Η ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ως γνωστόν, πήγε καλά σχεδόν παντού εκτός από τον νομό Ροδόπης και την εκεί μειονότητα. Αυτό μαζί με την προσπάθεια να χτιστεί μια ατζέντα ελκυστική για συντηρητικά ακροατήρια –ιδίως στη Βόρειο Ελλάδα– οδηγεί σε λόγια και κινήσεις που θυμίζουν παλιούς κομματάρχες και τα τεχνάσματά τους. Στόχος φαίνεται να είναι η αξιοποίηση των εθνικών αντανακλαστικών για την αύξηση της εμπιστοσύνης στην «πρόταση σταθερότητας» του Κυριάκου Μητσοτάκη και τη μεγαλύτερη απονομιμοποίηση του αντιπάλου, του ΣΥΡΙΖΑ.
Αν έβαζα εδώ τελεία, προσθέτοντας μάλιστα και μια καταγγελία για την ανεύθυνη χρήση της μειονότητας για κομματικούς σκοπούς, οι φίλοι και οπαδοί της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα ήταν εξαιρετικά ευχαριστημένοι.
Ανεξάρτητα όμως από τις δεύτερες σκέψεις και την τακτική της κυβέρνησης, δεν μπορώ να καταλάβω και την άλλη στάση: τη συστηματική υποτίμηση –αν όχι περιφρόνηση που φτάνει ως την κοροϊδία– όλων των θεμάτων «εθνικής ασφάλειας» από ανθρώπους της φιλελεύθερης ή ριζοσπαστικής αριστεράς, όπως και από κάποιους τρίτους, φιλελεύθερους.
Αν όμως η τωρινή κυβερνητική γραμμή πολιτεύεται με τη χρήση του φόβου και της εθνικής ανησυχίας για να ασκήσει εκλογική πίεση στον λεγόμενο «πατριωτικό χώρο», στον ΣΥΡΙΖΑ και πέριξ δεσπόζει η ηχηρή υποτίμηση του κινδύνου που συνιστά η χειραγώγηση από την πλευρά ενός υπερσυντηρητικού τουρκικού πλέγματος σε ένα κομμάτι της ελληνικής επικράτειας.
Κυρίως δεν μπορώ να συμμεριστώ μια στάση ελαφρότητας απέναντι σε συγκεκριμένους μηχανισμούς με προέλευση το τουρκικό κράτος και μάλιστα την ερντογανική ισλαμική δεξιά. Το ότι τέτοιοι μηχανισμοί ασκούν επιρροή και διεισδύουν με διάφορους τρόπους στη ζωή της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη, ενισχύοντας τις πιο αντιδραστικές τάσεις, τον κοινωνικό συντηρητισμό και τον φιλοτουρκικό εθνικισμό, δεν είναι ούτε ανώδυνο ούτε μικρό πράγμα. Το αν επεμβαίνουν για τους δικούς τους λόγους στα τοπικά πολιτικά πράγματα –άσχετα αν συνέβαινε και παλιότερα– δεν είναι κάτι που πρέπει να το πάρει κανείς αψήφιστα.
Υπάρχει ένα διπλό λάθος: το να παρουσιάζεται η μειονότητα είτε ως εθνικά ύποπτη επειδή ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ είτε ως απλό θύμα των σχεδιασμών μιας κακής κυβέρνησης. Στην πρώτη περίπτωση, μια εκλογική επικοινωνιακή τακτική θέλει να χρησιμοποιήσει ανοιχτά ένα υπαρκτό πρόβλημα για να εκθέσει τον ΣΥΡΙΖΑ. Στη δεύτερη, οι επικριτές της κυβέρνησης πέφτουν στην παγίδα να βεβαιώνουν περίπου πως δεν υπάρχει πρόβλημα μέσα σε ένα μέρος της μειονότητας ή πως όλα τα παραπάνω είναι «κυπατζίδικα κατασκευάσματα». Αυτό θυμίζει τη θεωρία περί σκευωρίας και μια μονομερή προσέγγιση αποκλειστικά από τη σκοπιά των δικαιωμάτων.
Αν όμως η τωρινή κυβερνητική γραμμή πολιτεύεται με τη χρήση του φόβου και της εθνικής ανησυχίας για να ασκήσει εκλογική πίεση στον λεγόμενο «πατριωτικό χώρο», στον ΣΥΡΙΖΑ και πέριξ δεσπόζει η ηχηρή υποτίμηση του κινδύνου που συνιστά η χειραγώγηση από την πλευρά ενός υπερσυντηρητικού τουρκικού πλέγματος σε ένα κομμάτι της ελληνικής επικράτειας.
Αυτό το εκκρεμές ανάμεσα σε μια κεντροδεξιά που αγωνιά για τις δεξιές ψήφους και σε μια αριστερά που δεν καταλαβαίνει ότι υπάρχουν και πράκτορες και δίκτυα υπονόμευσης και άλλα θέματα πλην των φόρων και του κοινωνικού κράτους μοιάζει τελείως άγονο. Με δεδομένες τις χοντροκομμένες ανάγκες των τελευταίων ημερών της προεκλογικής περιόδου, δεν ξέρω αν μπορεί κανείς κομματικός παίκτης να μιλήσει ακριβοδίκαια. Και ας μην αρέσουν ούτε στον έναν ούτε στον άλλον γαλαξία αυτά που θα ειπωθούν.