Σπουδαίες παραστάσεις, μεγάλες απογοητεύσεις, εντάσεις και μαγικές στιγμές. Ερμηνείες που έμειναν ανεξίτηλες στη μνήμη. Ποίηση στη σκηνή. Όλα μπορούν να συμβούν κάθε καλοκαίρι στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου.
Από την Αργυρώ Μποζώνη
Πόσο ωραίες οι νύχτες στην Επίδαυρο! Πόση προσμονή, πόση ένταση, πόσοι μύθοι: ιστορίες, ματαιώσεις, παρασκήνιο, σκηνικά ακατανόητα, χειροκροτήματα και γιουχαΐσματα, αυστηροί κριτικοί και παρέες ειδημόνων από τη μια, χαλαροί και ανύποπτοι θεατές από την άλλη. Τι χαρμάνι καταπληκτικό! Και τι θέατρο αυτό, δύστροπο, πελώριο, ένα πεδίο δοκιμασίας. Crash test άλλοτε των σπουδαίων ερμηνειών και των ώριμων σκηνοθετών και άλλοτε των ανατρεπτικών αναγνώσεων. Ένα προσκύνημα γενεών σε έναν χώρο που τον κάνει ιερό η τέχνη των ηθοποιών, οι οποίοι με ιδρώτα «μάς δίνουν τη σάρκα και το αίμα τους για να κοινωνήσουμε». Αλλά ας τα πάρουμε πιο ελαφριά τα πράγματα, γιατί η Επίδαυρος είναι και μια εκδρομή με προορισμό την τέχνη, εν αναμονή της έκπληξης. Μια εμπειρία, μια πολύτιμη ανάμνηση μέσα στη βραδινή δροσιά, που θερμαίνει τις καρδιές μας και προκαλεί όλες τις αισθήσεις. Γιατί αυτό κάνει αυτό το θέατρο, γι’ αυτό το λέμε μαγικό και ποτέ δεν ξεχνάμε κάθε παράσταση που είδαμε εκεί.
Έτσι λοιπόν χτύπησε το ξυπνητήρι στις πέντε τα ξημερώματα του Σαββάτου στις 25 Ιουλίου 2015. «Ξύπνα, Χρήστο, προλαβαίνουμε οριακά». Σκουντουφλάμε και νομίζουμε ότι θα είμαστε οι μόνοι θεατές, όμως στο πάρκινγκ του θεάτρου επικρατεί ασυνήθιστη κινητικότητα, ουρές. Ο κόσμος, σχεδόν 2.000 άνθρωποι, είναι εκεί μετά από πρόκληση του Γιώργου Λούκου, τότε διευθυντή του Φεστιβάλ Αθηνών: ο Μιχαήλ Μαρμαρινός σκηνοθετεί τη Νέκυια (ραψωδία λ) της ομηρικής Οδύσσειας και ο Ροκουρό Γκενσό Ουμεουάκα μεταστοιχειώνει την κάθοδο του Οδυσσέα στον Άδη με τον τρόπο του γιαπωνέζικου θεάτρου στη Μεγάλη Επίδαυρο. Ογδόντα λεπτά κράτησε αυτή πρωινή εμπειρία, ένα δρώμενο που δίδαξε ο μεγάλος Γιαπωνέζος δάσκαλος Ουμεουάκα, ακολουθώντας το Όκινα, ένα παλιό τελετουργικό επίκλησης του ήλιου. Ανάσα δεν ακουγόταν· το φως ήταν λιγοστό στις έξι το πρωί κι εμείς αγουροξυπνημένοι, αλλά απόλυτα προσηλωμένοι στο αυστηρό τυπικό και τους αρχαίους μοναστικούς κώδικες.
Πρώτη φορά μάς έβρισκε το ξημέρωμα στο θέατρο του Πολυκλείτου, το γράψαμε στο προσωπικό μας ημερολόγιο, στα «αλησμόνητα». Αφοσιωθήκαμε στη μάχη των δυνάμεων του σκότους ενάντια στο φως και είδαμε το φως να αναδεικνύεται νικητής, καθώς λευκές σερπαντίνες από ελαφρύ χαρτί ταξίδευαν στον αέρα, ενώ τα τζιτζίκια και τα πουλιά κελαηδούσαν στην πρωινή ζέστη. Ήταν ο πρόλογος της Νέκυιας, με τη μεταφυσική ποίηση και την υψηλή αφαίρεση της γιαπωνέζικης θεατρικής γλώσσας να συναντούν τον επικό λόγο του Ομήρου στην από κοινού κατάβαση στον κόσμο των νεκρών, που μετουσιώθηκε σε ένα καθηλωτικό θεατρικό γεγονός. Ο Μαρμαρινός μας χάρισε μία ακόμα θεατρική εμπειρία το 2021, με τους Ιχνευτές του Σοφοκλή, τη μοναδική αφήγηση που διαθέτουμε σε δραματικό έργο για το πώς έφτασε η μουσική στα αυτιά των ανθρώπων με ένα «ασύλληπτο κείμενο-μνημείο», με τον διονυσιακό και τον απολλώνειο κόσμο να δημιουργούν ένα θαύμα μέσα στη φύση της Επιδαύρου και τους θεατές να φαντάζονται τον δικό τους παράδεισο της μυθικής Αρκαδίας.
Στην Επίδαυρο φτάσαμε άλλη μια φορά ξημερώματα, το 2018, στο Αρχαίο Στάδιο Επιδαύρου ‒με κέρασμα λίγο πριν από τις έξι το πρωί, ζεστό καφέ και κρουασάν‒ για τις Ευμενίδες του Αισχύλου. Η Στεφανία Γουλιώτη και ο Δημήτρης Καμαρωτός συνέπραξαν σε ένα εγχείρημα δύσκολο, που γέμισε το στάδιο με κόσμο. Η ηθοποιός και σκηνοθέτις της παράστασης επιβλήθηκε στο τοπίο, επιβεβαιώνοντας την πνευματική της προσέγγιση τόσο στον μύθο όσο και στον χώρο.
Δεν είναι λίγοι αυτοί που μίλησαν για μια κομβική και τολμηρή στιγμή στην καριέρα της, κυρίως όσοι την έχουν παρακολουθήσει μέσα στα χρόνια και τη θυμούνται το 2007 να κάνει μια εντυπωσιακή εμφάνιση σε πολύ νεαρή ηλικία, όταν ο Πέτερ Στάιν την επέλεξε να υποδυθεί την Ηλέκτρα του Σοφοκλή, σε μια παράσταση που ξεσήκωσε πολλές συζητήσεις για την ψυχαναλυτική της προσέγγιση και την ανέδειξε ομόφωνα σε πρώτης γραμμής πρωταγωνίστρια ‒ σήκωσε το βάρος ενός μεγάλου ρόλου και τον ανύψωσε. Όλοι ξεχώρισαν ένα «αγρίμι» του ελληνικού θεάτρου, μία από τις πιο ταλαντούχες ηθοποιούς της γενιάς της και δικαίως.
Η Ηλέκτρα ήταν το πρώτο έργο που ανέβηκε στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου ένα απόγευμα του 1938, με την Κατίνα Παξινού να ερμηνεύει τον ομώνυμο ρόλο σε μια παράσταση του Βασιλικού Θεάτρου που σκηνοθέτησε ο Δημήτρης Ροντήρης. Ωστόσο, αλησμόνητη θα μείνει σε πολλούς από εμάς μια άλλη, πιο σύγχρονη Hλέκτρα, η ενιαία παράσταση του Ίβο βαν Χόβε Ηλέκτρα Ορέστης, ένα από σημαντικότερα πολιτιστικά γεγονότα του καλοκαιριού του 2019. Ο σκηνοθέτης, σε έναν σκηνικό χώρο βουτηγμένο στη λάσπη, με μια παράσταση υψηλής αισθητικής και μεγάλων υποκριτικών επιδόσεων, έκανε ένα κρίσιμο σχόλιο για τη βία στον σύγχρονο κόσμο, κρίνοντας το ασήκωτο βάρος του παρελθόντος και τον ζόφο του μέλλοντος που κληροδοτούμε στους επόμενους. Αυτή ήταν η πρώτη κάθοδος στην Επίδαυρο της Comedie Française· οι παραστάσεις συνεχίστηκαν τον ίδιο χειμώνα στην αίθουσα Ρισελιέ του ιστορικού θιάσου, ήταν όλες sold out.
Ανατρέχοντας στην Ηλέκτρα, αξίζει κάποιος να σταθεί στον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου που παρουσίασε στην Επίδαυρο το 1983 την τραγωδία σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη, με τα ονόματα των συντελεστών να προκαλούν θαυμασμό και την παράσταση να γίνεται ένα κοσμικο-καλλιτεχνικό γεγονός που ήθελαν να δουν όλοι. Η Ειρήνη Παππά πρωταγωνιστούσε σε έναν ρόλο που είχε υποδυθεί είκοσι χρόνια νωρίτερα στην κινηματογραφική εκδοχή του Κακογιάννη, ο Γιώργος Χειμωνάς έκανε τη μετάφραση, ο Takis τα σκηνικά και τους ήχους της έναρξης, η Μαρίνα Καρέλλα τα κοστούμια και ο Βαγγέλης Παπαθανασίου τη μουσική.
Οι αντιρρήσεις για την Ηλέκτρα του Πέτερ Στάιν είχαν και έρεισμα και μέτρο σύγκρισης ‒ κάθε δουλειά του γεννούσε μεγάλες προσδοκίες στο κοινό. Ήταν από τους πρώτους μεγάλους ξένους σκηνοθέτες μιας ανεπανάληπτης γενιάς της οποίας δουλειά είδαμε στην Ελλάδα. Ο Γερμανός σκηνοθέτης είχε παρουσιάσει ήδη το 1985 την Ορέστεια στο θέατρο Πέτρας. Το 1994 καταπιάστηκε με την ίδια τραγωδία που παρουσίασε στην Επίδαυρο με ρωσόφωνο θίασο, στην ίδια σκηνοθετική γραμμή της πρώτης γερμανόφωνης παράστασης, παρά τις μορφολογικές της διαφορές. Ήταν μια σπουδαία θεατρική εμπειρία, μια πολύ διαφορετική ανάγνωση από αυτήν της θρυλικής Ορέστειας του 1980 που παίχτηκε σε μια Επίδαυρο όπου ακόμα και οι σκάλες ήταν γεμάτες, σε σκηνοθεσία του Κάρολου Κουν και μετάφραση του Θανάση Βαλτινού, με τα ιστορικά σκηνικά και κοστούμια του Διονύση Φωτόπουλου και, φυσικά, την εμβληματική παρουσία της Μελίνας. Μνημειώδης παράσταση της σύγχρονης ελληνικής θεατρικής ιστορίας και της ιστορίας της Επιδαύρου, διάρκειας σχεδόν τριών ωρών. Είναι από τις λίγες που επαναλήφθηκαν στην Επίδαυρο, το 1982, με τη Μάγια Λυμπεροπούλου στον ρόλο της Κλυταιμνήστρας ‒ η Μελίνα είχε γίνει υπουργός Πολιτισμού πια. Υπάρχει ακόμα μία Ορέστεια που ανέβηκε το 2008, Αύγουστο μήνα, και όσοι την είδαν ‒όχι πολλοί-‒τη θυμούνται με λεπτομέρειες. Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν μίλησα με συναδέλφους, φίλους και ανθρώπους που δουλεύουν εδώ και δεκαετίες στο Φεστιβάλ, ζητώντας τους να θυμηθούν τις παραστάσεις που έχουν μείνει στη μνήμη τους, σε αυτή αναφέρθηκαν σχεδόν όλοι.
Κοιτώντας τις σημειώσεις μου, αναρωτήθηκα γιατί θυμόμαστε περισσότερο παραστάσεις ξένων σκηνοθετών· ίσως γιατί, απαλλαγμένοι από το βάρος της ελληνικής κριτικής, έφερναν μια ελευθερία και έναν άγνωστο τότε σ’ εμάς κοσμοπολιτισμό, αυτόν που έφερε και ο Γιώργος Λούκος, αλλάζοντας όλη τη φυσιογνωμία και τον τρόπο λειτουργίας του Φεστιβάλ Αθηνών για μια δεκαετία και δίνοντας το παράδειγμα στους επόμενους. Το είχε διατυπώσει πολύ νωρίτερα ο Κουν, γράφοντας ότι «ένας ξένος, ο Γερμανός, ο Γάλλος, ο Αμερικανός, δεν έχει άλλη υποχρέωση παρά να νιώσει και να εμπνευστεί από το αρχαίο κείμενο και να παρουσιάσει τα έργα θεατρικά και ζωντανά, αφού τα προσαρμόσει στις απαιτήσεις του σύγχρονου θεατή. Γιατί όσο κι αν τα μεγάλα συναισθήματα είναι πανανθρώπινα, όσο και αν ο ανθρώπινος οργανισμός αντιδρά όμοια σε όλα τα γεωγραφικά πλάτη, η εξωτερίκευση διαφέρει…».
Ο Γιώργος Λούκος ήταν υπεύθυνος για τη μετάκληση του θεατρικού οργανισμού Schauspiel της Φρανκφούρτης στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, με τη σκηνοθέτιδα Καρίν Νόιχοϊζερ να συνδυάζει την τραγωδία με μνήμες από την πρόσφατη γερμανική ιστορία στη δική της Ορέστεια. Το εικαστικό κομμάτι ήταν συναρπαστικό: ο Χορός στον Αγαμέμνονα, αποτελούμενος από τρεις χοηφόρους και είκοσι παιδιά, το κοστούμι της Κλυταιμνήστρας που άλλαζε χρώμα όταν βρεχόταν σε μια πελώρια πισίνα, τρία ευρηματικά και θεαματικά σκηνικά που άλλαξαν μπροστά στα μάτια μας. Ένας ολιγομελής θίασος –κάθε ηθοποιός έπαιζε πολλούς ρόλους– αναπαριστούσε τη μετάβαση από έναν κόσμο εκδίκησης και αυτοδικίας στην εγκαθίδρυση ενός νομικού και δημοκρατικού συστήματος.
Την Ορέστειά του Πίτερ Χολ, με την οποία εγκαινιάστηκε η κάθοδος των ξένων σκηνοθετών και θιάσων στην Επίδαυρο, δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Την είδα το 1982 με το Θεατρικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών ‒ επέμεινε πολύ να τη δούμε η ηθοποιός Μαρία Κωνσταντάρου, που μας συνόδευσε με το λεωφορείο της γραμμής. Είχε ελάχιστο κόσμο, αλλά μου φάνηκε αριστουργηματική, τόσο αλλιώτικη απ’ όσα λίγα είχα δει ως τότε, με αντρικό θίασο, μάσκες και περούκες με μακριά πορτοκαλί μαλλιά. Ο Πίτερ Χολ θεωρούσε τη χρήση της μάσκας απαραίτητη στη σκηνική αναπαράσταση του αρχαίου δράματος, όχι ένα αισθητικό αντικείμενο αλλά ένα ουσιώδες στοιχείο της παράστασης όσον αφορά τη σωματική έκφραση και τη διατήρηση της φόρμας και του ρυθμού. Ήταν μια πρόταση που τότε δεν μπορούσε να γίνει απόλυτα κατανοητή, δεν ήμασταν σε θέση να συνειδητοποιήσουμε ότι, μαζί με άλλες, άλλαξε την οπτική, την εικόνα που είχαμε για το αρχαίο δράμα με τις χλαμύδες και τα αρχαιοπρεπή κοστούμια. Ο Πίτερ Χολ ήταν αυτός που έφερε για πρώτη φορά τον Σαίξπηρ στην Επίδαυρο, το 1988, όταν αποχωρούσε από την καλλιτεχνική διεύθυνση του Νational Τheatre. Παρουσίασε ως τρίπτυχο, τρεις διαδοχικές ημέρες, τα ύστατα έργα του Σαίξπηρ, την Τρικυμία, το Χειμωνιάτικο Παραμύθι και τον Κυμβελίνο. Ακολούθησαν η Λυσιστράτη το 1994, έναν χρόνο μετά την πρεμιέρα της παράστασης στο Ηρώδειο, και οι δύο Οιδίποδες (Τύραννος και επί Κολωνώ) το 1996, μια παράσταση που παραλίγο να αναβληθεί εξαιτίας των ενστάσεων των αρχαιολόγων λόγω της χρήσης φωτιάς (μέσα στο σκηνικό υπήρχαν βαρέλια με φλόγες).
Στις αρχές της νέας χιλιετίας, μια περίοδο που η Επίδαυρος ήταν «κουρασμένη και κάπως παρηκμασμένη», καθώς η εποχή που είχε εγκαινιάσει το 1975 ο Κουν με τους περίφημους Όρνιθες του Θεάτρου Τέχνης έπνεε τα λοίσθια, γεγονός αποτέλεσε η παρουσίαση του Θηβαϊκού Κύκλου, ενός τολμηρού και εξαιρετικά ενδιαφέροντος καλλιτεχνικού γεγονότος που δεν είχε προηγούμενο στην Επίδαυρο. Το 2002 παρουσιάστηκαν σε δυο βραδιές τέσσερα έργα σε ενιαίο σκηνικό του διεθνούς φήμης Έλληνα εικαστικού Γιάννη Κουνέλλη, μια σιδερένια εγκατάσταση με τσουβάλια από κάρβουνο σε κύκλο. Τα σκηνοθετούσαν σημαντικές προσωπικότητες του θεάτρου με διεθνή φήμη, προερχόμενες από διαφορετικές παραδόσεις και καλλιτεχνικές σχολές. Για τα κοστούμια κάθε σκηνοθέτης είχε επιλέξει τον δικό του ενδυματολόγο. Η τετραλογία που παίχτηκε χωρίς υπότιτλους στα γερμανικά ήταν μια ιδέα του Θόδωρου Τερζόπουλου. Ο ίδιος σκηνοθέτησε τις Βάκχες, ο Ιάπωνας Ταντάσι Σουζούκι τον Οιδίποδα Τύραννο, ο Ρώσος Βαλέρι Φοκίν, διευθυντής του Κέντρου Μέγερχολντ της Μόσχας, τους Επτά επί Θήβας και η Άννα Μπαντόρα, διευθύντρια του Θεάτρου του Ντίσελντορφ, την Αντιγόνη. Μια σπάνια και από τις σπουδαιότερες «συναντήσεις» δημιουργών στην Επίδαυρο, που συγχρόνως έφερε κοντά μεγάλες θεατρικές παραδόσεις, συγκεντρώνοντας έναν θίασο πολυεθνικό, ηθοποιούς από όλα τα μέρη του κόσμου, π.χ. ο Χορός των Βακχών αποτελούνταν από σπουδαστές της Σχολής Χοροθεάτρου της Πίνα Μπάους. Μια παράσταση στο πλαίσιο της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας που κόστισε 5 δισ. δραχμές ‒ το μεγαλύτερο μέρος κάλυψε το γερμανικό υπουργείο Πολιτισμού και το Θέατρο του Ντίσελντορφ.
Δυο χρόνια αργότερα, ο Λούκα Ρονκόνι θα σκηνοθετήσει Βάκχες, ένα έργο που μελετούσε για τρεις δεκαετίες με το Piccolo Teatro, στο οποίο διαδέχτηκε τον Τζόρτζιο Στρέλερ. Με αυτές έκανε την εμφάνισή του στην Επίδαυρο, σε μια παράσταση μάλλον άτολμη και χλιαρή και τόσο όσο συντηρητική για ένα κοινό που δεν αγαπούσε τις εκπλήξεις.
Αντιθέτως, το 1995, όλοι ενθουσιάστηκαν με τον Πλούτο του, μια παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου με τη μουσική του Διονύση Σαββόπουλου και σκηνικό έναν κάμπο από καλάμια όπως τον φαντάστηκε ο Διονύσης Φωτόπουλος. Μια παράσταση-γιορτή σε ένα κατάμεστο θέατρο, με τον απολαυστικό Σταύρο Παράβα ως Χρεμύλο και τη Δέσπω Διαμαντίδου πληθωρική γριά. Ωστόσο δεν έλειψαν εκείνοι που έβλεπαν τον «ιερό χώρο» να αλλάζει. Ο Νέστορας Μάτσας έγραψε στη «Βραδυνή»: «Μαγκιές και αυτοκίνητα στη σκηνή της Επιδαύρου! Πρωτοφανή καμώματα από Εθνικό και Ρονκόνι. Τραγωδία κωμωδίας».
Το 2005, η Μήδεια του Πέτερ Στάιν, η πιο αξιοσημείωτη παράσταση εκείνης της χρονιάς, μας άφησε άφωνους, χαρίζοντάς μας μια αλησμόνητη ανάληψη της ηρωίδας (τον ομώνυμο ρόλο είχε αναλάβει η Μανταλένα Κρίπα) προς το φως, στην καρδιά μιας θεϊκής εκτυφλωτικής μηχανής. Είναι το πιο συναρπαστικό εφέ που έχω δει στην Επίδαυρο, μια τεράστια σκηνογραφική κατασκευή με έναν φωτεινό δίσκο διαμέτρου έξι μέτρων αποτελούμενο από 460 λάμπες. Με αυτό το φινάλε έκλεισε το 50ό Φεστιβάλ Επιδαύρου, που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με το λιτό, κατά τα άλλα, και μοναδικό σκηνικό της παράστασης, μια καλύβα. Όπως αποκάλυψε στα «ΝΕΑ», στη δημοσιογράφο Έλενα Χατζηιωάννου, ο σκηνογράφος Φέρντιναντ Βογκερμπάουερ, την εμπνεύστηκε από μια ασπρόμαυρη φωτογραφία που έστειλε ο Διονύσης Φωτόπουλος στον Πέτερ Στάιν, στην οποία απεικονίζεται το θέατρο του Διονύσου όπως ήταν το 1850, όταν ένας φύλακας είχε στήσει στο κέντρο της ορχήστρας το ξύλινο σπιτάκι του. Αυτό το «αυθαίρετο» λειτούργησε ως ένα είδος μακέτας για το συγκεκριμένο σκηνικό.
Έναν ιπτάμενο δίσκο για την ανάληψη της Μήδειας στους ουρανούς και την αγκαλιά του Απόλλωνα θέλησε να κατασκευάσει για τη Μήδεια του Θεάτρου Τέχνης το 1995 και ο Νίκος Αλεξίου, όμως το σκηνικό ήταν αδύνατο να κατασκευαστεί και τα σχέδια έμειναν στο συρτάρι.
Η Μήδεια του Ανατόλι Βασίλιεφ το 2008, το πρώτο αρχαίο δράμα του σκηνοθέτη, είχε τη χειρότερη τύχη απ’ όλες όσες παρουσιάστηκαν στο αρχαίο θέατρο. Ήταν μια πανάκριβη παραγωγή που σχεδόν τίναξε στον αέρα τη μπάνκα του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας, καλλιτεχνική διευθύντρια του οποίου ήταν και η πρωταγωνίστρια της παράστασης Λυδία Κονιόρδου. Πριν από την πρεμιέρα ο Βασίλιεφ είχε πει πολλά και άστοχα σε διάφορες συνεντεύξεις του. Τελικά η παράσταση πνίγηκε στα αβαθή νερά μιας ιστορίας που δεν είχε να προτείνει τίποτε απολύτως καινούργιο. Το κοινό ξέσπασε σε απίστευτα γιουχαΐσματα, ο Νίκος Ψαρράς φώναζε από την ορχήστρα «έλεος», πυροδοτώντας άλλον ένα γύρο ύβρεων, γέλιων και κοροϊδιών, μετατρέποντας το θέατρο σε αρένα ‒ μέχρι και κέρματα εκσφενδονίστηκαν κατά των ηθοποιών. Ο σκηνοθέτης απέτυχε να εφαρμόσει όποια μέθοδο είχε κατά νου, το κοινό έπαψε να παρακολουθεί την τρίγλωσση παράσταση και στο τέλος, κουρασμένο και εκνευρισμένο, γιουχάισε την υπόκλιση. Ο σκηνοθέτης δεν βγήκε, αφήνοντας τους ηθοποιούς να φάνε την μπόρα των απίστευτων προσβολών από κριτικούς και κοινό και προσθέτοντας στη μυθολογία των «σκανδάλων» του θεάτρου άλλο ένα κωμικοτραγικό επεισόδιο.
Δύο και πλέον δεκαετίες νωρίτερα, το 1982, ο Ανδρέας Βουτσινάς είχε κατέβει στην Επίδαυρο με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και την Ελένη του Ευριπίδη, την πρώτη παράσταση που άρχισε να ανανεώνει ήδη από εκείνη τη δεκαετία τον τρόπο της σκηνικής μεταφοράς του αρχαίου δράματος, ανεβάζοντάς το ως βαριετέ. Όπως γράφει ο Χρήστος Παρίδης στη LiFO, η παράσταση αυτή «επέβαλε τον Βουτσινά ως έναν τολμηρό και θεαματικό σκηνοθέτη, ενώ τις επόμενες δεκαετίες συχνά τον μιμήθηκαν ακόμα και οι επικριτές του». Κάθε κάθοδος του Βουτσινά στην Επίδαυρο αποτελούσε γεγονός, αλλά σε αυτή την παράσταση είδαμε και το πρώτο γυμνό «με τη Θεονόη-Λυδία Φωτοπούλου να εισβάλει στην ορχήστρα με μακιγιαρισμένα τα γυμνά της στήθη, όπως και η κουστωδία νέων γυναικών που την ακολουθούσαν». Την ίδια δεκαετία τα αντισυμβατικά σκηνοθετικά ευρήματα και οι προσπάθειες εκσυγχρονισμού του αρχαίου δράματος προκάλεσαν μεγάλα δράματα, π.χ. η Άλκηστη του Γιάννη Χουβαρδά το 1984. «Το κοινό χωρίστηκε στα δύο: οι μισοί φώναζαν “ντροπή” και οι άλλοι μισοί “μπράβο”. Η παράσταση σταμάτησε για αρκετή ώρα. Υπήρχαν βίαιες αντιδράσεις από συντηρητικούς παλιούς ηθοποιούς που ήταν στο ακροατήριο. Κατέβηκαν στην ορχήστρα και χειροδίκησαν εναντίον των ηθοποιών μου», έλεγε ο σκηνοθέτης, ενώ η Άννα Συνοδινού, γράφοντας στην εφημερίδα «Ακρόπολις», έκανε λόγο για μια «βελτιωμένη τσόντα αλά Γκουσγούνη», ένα «θέαμα με απροκάλυπτη ερωτική συνουσία ενώπιον έντιμων πολιτών». Προκλήθηκε τέτοιο πανδαιμόνιο που ο διοικητής χωροφυλακής της περιοχής διέταξε την έκτακτη περιφρούρηση του χώρου. «Αίσχος βέβηλοι, αίσχος προδότες, κρυφτείτε γουρούνια, σεβαστείτε την Επίδαυρο, όχι τσόντα στο αρχαίο θέατρο», γράφει η εθνική μας τραγωδός, καταλήγοντας: «Να μην επιτρέψουμε άλλα αίσχη στην Επίδαυρο».
Αντιδρώντας έντονα, αλλά πιο μαλακά ‒τουλάχιστον δεν πλάκωσε η χωροφυλακή‒, πήρε το κοινό το τσιγαράκι που άναψε η Άννα Μακράκη στην παράσταση Οιδίπους Τύραννος του θιάσου Καρέζη - Καζάκου το 1989, σε σκηνοθεσία Ρόμπερτ Στούρουα. Πάντως, μετά τα γιουχαΐσματα, τα «έξω!», «σβήσ’ το», «έξω οι Ρώσοι» που ακούστηκαν, το εύρημα δεν επαναλήφθηκε, ο Γεωργιανός σκηνοθέτης έκοψε τη σκηνή.
Όμως το ζευγάρι των θιασαρχών Καρέζη - Καζάκου ήταν πολύ αγαπητό και περιζήτητο και το κοινό τους είχε απολαύσει το 1986 στη Μήδεια σε σκηνοθεσία Μίνου Βολανάκη στην Επίδαυρο, μια παράσταση που ανέβασαν και δεύτερη χρονιά, και στην «Ηλέκτρα» σε σκηνοθεσία Στούρουα το 1987. Το 1986, μια άλλη παράσταση που έφερε χιλιάδες θεατές απ’ όλη την Ελλάδα στο αρχαίο θέατρο, πολλοί από τους οποίους έφταναν για πρώτη φορά εκεί, ήταν η «Λυσιστράτη» με την Αλίκη Βουγιουκλάκη σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού και μουσική Μάνου Χατζιδάκι, ένα απόλυτο sold-out. Η επόμενη κάθοδός της στην Επίδαυρο με την Αντιγόνη δεν πήγε καλά. Φυσικά το brand name «Βουγιουκλάκη» έκανε ρεκόρ εισιτηρίων, αλλά δεν κατάφερε να παρακάμψει τις κριτικές που δεν της χαρίστηκαν. «Νιάου νιάου η Αντιγονούλα» έγραψε ο Θόδωρος Κρητικός στην «Ελευθεροτυπία» και η Ελένη Βαροπούλου στο «Βήμα», «Το “πακέτο Αλίκη” αποδείχθηκε στην Επίδαυρο ένα τρομερό καλλιτεχνικό φιάσκο, καθώς και η εντυπωσιακή και εισπρακτικά αποδοτική αλχημεία “Βουγιουκλάκη - Βολανάκη - Θεοδωράκη”».
Η δεκαετία του ’90 μπήκε με άλλες προσδοκίες, με τον χάρτη των παραστάσεων να αλλάζει αρκετά, με νέα ρεύματα, τάσεις και ιδέες να παρουσιάζονται στις ελληνικές σκηνές, όχι στην Επίδαυρο όμως, που «αντιστέκεται» μεν σε τολμηρές ή ανανεωτικές αναγνώσεις, αλλά σε εμπορικές επιτυχίες που φέρνουν πολλά έσοδα και χιλιάδες θεατές λέει ναι. Ένας από τους πρωταγωνιστές αυτής της κατηγορίας, ο Θύμιος Καρακατσάνης, που κάνει το 1993 το απόλυτο sold-out με τη Λυσιστράτη του, με ουρές χιλιάδων αυτοκινήτων που δεν μπορούσαν να φτάσουν στο θέατρο. Sold-out έκανε και με την αναβίωση της σκηνοθεσίας των Ορνίθων του Κουν από το Θέατρο Τέχνης στην Επίδαυρο το καλοκαίρι του 1997, πρωταγωνιστώντας ως Πεισθέταιρος.
Την ίδια χρονιά, το 1997, ο Ματίας Λάνγκχοφ κάνει με τις Βάκχες του την παράσταση-προβοκάτσια της δεκαετίας, αφού τότε ακόμα δεν είχαμε γίνει πιο Γερμανοί από τους Γερμανούς στην αποδόμηση. Μια δουλειά που κρίθηκε ως «εκσυγχρονιστικό τερατούργημα», με τον καλλιτεχνικό διευθυντή του ΚΘΒΕ Βασίλη Παπαβασιλείου να κατηγορείται για την επιλογή του, τους συνδικαλιστές του κρατικού θεάτρου να έχουν οργιάσει κατά του «ξένου» σκηνοθέτη και τον μεγάλο ανανεωτή του γερμανικού θεάτρου να γνωρίζει ίσως το μεγαλύτερο γιουχάισμα στην καριέρα του και τις γνωστές αποδοκιμασίες-αφορισμούς («τρίζουν τα κόκαλα του Μινωτή») από ένα κοινό που έβλεπε εμβρόντητο τα σφάγια που κρέμονταν στο σκηνικό, ένα άλογο που αφόδευε στο κοίλον της Επιδαύρου και τον ολόγυμνο Μηνά Χατζησάββα ως Διόνυσο. Σήμερα, όταν σκέφτομαι την παράσταση, νομίζω ότι δεν είχαμε το χιούμορ να αντιμετωπίσουμε τη φαντασμαγορία και τα εξωφρενικά της «ευρήματα», ούτε να συλλάβουμε τη χυδαιότητα της σύγχρονης κοινωνίας που έκανε ως σχόλιο ο Λάνγκχοφ. Εν τέλει χαθήκαμε στα πολλά μηνύματα και μπροστά σε μια πρωτόγνωρη αισθητική ‒ η παράσταση θεωρούνταν για χρόνια προκλητική και σημείο αναφοράς, ως ιερόσυλη.
Θα ήθελα να σταθώ σε δύο παραστάσεις αυτής της δεκαετίας: μια την είδα, από τη δεύτερη άκουσα μόνο τη μουσική ‒θα εξηγήσω πώς‒ γιατί η βροχή είχε καταστρέψει τα πάντα.
Στην πρώτη, την Ειρήνη του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Γ. Μιχαηλίδη το 1995, ο Θανάσης Βέγγος κρατούσε τον ρόλο του Τρυγαίου. Νομίζω ότι αυτή είναι η πιο συγκινητική βραδιά που έχω ζήσει, φόρος τιμής σε έναν λαϊκό καλλιτέχνη, με το κοινό να φωνάζει σύσσωμο, ρυθμικά, «Βέγγος - Βέγγος» και να τον χειροκροτεί ασταμάτητα. Ήταν η πρώτη του φορά στην Επίδαυρο, φοβόταν, για είκοσι χρόνια έλεγε όχι σε κάθε ανάλογη πρόταση και υπέγραψε ως «ένας φοβισμένος Τρυγαίος» το σημείωμα προς τους δημοσιογράφους. Το μποτιλιάρισμα και η μπόρα που έπιασε έκαναν τη διαδρομή εξαντλητική, η παράσταση έγινε κάτω από αδιάκοπο ψιλόβροχο που πότε πότε δυνάμωνε. Ελάχιστοι έφυγαν, ο Βέγγος δρούσε καταλυτικά, απαλείφοντας κάθε ίχνος εκνευρισμού των θεατών. Ένας κοσμαγάπητος αληθινός σταρ που η ανακουφιστική του παρουσία ξόρκισε τη βροχή και την ταλαιπωρία και κέρδισε τις επευφημίες, θυμίζοντας σκηνές που συνήθως βλέπεις στα μεγάλα γήπεδα του κόσμου. Λίγοι θυμούνται το βομβαρδισμένο νεοκλασικό του σκηνικού, τα κοστούμια, τη μετάφραση του Παύλου Μάτεσι, κανείς όμως δεν μπορεί να λησμονήσει τον ντροπαλό και δακρυσμένο Θανάση Βέγγο που υποκλινόταν στο κοινό το οποίο λάτρεψε για άλλη μια φορά τον «καλό του άνθρωπο».
Τη δεύτερη παράσταση, στην οποία πήγα γεμάτη προσδοκίες, την έκανε επίσης μούσκεμα η βροχή. Ήταν την ίδια χρονιά, το 1995, και παρουσιάστηκε μία μόνο φορά, αφού η πρεμιέρα της την 1η Ιουλίου αναβλήθηκε. Ωστόσο όσοι φτάσαμε στο θέατρο δεν ήμασταν και λίγοι· ακούσαμε επί μία ώρα τη μουσική του Ιάννη Ξενάκη, χαζεύοντας το βρεγμένο σκηνικό, τρομερά απογοητευμένοι είναι η αλήθεια, ειδικά όσοι δεν καταφέραμε να δούμε την παράσταση την επόμενη μέρα. Πρόκειται για την Ορέστεια Ξενάκη-Ακολουθία Αισχύλου, έργο για 13 ερμηνευτές, 28 αναρριχητές, έναν σολίστ κρουστών, έναν βαρύτονο, 13μελή ορχήστρα, 60μελή χορωδία, 80μελή παιδική χορωδία και την Ομάδα Εδάφους. Η παράσταση ανατέθηκε στον Δημήτρη Παπαϊωάννου από το ΚΘΒΕ και τον Βασίλη Παπαβασιλείου, όταν ο Γιάννης Κόκκος ακύρωσε τη συμμετοχή ως σκηνοθέτης στην Ορέστεια του Ξενάκη. Ο 31χρονος τότε Παπαϊωάννου είχε μόνο έναν μήνα στη διάθεσή του. Το θέατρο αποδέχτηκε το λεπτομερές του σενάριο και όλα ξεκίνησαν σε κατάσταση συναγερμού. Η Λίλη Πεζανού σχεδίασε και επέβλεψε την κατασκευή πέντε ψηλών πύργων στην Επίδαυρο. «Αναπολώ με ευχαρίστηση τις τολμηρές και όμορφες εικόνες σε στυλ κόμικ που ανέβασα στη μάλλον συντηρητική ως τότε σκηνή της Επιδαύρου: ο Αγαμέμνων, λίγο πριν από το φόνο, λουζόταν γυμνός, επτά μέτρα πάνω από το έδαφος· η Κασσάνδρα (την οποία έπαιζε η Αγγελική Στελλάτου, δεμένη με ένα σκοινί bungee) ίπτατο σε ένα κλουβί επτά μέτρα από το έδαφος, σαν μια μαριονέτα-πεταλούδα της οποίας τα νήματα κινούσε από ψηλά ο Θεός Ήλιος· από τα στήθη της Κλυταιμνήστρας ανέβλυζε γάλα λίγο πριν τη σκοτώσει ο γιος της Ορέστης· και τον Ορέστη τον κυνηγούσαν οι Ερινύες, δεκάδες σώματα ντυμένα στα μαύρα, τα οποία στοιβάζονταν σε όλη την εξωτερική επιφάνεια του επτάμετρου πύργου σαν μυρμήγκια. Η αναπόφευκτη αλαζονική διάσταση της απόφασης να αναλάβω τη σκηνοθεσία της Ορέστειας την τελευταία στιγμή, και με την απειρία που με χαρακτήριζε, πυροδότησε τις πρώτες εχθρικές κριτικές», γράφει ο Δημήτρης Παπαϊωάννου. «Καταφέραμε να τα έχουμε όλα έτοιμα τη μέρα της πρεμιέρας. Τότε ξέσπασε στην Επίδαυρο μια καταιγίδα που πλημμύρισε τα πάντα. Ήταν μια καταστροφή. Θυμάμαι, σκέφτηκα: “Ώστε νομίζεις ότι ελέγχεις τα πάντα;”. Η κονσόλα φωτισμού κάηκε κι έτσι δεν μπορούσαμε να ανεβάσουμε την παράσταση την πρώτη νύχτα. Χιλιάδες άτομα είχαν έρθει από την Αθήνα για να δουν την παράσταση. Την παρουσιάσαμε τη δεύτερη μέρα. Έχοντας δουλέψει τόσο έντονα σε μια τόσο μεγάλη παραγωγή, συνειδητοποιήσαμε ότι ήμασταν αποτελεσματικοί ως ομάδα επειδή επενδύαμε σε αυτό που κάναμε».
Την ίδια δεκαετία είδαμε και παραστάσεις που πέρασαν απαρατήρητες, όπως η εξαιρετική Αντιγόνη του ρουμάνικου θιάσου Λουτσία Στούρτζα Μπουλάντρα του Βουκουρεστίου το 1994, που έπαιξε σε ένα σχεδόν άδειο θέατρο ‒ούτε χίλια άτομα‒, μ’ εμάς να βλέπουμε την παράσταση σχεδόν ξαπλωμένοι στα μαξιλαράκια και να αναρωτιόμαστε με ποιον τρόπο μια τόσο καθαρή και μελετημένη απόδοση του μύθου θα μπορούσε να βρει το κοινό της. Το «άγνωστο», το νέο δεν έπειθε το κοινό να έρθει μέχρι την Επίδαυρο. Το ότι εξελιχθήκαμε σε φιλοπερίεργους θεατές το οφείλουμε επίσης στον Γιώργο Λούκο που άνοιξε διάπλατα και με μεγάλη επιμονή την πόρτα του Φεστιβάλ σε τέτοιες επιλογές, κυριολεκτικά σπρώχνοντάς μας να μην τις χάσουμε, να τις προσέξουμε. Να μην ξεχάσουμε και μια ανάλαφρη «Σαμία» του Μενάνδρου σε σκηνοθεσία Εύη Γαβριηλίδη το 1993 που κέρδισε επάξια τον τίτλο μίας από τις πολύ καλές παραγωγές της Επιδαύρου, ένα «πολύχρωμο κωμειδύλλιο με άσματα», από την οποία όλοι θυμούνται την αγγελική φωνή του Αλκίνοου Ιωαννίδη που υποδυόταν τον Μοσχίωνα, στο ξεκίνημα της καριέρας του, έχοντας μόλις αποφοιτήσει από τη σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Την ίδια δεκαετία, όλο και πιο συχνά ακούγαμε συζητήσεις και απόψεις για το αν η Επίδαυρος έπρεπε να ανοίξει τις πόρτες της σε παραστάσεις εκτός του αρχαίου δράματος, με τους φανατικούς αυτής της άποψης να φοβούνται ότι ο «χώρος θα αλλοιωνόταν».
Οι επιλογές που έκανε αργότερα ο Γιώργος Λούκος τους διέψευσαν. Ανέλαβε το Φεστιβάλ σχεδόν απαξιωμένο από το κοινό, το 2006, και με την παρουσία του σφράγισε μια μεγάλη και επιτυχημένη περίοδο με σημαντικές καινοτομίες. Πέρα από τα επιτεύγματά του, όπως η Πειραιώς 260, που όσα χρόνια κι αν πέρασαν, κάθε φορά που πηγαίνουμε εκεί, τον μνημονεύουμε, έφερε έναν αέρα ανανέωσης σε όλα, έδωσε, όπως πολύ σωστά το έχει διατυπώσει ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, βήμα σε «δύο ολόκληρες γενιές Ελλήνων καλλιτεχνών που είχαν ένα σύγχρονο πρόσωπο, είχαν κάποια στήριξη από το υπουργείο Πολιτισμού, αλλά δεν τους δινόταν χώρος στο Φεστιβάλ Αθηνών». Άνθρωπος μέσα στην πραγματικότητα της τέχνης, άλλαξε ριζικά την οπτική και τον τρόπο αντιμετώπισης της Επιδαύρου. Άφησε απέξω τους ιμπρεσάριους και τους ατζέντηδες και έφερε στο αρχαίο θέατρο μεγάλες προσωπικότητες σε αξέχαστες δημιουργίες και ερμηνείες.
Το καλοκαίρι του 2007 το Φεστιβάλ Επιδαύρου έριχνε αυλαία στις 24 και 25 Αυγούστου με ένα μεγάλο έργο, τις Ευτυχισμένες Μέρες του Σάμιουελ Μπέκετ σε παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου Αγγλίας. Μια παράσταση που είχε αποσπάσει διθυραμβικές κριτικές σε σκηνοθεσία Ντέμπορα Ουόρνερ με τη Φιόνα Σο στο ρόλο της τραγικής, όσο και κωμικής, Γουίνι. Την ημέρα της πρώτης παράστασης, και ενώ η συναρπαστική ηθοποιός έκαμπτε κάθε αντίδραση και ένσταση που είχε διατυπωθεί σχετικά με το αν και το πώς θα ακουγόταν ο Μπέκετ στην Επίδαυρο, ξεκίνησαν οι φονικές πυρκαγιές στην Πελοπόννησο. Όταν τελείωσε η παράσταση, φύγαμε άρον άρον, με το βλέμμα καρφωμένο σε έναν ουρανό κατακόκκινο. Δεν ξέραμε ακόμα τι είχε συμβεί. Η παράσταση της επόμενης ημέρας ματαιώθηκε. Επαναλήφθηκε την επόμενη χρονιά ‒μία από τις σπάνιες επαναλήψεις‒ τον Ιούλιο του 2008, με το κοινό να αποθεώνει την πρωταγωνίστρια.
Την ίδια χρονιά η θρυλική Πίνα Μπάους, έναν χρόνο πριν από το θάνατό της, φτάνει στην Επίδαυρο. Ήταν μία από τις πρώτες επιλογές του Λούκου, προσπάθησε πολύ να την πείσει να βάλει την Ελλάδα στο πρόγραμμά της. Η χορογράφος στην οποία χρωστάμε τη θεαματική αλλαγή και ανανέωση του λεξιλογίου τόσο του χορού όσο και του θεάτρου υποκλίθηκε μετά την παράσταση της όπερας Ορφέας και Ευρυδίκη του Γκλουκ με το Μπαλέτο της Εθνικής Όπερας του Παρισιού μπροστά σε περισσότερους από 7.000 θεατές που την αποθέωσαν όρθιοι ‒μια απίστευτη, συγκινητική εικόνα‒, υποκλινόμενοι κι αυτοί με τη σειρά τους στον μύθο της.
Το 2009, το The Bridge Project (BAM -The Old Vic - Neal Street Productions), μια συναρπαστική συνεργασία μεγάλων ταλέντων των θεατρικών σκηνών της Νέας Υόρκης και του Λονδίνου, έρχεται στην Επίδαυρο με το Χειμωνιάτικο Παραμύθι του Σαίξπηρ σε σκηνοθεσία Σάμ Μέντες. Τρεις ώρες παράσταση και ένα κοινό διαφορετικό από το σύνηθες θεατρόφιλο· ήταν κυρίως νεανικό και πιο σινεφίλ, πήγε στο αρχαίο θέατρο για να παρακολουθήσει ένα διεθνούς επιπέδου υπερθέαμα με μεγάλα ονόματα του παγκόσμιου θεάτρου και κινηματογράφου, όπως οι Ίθαν Χοκ, η Ρεμπέκα Χολ και ο Σάιμον Ράσελ Μπιλ ‒ τα πιο ακριβά εισιτήρια εξαντλήθηκαν πρώτα απ’ όλα.
Δύο χρόνια αργότερα, το 2011, η εμφάνιση του Κέβιν Σπέισι, καλλιτεχνικού διευθυντή τότε του Old Vic, στον Ριχάρδο Γ’ του Σαίξπηρ, σε μια παράσταση που σκηνοθέτησε πάλι ο Σαμ Μέντες στo πλαίσιο του Bridge Project, δημιούργησε αμόκ: τα εισιτήρια εξαντλήθηκαν σε χρόνο-ρεκόρ και το Φεστιβάλ για πρώτη φορά στην ιστορία του πρόσθεσε μια τρίτη παράσταση, την Κυριακή, οπότε 27.000 τυχεροί απέκτησαν το πολύτιμο «χαρτάκι». Η πολυαναμενόμενη πρεμιέρα της τρίωρης παράστασης αποζημίωσε το κοινό κι εμείς, διαβάζοντας τα επόμενα χρόνια τις κατηγορίες περί βιασμών και παρενοχλήσεων εναντίον του Σπέισι, φέρναμε με λίγη λύπη στον νου την εικόνα του, να διασχίζει την ορχήστρα μανιασμένα και κουτσαίνοντας, φορώντας ένα πάλλευκο πουκάμισο και κρατώντας ένα μπαστούνι. Ναι, λοιπόν, έχουν θέση στην Επίδαυρο τέτοιες παραστάσεις, έχει θέση η Φαίδρα του Ρακίνα, αυτή που είδαμε το 2009 και χειροκροτήσαμε χλιαρά, κι ας έπαιζε η Έλεν Μίρεν, και ο Οθέλος του Όστερμαϊερ και της βερολινέζικης Σάουμπινε που το κοινό υποδέχτηκε με ζωηρά χειροκροτήματα ‒μετά τον συναρπαστικό Άμλετ στην Πειραιώς 260 το 2008‒, και η Γκόλφω του Νίκου Καραθάνου που είχαν δει ήδη 5.000 θεατές στην Αθήνα και τον Αύγουστο του 2013 μάγεψε για άλλη μια φορά το κοινό σε ένα περιβάλλον φυσικό, σαν να ήταν προορισμένη να παιχτεί σε αυτόν ειδικά τον χώρο.
Η περίοδος από το 2006 και μετά είναι από τις καλύτερες της Επιδαύρου και δεν έχει σημασία τελικά αν οι παραστάσεις ήταν περισσότερο ή λιγότερο καλές. Σημασία έχει ότι τις συζητούσαμε, τις ψάχναμε, αναρωτιόμασταν, μαλώναμε, ήταν το θέμα του καλοκαιριού. Την κατάλαβα την αξία αυτής της ζωηρής συζήτησης για τις παραστάσεις ρωτώντας τους συναδέλφους μου στην αίθουσα σύνταξης. Ένα τσικ θέλει και ο θεατής, μια σπίθα για να ανάψει η συζήτηση, η περιέργεια και το ενδιαφέρον του.
Πάμε στο καλοκαίρι του 2006, οπότε ο Θόδωρος Τερζόπουλος παρουσιάζει Πέρσες και εγκαινιάζει το ανανεωμένο Φεστιβάλ Επιδαύρου με μια ελληνοτουρκική συμπαραγωγή του δικού μας Φεστιβάλ και του διάσημου Διεθνούς Φεστιβάλ Θεάτρου της Κωνσταντινούπολης. Έλληνες και Τούρκοι ηθοποιοί σε μια ιδιαίτερη και εντυπωσιακή ανάγνωση του έργου, με την παράσταση να αρχίζει με το προμήνυμα του θανάτου, να συνεχίζεται ως μοιρολόι και να καταλήγει ένας παροξυσμικός, άγριος, οργισμένος θρήνος. Δεν είχαν την ίδια τύχη οι Πέρσες του Ντμίτρι Γκότσεφ το 2009, που συναγωνίστηκαν σε γιουχάισμα τις Βάκχες του Λάνγκχοφ, άδικα νομίζω. Ήταν μια παράσταση με σπουδαίο Χορό, σπουδαίους ρόλους, γι’ αυτό ακόμα και σήμερα αδυνατώ να κατανοήσω την επίθεση που δέχτηκε ‒ μπορεί να ήταν ενορχηστρωμένη, μπορεί να ήταν και ένα τυχαίο γεγονός από ένα κοινό που άλλα περίμενε από το Εθνικό θέατρο και άλλα είδε. Πάντως, επαναλαμβάνω ότι η παράσταση που έδωσε το κοινό στις κερκίδες συναγωνιζόταν σε απρέπεια τους πιο σκληροπυρηνικούς χούλιγκαν.
Μέχρι την εποχή του Λούκου, στην Επίδαυρο έφταναν «καταξιωμένοι» σκηνοθέτες. Η παρουσία τους εκεί αποτελούσε περίπου το επισφράγισμα μιας δημιουργικής και ευρείας αποδοχής πορείας. Ο Λούκος άλλαξε το παιχνίδι, όταν το 2014 έδωσε τις τρεις πρώτες παραστάσεις της Επιδαύρου σε ισάριθμες νέες φωνές του νεοελληνικού θεάτρου. Η αρχή έγινε με τον νεότερο, τον 26χρονο Δημήτρη Καραντζά, ο οποίος παρουσίασε την Ελένη του Ευριπίδη, ακολούθησε ο Έκτορας Λυγίζος με τον Προμηθέα Δεσμώτη του Αισχύλου και την τριάδα συμπλήρωσε ο Κώστας Φιλίππογλου με τον Φιλοκτήτη του Σοφοκλή. Στα 60ά γενέθλια της Επιδαύρου η κίνηση αυτή άλλαξε τον αέρα της. Όλοι μπορούν να δοκιμαστούν, ισότιμα και χωρίς ηλικιακούς περιορισμούς.
Πιστεύω πως τα τελευταία είκοσι χρόνια δεν υπήρξε παράσταση σαν την Αντιγόνη του Βογιατζή, που ανέβηκε το 2006 στην Επίδαυρο σε μετάφραση Νίκου Παναγιωτόπουλου. Όλοι όσοι μίλησα μαζί τους την ανέφεραν πρώτη-πρώτη ως «ανεπανάληπτη εμπειρία» και με αυτήν θα ήθελα να τελειώσω αυτή την επιλεκτική αναδρομή, που άφησε εκτός, για μια επόμενη φορά, τη μεταπανδημική περίοδο της Επιδαύρου. Η Αντιγόνη έκανε τέσσερα sold out και η επανάληψή της το 2007 ήταν μια σπάνια στιγμή στην ιστορία του θεάτρου. Μαγεία μέσα σε μια σκηνή με πέτρες και στάχυα και ανεξίτηλο βίωμα. Ο Βογιατζής με αυτή την παράσταση ανέβασε πολύ ψηλά τον πήχη και σήμερα σκεφτόμαστε πόσο τυχεροί ήμασταν που είδαμε όσα ανέβασε και στο Θέατρο της οδού Κυκλάδων αλλά και τη σοφόκλεια τραγωδία που έφερε στην Επίδαυρο.
Τι είναι, τελικά, η Επίδαυρος; Για εμάς τους Αθηναίους κυρίως που έχουμε πιο εύκολη πρόσβαση είναι μέρος της ιστορίας των καλοκαιριών μας. Είναι οι μικρές και οι μεγάλες στιγμές της, οι καβγάδες στο αυτοκίνητο μετά τις παραστάσεις και τα τρελά γέλια, οι ήχοι των παραστάσεων, επιτυχημένων και μη, που τρυπώνουν πολύ παράξενα και μένουν στον νου: το άηχο ουρλιαχτό της Μπεμπεδέλη στην Εκάβη που σου έκοψε την ανάσα, η μουσική των Περσών του Μπινιάρη και τα βιολιά του Κουμεντάκη στην Ελένη του Χουβαρδά, η φωνή του Παπαβασιλείου στην Ελένη, το θρόισμα των κοστουμιών του Μέντη. Επίδαυρος είναι και οι γκρίνιες για τις ψείρες, για τα κοστούμια που άλλοτε είναι πολύ ακριβά, άλλοτε πολύ φτηνά, άλλοτε νάιλον και άλλοτε πλουμιστά. Όλα ανακατεύονται σε μια δίνη, βυθίζονται και απογειώνονται, βρίσκοντας τον δρόμο τους στο μυαλό μας ύπουλα και αναπάντεχα, σαν ανάμνηση που λαχταράμε κάπως να ξαναζήσουμε. Πάμε στα επόμενα.
Ευχαριστώ τον Μιχάλη Μιχαήλ, τον Αλέξανδρο Διακοσάββα, τον Χρήστο Παρίδη, τη Μαρία Δρουκοπούλου, την Αντιγόνη Καράλη, τη Βαρβάρα Λαζαρίδου, υπεύθυνη του θεάτρου της Επιδαύρου, τη Μαρία Παναγιωτοπούλου και τη Νικόλ Μουζάκη από το Φεστιβάλ Αθηνών για τις συζητήσεις και τη βοήθεια. Είδαμε πολλά, ας ευχηθούμε για άλλα τόσα.