Σε ηλικία 75 ετών πέθανε χθες η Τζούντιθ Χεϊμάν, η Αμερικανή που αφιέρωσε τη ζωή της στον αγώνα υπέρ των δικαιωμάτων των ανθρώπων με αναπηρία.
Η Τζούντι Χέουμαν έγινε η πρώτη δασκάλα με αναπηρικό αμαξίδιο στην πολιτεία της Νέας Υόρκης.
Σε ηλικία δύο ετών διαγνώστηκε με πολιομυελίτιδα και έκτοτε ξεκίνησε ένας διαρκής αγώνας που κράτησε ως το τέλος της ζωής της. Οι δυσκολίες στο ευρύτερο περιβάλλον της εξαιτίας της αναπηρίας ξεκίνησαν από νωρίς, καθώς μέχρι τα εννιά της χρόνια δεν της επιτρεπόταν η είσοδος στο σχολείο επειδή το αναπηρικό αμαξίδιο χαρακτηρίστηκε «επικίνδυνο για πρόκληση πυρκαγιάς».
«Η αναπηρία γίνεται τραγωδία μόνο όταν η κοινωνία αρνείται να παράσχει εκείνα τα μέσα που θα μας επιτρέψουν να κρατήσουμε στα χέρια μας τα ηνία της ζωής μας» θα δήλωνε σε μια συνέντευξή της το 1987.
Αγώνας δεκαετιών
Γεννημένη το 1947 στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ, η Τζούντιθ Χεϊμάν μεγάλωσε στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης από μια οικογένεια Εβραίων που είχε κυνηγηθεί από τους Ναζί. Σπούδασε λογοθεραπεία στο πανεπιστήμιο του Λονγκ Αϊλαντ και στη συνέχεια έκανε μεταπτυχιακό στη Δημόσια Υγεία στο Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνια.
Ακόμη και με αυτές τις σπουδές, όμως, θα έπρεπε να δώσει μια σκληρή μάχη – μια μάχη που κερδήθηκε στο τέλος – για να γίνει στην πολιτεία της Νέας Υόρκης η πρώτη δασκάλα με αναπηρικό αμαξίδιο.
Η αρχική απόρριψη ανέφερε ως αιτία την «παράλυση και στα δυο κάτω άκρα της». Η Τζούντι Χέουμαν μήνυσε τότε την πολιτεία της Νέας Υόρκης και η υπόθεση πήρε διαστάσεις στον Τύπο. Η Χέουμαν θα εξηγούσε στους New York Times πως, ακόμη και αν το σχολείο δεν είχε ράμπα ή ανελκυστήρα, η ίδια θα μπορούσε να διδάξει σε αίθουσες του ισογείου. Είπε ακόμη πως το ηλεκτρικό της αμαξίδιο της έδινε τη δυνατότητα να κινείται πιο γρήγορα από τους πεζούς συναδέλφους της.
Η εφημερίδα έγραψε στο κύριο άρθρο του φύλλου με ημερομηνία 27 Μαΐου 1970 πως «ο τυφλός μαθητής που κρατά σημειώσεις από μνήμης ή ο παραπληγικός που χρησιμοποιεί αμαξίδιο για να μην χάσει το μάθημά του δείχνουν μια αποφασιστικότητα που ξεπερνάει εκείνη των αθλητών – ηρώων της κοινωνίας μας».
Μπορεί η Χέουμαν να κέρδισε τον διορισμό της, αλλά η νίκη της δεν την απέσπασε από τον αγώνα της. Το 1977 οργάνωσε την κατάληψη, που διήρκησε σχεδόν έναν μήνα, ενός ομοσπονδιακού κτηρίου στο Σαν Φραντσίσκο κερδίζοντας ακόμη μία μάχη: η διαμαρτυρία εκείνη άνοιξε τον δρόμο για τον ADA, τον νόμο υπέρ των δικαιωμάτων των ατόμων με αναπηρία.
Η διαμαρτυρία στο Σαν Φραντσίσκο θεωρείται ως η μεγαλύτερη σε διάρκεια μη βίαιη κατάληψη δημόσιου κτηρίου στην ιστορία των ΗΠΑ. Κι αυτό μολονότι οι συνθήκες ήταν κάθε άλλο παρά φιλικές. Πολλοί από τους καταληψίες δεν είχαν φέρει μαζί τους τις απαραίτητες προμήθειες ή ακόμη και ρούχα για να αλλάξουν. Την ίδια ώρα, οι Αρχές αντιδρούσαν κόβοντας την παροχή νερού και τις τηλεφωνικές επικοινωνίες.
Η αντίδραση δεν τους πτόησε. Οι κωφάλαλοι χρησιμοποίησαν τη νοηματική γλώσσα για να περάσουν τα μηνύματά τους έξω από το κτήριο, ενώ άλλοι κατέφυγαν στην ψυχαγωγία διοργανώνοντας αγώνες με τα αναπηρικά τους αμαξίδια. Στο πλευρό τους είχαν τον δήμαρχο της πόλης, αλλά και τους Μαύρους Πάνθηρες που τους προμήθευαν με τρόφιμα.
Αργότερα, θα ταξίδευε στην Ουάσινγκτον για να συμμετάσχει σε μια ειδική ακρόαση του Κογκρέσου. «Δεν θα επιτρέψουμε άλλο στην κυβέρνηση να καταπιέζει τα άτομα με αναπηρία. Δεν θέλουμε άλλη περιθωριοποίηση» θα έλεγε στους γερουσιαστές της Επιτροπής, ενώ δεν άφησε ασχολίαστη και την αντίδραση ενός από αυτούς: «Θα το εκτιμούσα», του είπε, «εάν σταματούσατε να κουνάτε καταφατικά το κεφάλι σας αφού είναι φανερό πως δεν καταλαβαίνετε για τι πράγμα μιλάω».
Για ακόμη μία φορά, ο δρόμος είχε ανοίξει. Η δεκαετία του 1990 θα την έβρισκε υφυπουργό στις κυβερνήσεις Κλίντον για την ειδική αγωγή και τις υπηρεσίες επανένταξης. Υπηρέτησε και τις κυβερνήσεις Ομπάμα με τον αμερικανό πρώην πρόεδρο να δηλώνει «τυχερός» για τη συνεργασία του μαζί της. Από την ακαταπόνητη δράση και την εμπειρία της γεννήθηκε η αυτοβιογραφία «Το να είσαι η Χέουμαν», αλλά και το βραβευμένο ντοκιμαντέρ «Crip Camp: A disability Revolution».