Η συμφωνία της 21ης Ιουλίου ήταν ένα πολύ καλύτερο deal για τις τράπεζες από ότι για την Ελλάδα την οποία υποτίθεται βοηθά, διαπιστώνουν σε άρθρο τους οι New York Times. To ακόμη σοβαρότερο όμως είναι ότι η Ελλάδα-σύμφωνα με την έγκυρη αμερικανική εφημερίδα-χάνει ένα ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί απέναντι στους πιστωτές της με αυτή τη συμφωνία. Και μάλιστα δεν το χάνει απλώς, το εκχωρεί στους πιστωτές.
Η εφημερίδα συμπεραίνει ότι αυτός είναι και ο λόγος που οι ιδιώτες πιστωτές (μεγάλες ξένες τράπεζες, ασφαλιστικοί οργανισμοί και μικρότεροι διαχειριστές κεφαλαίων), φαίνονται τόσο δεκτικοί στην ανταλλαγή ομολόγων που δρομολογήθηκε με την συμφωνία των Βρυξελλών. Στην ουσία οι κάτοχοι των Ελληνικών ομολόγων εξασφαλίζουν περισσότερα από όσα θα έπαιρναν στην αγορά. Σύμφωνα με τους NY Times η συμφωνία προβλέπει “κούρεμα” 21% στα ελληνικά ομόλογα και αυτό είναι πραγματικά πολύ πιο συμφέρον από τα 50 σεντς ανά ευρώ που διαπραγματεύονται στις αγορές τα χαρτιά της Ελλάδας.
Το “ζουμί” όμως του δημοσιεύματος είναι στο σημείο που λέει ότι στη συμφωνία υπάρχει και ένα “μπόνους” για τους τραπεζίτες, μπόνους που πέρασε στα “ψιλά γράμματα” της συμφωνίας των Βρυξελλών. Τα νέα ομόλογα που θα πάρουν οι τράπεζες θα εμπίπτουν στη διεθνή νομοθεσία και όχι στην ελληνική, στην οποία εμπίπτουν αυτά που ανταλλάσσονται. Αυτό σημαίνει ότι σε περίπτωση στάσης πληρωμών από την Ελλάδα ενισχύεται κατά πολύ η διαπραγματευτική ισχύς των ομολογιούχων και αποδυναμώνεται-επίσης κατά πολύ- η αντίστοιχη ισχύς της Ελλάδας.
Το πράγμα είναι πολύ απλό. Αφού τα νέα “κουρεμένα” ομόλογα δεν θα ελέγχονται πλέον από τον ελληνικό νόμο, η Ελλάδα δεν θα έχει πια την ευελιξία να αλλάξει τις συμβάσεις ομολόγων και να εξασφαλίσει μια πιο ευεργετική συμφωνία αναδιάρθρωσης, ξεπερνώντας τις αντιρρήσεις των ξένων πιστωτών της.
Για παράδειγμα,γράφουν οι NYT, η Βουλή των Ελλήνων θα μπορούσε να ψηφίσει ένα νόμο, που θα της επιτρέψει να προωθήσει μια συμφωνία αναδιάρθρωσης με την υποστήριξη της απλής πλειοψηφία του 51 τοις εκατό των πιστωτών - σε αντίθεση με το 75 τοις εκατό που απαιτείται από την πλειονότητα των διεθνών συμβάσεων. Πιο δραστικά, θα μπορούσε απλά να αρνηθεί να πληρώσει και να το αφήσει στους πιστωτές να ζητήσουν αποζημίωση σε ελληνικά δικαστήρια. Δεν θα βρισκόταν δηλαδή η Ελλάδα στη θέση χωρών όπως η Αργεντινή, η Ουρουγουάη ή η Ρωσία στις οποίες η διαπραγμάτευση του χρέους περνούσε μέσα από την νομοθεσία της Βρετανίας ή των Η.Π.Α δίνοντας το “πάνω χέρι” στους πιστωτές.
Εμπειρογνώμονες του χρέους, γράφουν οι NYT , έχουν από καιρό υποστηρίξει ότι αυτή η νομική ιδιορρυθμία έδινε ένα ισχυρό διαπραγματευτικό πλεονέκτημα στην Ελλάδα, στην προσπάθεια μείωσης των οφειλών της. Ο Lee G. Buchheit, ένας βετεράνος δικηγόρος του χρέους στο γραφείο “Cleary Gottlieb Steen & Hamilton”, σε ένα έγγραφο που συνέταξε το 2010 σχετικά με το πώς η Ελλάδα θα μπορούσε να αναδιαρθρώσει το χρέος της, σημείωνε: «Καμία άλλη χώρα οφειλέτης στη σύγχρονη ιστορία δεν ήταν σε θέση να επηρεάσει αισθητά το αποτέλεσμα της αναδιάρθρωσης του χρέους, αλλάζοντας τα χαρακτηριστικά του νόμου από τους οποίους διέπονται σε συντριπτικό ποσοστό, αυτές οι συμβάσεις”.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι με τα νέα “κουρεμένα” ομόλογα η Ελλάδα έχει χάσει ένα ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί, καταλήγουν οι New York Times. Αν τα πράγματα είναι έτσι, όπως τα περιγράφουν οι NYT, το ερώτημα που γεννάται είναι γιατί η ελληνική κυβέρνηση έδωσε στα χέρια των πιστωτών της, το πιο ισχυρό διαπραγματευτικό της χαρτί.