα ως τα καυσόξυλα για τη φωτιά που καίει ακόμα στο ρατσιστικό υπογάστριο της απέραντης ηπείρου.
Παρότι, λοιπόν, το «Η Mercury παρουσιάζει» (σε μεγάλα κέφια ο Αχιλλέας Κυριακίδης στη μετάφραση) δεν έχει την υψηλή λογοτεχνικότητα των δύο προηγούμενων βιβλίων του Μάρα, παρουσιάζει έναν πιο απενοχοποιημένο συγγραφέα που θέλει με ένα επικό και συνάμα απολαυστικό ανάγνωσμα να τσιγκλήσει τις συνειδήσεις και να αποδείξει ότι η ζωή αλλά και η πραγματική Ιστορία έχουν πιο συναρπαστική κινηματογραφική πλοκή από τις ταινίες.
Επιπλέον, μέσα από αυτό το περίτεχνο παιχνίδι πραγματικού-φανταστικού, πρωτότυπου και simulacrum που συνήθως συναντάμε σε θεατρικά έργα όπως το Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας (το οποίο αναφέρεται στο βιβλίο), ο συγγραφέας δείχνει ότι περισσότερο η ζωή μιμείται την τέχνη παρά το αντίθετο.
Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά τι είναι αληθινό και τι ψεύτικο όταν οι ίδιοι οι αστέρες του Χόλιγουντ κάποια στιγμή βρέθηκαν, κυνηγημένοι, να υποδύονται τον εαυτό τους για να ζήσουν ‒ο Μάρα, σε μία από τις πιο ωραίες στιγμές του βιβλίου, αναγκάζει τον άλλοτε πρωταγωνιστή του Δράκουλα, Μπέλα Λουγκόζι, να περιμένει στη στάση του λεωφορείου προσποιούμενος ότι είναι ο σωσίας του‒ ή όταν το πολεμικό σκηνικό στήνεται στον τόπο όπου καλλιεργούνται κατεξοχήν οι ψευδαισθήσεις (η ιστορία, φέρ’ ειπείν με τα γιαπωνέζικα μπαλόνια που βομβαρδίζουν το Λος Άντζελες είναι πραγματική!).
Μέσα, όμως, από τη μίμηση της μίμησης αναδεικνύεται μια παιγνιώδης και την ίδια στιγμή άκρως πολιτική αφήγηση που διαλύει τελικά το κλισέ και το τετριμμένο που αναπαριστούν οι κακότεχνες μυθοπλαστικές αναπαραστάσεις. Όπως έγραφε και ο Φουκό στο κείμενό του για τον Ματίς και το παιχνίδι του simulacrum, σε αυτήν τη μίμηση της μίμησης αναδεικνύεται ακριβώς αυτό το σημείο όπου «ο κοινός τόπος, ένα τετριμμένο ή καθημερινό μάθημα, έχει χαθεί», κάτι που καταφέρνει ο Μάρα. Συμπερασματικά, δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα κανείς πού αρχίζει η πραγματική ιστορία και πού τελειώνει το μυθιστόρημα, πού έγκειται το παιχνίδι της αφήγησης και πού καταργούνται τα όρια, αναδεικνύοντας την ομορφιά της μαγεία.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LIFO.