Ο Άρης Κωνσταντινίδης αυτοκτόνησε το 1993, σε ηλικία 80 ετών. Πόσο παράξενο ηχεί πάντα το διάβημά του, όταν αναλογίζεται κάποιος την καταξίωση που γνώρισε ενόσω ζούσε (αλλά και μετά), τόσο στην Ελλάδα όσο και εκτός, χάρη σε εκδόσεις και αναφορές στο έργο του. Η αλήθεια όμως είναι ότι η τελευταία περίοδος της ζωής του υπήρξε δύσκολη για κείνον. Ενώ ακριβώς ήταν τόσο γνωστός και αναγνωρισμένος, κανείς δεν του ανέθετε έργα και, ακόμα χειρότερα, κανείς δεν έδειχνε, ανοιχτά τουλάχιστον, ότι επιθυμεί να συνταχθεί με τη δική του ηθική θέση σχετικά με την αρχιτεκτονική. Να αναγνωρίσει χωρίς ενδοιασμούς την «αλήθεια» της αρχιτεκτονικής που εκείνος πίστευε ότι του είχε αποκαλυφθεί (μάλλον εξ ουρανού) και την οποία φαινόταν σαν να μην τη συμμεριζόταν πια κανείς σε μια κοινωνία που όδευε με φανφάρες προς το να γίνεται όλο και πιο καταναλωτική και παραδομένη σ’ αυτές τις απολαύσεις της. Και που, ως εκ τούτου, εγκατέλειπε ό,τι την καθόριζε από πάντα και, κατά την άποψη του Κωνσταντινίδη, ήταν η ευτυχία μέσα από μια ασκητική σχεδόν διαβίωση, η οποία προσδιόριζε σε καθοριστικό ποσοστό το τι εστί «ελληνικότητα».
Σήμερα δεν πρέπει να υπάρχει απόφοιτος εντόπιας σχολής αρχιτεκτονικής –ακόμη και μεταξύ των πιο «φρέσκων»– που να μην έχει μελετήσει προσεκτικά και συνήθως με περιέργεια και ενδιαφέρον το έργο του Κωνσταντινίδη. Όμως το πρώτο που δηλώνουν σχεδόν όλοι είναι ότι οι περισσότερες απόψεις του Κωνσταντινίδη για την αρχιτεκτονική είναι πια ξεπερασμένες. Όλα τα παραπάνω υποστηρίζουν την ιδέα ότι η «πατριαρχική» φιγούρα του Άρη Κωνσταντινίδη είναι πολύ πρόσφορη για όλους τους εδώ αρχιτέκτονες, προκειμένου να τελέσουν, σε διανοητικό επίπεδο, έναν πρώτο «οιδιπόδειο φόνο», καθώς πορεύονται προς την «ενηλικίωση» της αρχιτεκτονικής τους σκέψης. Ωστόσο, το τρίτο κατά σειρά παράδοξο σχετικά με τον Άρη Κωνσταντινίδη στέκεται στον αντίποδα των δύο πρώτων: παρά την «απόρριψη» που δέχτηκε εν ζωή και μετά θάνατον, το έργο του παραμένει εκεί, εντελώς άφθαρτο σε ό,τι αφορά το πόσο αξιοθαύμαστο και γοητευτικό είναι.
Ο Άρης Κωνσταντινίδης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1913 και σπούδασε αρχιτεκτονική στο Πολυτεχνείο του Μονάχου μεταξύ 1931 και 1936, δηλαδή σε μια περίοδο που τα προτάγματα του μοντερνισμού είχαν ενσωματωθεί πλήρως και κυριαρχούσαν στην αρχιτεκτονική παιδεία. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, καταλαμβάνει θέσεις προϊσταμένου στον Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας (1955-57) και στην Τεχνική Υπηρεσία του ΕΟΤ (1957-67). Ήταν η περίοδος που χτίστηκαν τα υπέροχα ξενοδοχεία Ξενία που εκείνος σχεδίασε για τις ομορφότερες και πιο πρόσφορες θέσεις των σημαντικότερων τουριστικών προορισμών στη χώρα. Συγχρόνως, δεν έπαψε, κατά το ίδιο διάστημα, να αναλαμβάνει ιδιωτικά έργα. Επίσης, ποτέ δεν έπαψε να μελετά και να καταγράφει με σχέδια και φωτογραφίες την ανώνυμη λαϊκή αρχιτεκτονική, εκδίδοντας τρία σχετικά βιβλία μεταξύ 1947 και 1953. Το δέος του για την ανώνυμη αρχιτεκτονική δεν προερχόταν από κάποιο είδος παρελθοντολαγνείας ή από την αναπόφευκτη γοητεία που ασκεί το γραφικό στοιχείο αλλά από την αναγνώριση μιας σοφίας της στον τρόπο με τον οποίο απαντά στις αρχιτεκτονικές ανάγκες που γεννούσε ο τόπος.
Για τον Κωνσταντινίδη, η σύγχρονη αρχιτεκτονική θα όφειλε να προσφέρει εξίσου ουσιαστικές λύσεις στις ίδιες ανάγκες. Ήταν απαραίτητη, λοιπόν, η μελέτη της ανώνυμης αρχιτεκτονικής, επειδή αυτή κατέγραφε πρώτη και παρέδιδε με εντυπωσιακή ακρίβεια τις εν λόγω ανάγκες. Και σ’ αυτές τις ανάγκες έδινε λύσεις που τις χαρακτήριζε το μέτρο και ένα πνεύμα λιτότητας, τα οποία αποδεικνύονταν αλάνθαστα κάθε φορά που έπρεπε να επιλεχθεί το αναγκαίο και να απορριφθεί το περιττό. Επίσης, ο Κωνσταντινίδης θεωρούσε ιδανικό τον τρόπο με τον οποίο τα παραδοσιακά κτίσματα εντάσσονται στο τοπίο και στέκονται στην άσπιλη φύση σαν να της ανήκουν και σαν να δημιουργήθηκαν χωρίς παρέμβαση ανθρώπινου χεριού.
Για όλες αυτές τις δυνάμεις της ο Κωνσταντινίδης θεωρούσε την ανώνυμη αρχιτεκτονική «θεόχτιστη». Υπάρχει, χωρίς να δελεάζεται από μόδες και τάσεις ή οτιδήποτε άλλο πρόσκαιρο και παροδικό. Κατά συνέπεια, απέδιδε τις σταθερές προαιώνιες αξίες της κοινωνίας και ως εκ τούτου ήταν μια «αληθινή αρχιτεκτονική». Εξίσου αληθινή θα όφειλε να είναι και η σύγχρονη αρχιτεκτονική.
Η ουσία του θέματος, λοιπόν, βρισκόταν στην αλήθεια και όχι στην επιστροφή στις παραδοσιακές αρχιτεκτονικές μορφές. Αντιθέτως, αν αυτές συμμετείχαν σε μια σύγχρονη σύνθεση, θα την έκαναν να εξοκείλει προς μια σκηνογραφικού τύπου αναπαράσταση που θα ήταν ψεύτικη και χωρίς άλλη λειτουργία, πέραν της διακόσμησης. Το ίδιο ακριβώς θα συνέβαινε και με μια εν ψυχρώ αντιγραφή καινοτομιών και μοδάτων προτύπων που είχαν καταξιωθεί σε άλλους τόπους εκτός Ελλάδος και συνεπώς θα εξυπηρετούσαν διαφορετικές ανάγκες.
Ως προς αυτή την επιμονή του για αλήθεια και ουσία στη σύγχρονη αρχιτεκτονική, ο Κωνσταντινίδης γινόταν κατά κάποιον τρόπο η (κακιά) βασίλισσα Γερτρούδη στον «Άμλετ» του Σαίξπηρ, σ’ εκείνη την περίφημη στιγμή της που ζητά από τον συνετό σύμβουλο Πολώνιο να της πει ποια είναι η αιτία της «τρέλας» του γιου της, πιέζοντάς τον επιτακτικά με τη φράση: «More matter, with less art». Απαιτώντας, δηλαδή, «περισσότερο περιεχόμενο, με λιγότερη τέχνη» και εννοώντας με αυτό ότι ο Πολώνιος θα έπρεπε να αφήσει κατά μέρος τις ρητορικές υπεκφυγές και τις φιοριτούρες, προκειμένου να της παραδώσει την ουσία του πράγματος.
Και το ουσιώδες για τον Άρη Κωνσταντινίδη ήταν κάθε οικοδόμημα να ξεπηδά από τον τόπο στον οποίο βρίσκεται: «Μια αληθινή κατασκευή δεν είναι μονάχα μια κατασκευή... αλλά κάτι που ΝΑ ΒΓΑΙΝΕΙ από το έδαφος όπως ένα φυτό, ένα δέντρο ένα λουλούδι», «γιατί η αρχιτεκτονική είναι γ ε ω γ ρ α φ ι κ ή και φυτρώνει στον κάθε τόπο όπως τα δέντρα, οι θάμνοι και τα λουλούδια», σημείωνε το 1972. Ενώ στα ημερολογιακά του σημειώματα της περιόδου 1937-1990, που έχουν συμπεριληφθεί στην έκδοση Η αρχιτεκτονική της Αρχιτεκτονικής, αναφέρει ότι «η αληθινή αρχιτεκτονική γίνεται αυτόματα ένα με τη φύση» και προτρέπει τον αρχιτέκτονα: «Πέσε χάμω στη γη και πάρε στα χέρια σου το χώμα, τις πέτρες. Κατέβα στις ακροθαλασσιές και πιάσε τα βότσαλα και την άμμο. Και βούτα βαθιά, μέσα στο νερό της θάλασσας, για να δεις τι θησαυρούς κρύβει μέσα της… – άλλοι κόσμοι, που όμως θα σου ανοίξουνε ίσως νέους ορίζοντες, και για τον τρόπο που θα δουλεύεις απάνω στο έδαφος της γης».
Ξεκαθαρίζει επίσης ότι: «Ένα σπίτι είναι αληθινά σύγχρονο γιατί αιτιολογεί τα περασμένα και προδιαγράφει τα μελλοντικά. Μια σύγχρονη αρχιτεκτονική είναι αληθινή γιατί κλείνει μέσα σε κάποια γενικά πλαίσια και το χτες και το αύριο». Απαιτούσε, επίσης, από κάθε αρχιτέκτονα να «γνωρίζει πιο καλά από τον κάθε άλλον άνθρωπο (που ασκεί κάποιο άλλο επάγγελμα) πώς πρέπει να είναι ένα σπίτι για να κατοικηθεί άνετα και για να είναι ένα πραγματικό ΔΟΧΕΙΟ ΖΩΗΣ. Γιατί ο αρχιτέκτονας οφείλει να ξέρει πώς πρέπει να ζει ο καθένας μας. Έχοντας πιάσει το αληθινό νόημα της ζωής». Και ως «δοχεία ζωής», όπως περιέγραφε τα σπίτια, θεωρούσε τους χώρους όπου το κάθε πράγμα βρίσκει τη θέση του, σύμφωνα με τον προορισμό του και όπου, σύμφωνα με τη ματιά του αρχιτέκτονα για το κτίσμα και για τη ζωή, όλοι οι άνθρωποι θα μπορούν να ζουν σε αυτό «άνετα, απλά, λιτά, συνετά και μονιασμένοι».
Ο καθηγητής στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Ζήσης Κοτιώνης, στο βιβλίο του Η Τρέλα του Τόπου – Αρχιτεκτονική στο ελληνικό τοπίο (2004), αναφέρει για τον Άρη Κωνσταντινίδη ότι στο έργο του οι αρχές του μοντερνισμού είναι όλες παρούσες, μέσα σε μια δική του ιδιωματική απόδοσή τους, που αγγίζει μια υψηλή και λιτή ποιητική έκφραση. Υπό αυτό το πρίσμα, κατά τον Κοτιώνη, ο ιδιωματισμός βρίσκεται «στην εννόηση της σχέσης ανάμεσα στο υπαίθριο και το κλειστό, ανάμεσα στη φύση, το τοπίο και το ανθρωπογενές αντικείμενο, ως σχέση εκπληρωμένη ήδη στον αρχαίο ελληνικό όσο και στον κόσμο της παράδοσης. […] Μελέτησε την τυπολογία του αρχαίου Μεγάρου, που είναι γι’ αυτόν μια διαρκής διιστορική αρχιτεκτονική τυπολογία με τη διαβάθμιση – κατά βάθος από το υπαίθριο και το φωτεινό προς το κλειστό και σκοτεινό, που εκπληρώνει έναν χωρικό τρόπο να βρίσκεται ο άνθρωπος μέσα στον κόσμο. Ο χωρικός αυτός τρόπος εκδηλώνει την καθολική αλήθεια που συνδέει τον υλικό κόσμο με την ουσιώδη διάσταση της κατοίκησης του κόσμου. Για τον Κωνσταντινίδη, το αρχαίο Μέγαρο ξαναζεί στις καλαμένιες καλύβες της ελληνικής υπαίθρου, στα ξωκλήσια και στα σύγχρονά του υπαίθρια αναψυκτήρια της υπαίθρου».
Στο ίδιο βιβλίο του, ο Ζήσης Κοτιώνης επισημαίνει επίσης τα εξής: «Πιστεύοντας ότι έχει βρει μια λύση με καθολική ισχύ πολύ πέραν της ιδιωματικής της ισχύος, στο προσωπικό του έργο [ο Άρης Κωνσταντινίδης] άρχισε να αισθάνεται σαν απόλυτος γενάρχης που το ένα μετά το άλλο τα επίδοξα παιδιά του τον εγκαταλείπουν. Οι πελάτες, καλομαθημένοι αστοί του ηδονικού μοντερνισμού, εγκατέλειπαν τις επιταγές ενός ασκητικού βίου σε ένα περιβάλλον όπου έπρεπε συνεχώς να κυριαρχούν το ύπαιθρο και η αδρή ύλη. Στο έργο των συναδέλφων του, από τον Λεκορμπυζιέ και τον Μις μέχρι τους μικρούς προφήτες της γειτονιάς του, έβλεπε παράλογες αποκλίσεις από το προσωπικό του επινόημα, που εκείνος εννοούσε ως καθολική αλήθεια. Έτσι η μεγάλη αλήθεια […] [που είχε κατακτήσει] έγινε ένας εφιάλτης μέσα στον οποίο κλείστηκε η αποξενωμένη μορφή του αρχιτέκτονα γενάρχη, έτσι ακριβώς όπως έγινε με τον μάστορα του Πιραντέλλο, που με μεγάλη τέχνη συνέρραψε ένα μεγάλο σπασμένο πιθάρι και όταν τέλειωσε το έργο του κατάλαβε ότι μέσα στο καλοκολλημένο πιθάρι είχε φυλακιστεί ο ίδιος του ο εαυτός».
Η σημασία που ο Άρης Κωνσταντινίδης απέδιδε στο πόσο η σύγχρονη αρχιτεκτονική θα έπρεπε να προσαρμόζεται στον τόπο στον οποίο θα κτιστεί ένα οίκημα είναι ακόμα πιο φανερή στα σπίτια διακοπών που σχεδίασε. Και ακολουθούν πέντε τέτοια παραδείγματα, ακολουθώντας τη χρονολογική σειρά υλοποίησής τους.
Η θερινή κατοικία του πολιτικού Λάμπρου Ευταξία στην Ελευσίνα σχεδιάστηκε το 1938 και το κτίσιμό της ολοκληρώθηκε το 1939. Πενήντα χρόνια αργότερα, το 1988, ο Κωνσταντινίδης επανέρχεται σ’ εκείνο το πρώτο έργο του στο κείμενό του «ΜΕ ΤΟ ΕΔΑΦΟΣ» που συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο του Τα Προλεγόμενα – Από τα βιβλία που βρίσκονται στα σκαριά (εκδόσεις Άγρα, 1989). Το οικόπεδο εκείνο έχει μια έντονη κλίση προς τη θάλασσα και ο Κωνσταντινίδης σημειώνει ότι σε κάθε περίπτωση το αρχιτεκτονικό έργο οφείλει να προσέχει την κλίση του εδάφους «και να την ακολουθήσει σαν μια γόνιμη αφορμή (και αφετηρία) για κάτι που θα στέκει σωστά και αυτονόητα μέσα στο τοπίο, απάνω στο τοπίο. Και όπου το οποιοδήποτε αρχιτεκτονικό πρόβλημα μπορεί να βρει μια εύστοχη λύση ΜΕ ΤΟ ΕΔΑΦΟΣ», στο οποίο, ο ανώνυμος λαϊκός αρχιτέκτονας ξέρει να χτίζει, «ίσως γιατί ξέρει και να ζει κιόλας μαζί του».
Το έργο αυτό, αν και το πρώτο τέτοιο σπίτι που έχτισε, αναδεικνύει όλες τις αρχές του σχετικά με το τι εστί μια θερινή κατοικία αλλά και σχετικά με το τι σημαίνει «αληθινή αρχιτεκτονική» γενικότερα. Οι αρχές αυτές ωριμάζουν, καθόσον θεωρητικοποιούνται και «στερεοποιούνται» στο έργο του που ακολουθεί. Έτσι αναγνωρίζει κάποιος στο εν λόγω σπίτι: α) την πλήρως εξορθολογισμένη διάταξη της κάτοψης εντός ενός απλού και τυπικού ορθογώνιου παραλληλόγραμμου, β) την ένταξη αυτού του απλού «κουτιού», που είναι το σπίτι, στο φυσικό περιβάλλον, ακολουθώντας τη μορφολογία του εδάφους και συνυπολογίζοντας με ακρίβεια τις τοπικές κλιματολογικές συνθήκες, γ) την εξονυχιστική ανάλυση της λειτουργικότητας των εσωτερικών χώρων, δ) την αυστηρή επιλογή των υλικών κατασκευής (με προτίμηση στα φυσικά υλικά που παρέχει ο τόπος) και ε) τη δέουσα κατασκευαστική ποιότητα.
Για τα μέτρα της εποχής που κτίστηκε το σπίτι στην Ελευσίνα θα μπορούσε κάποιος να το θεωρεί μεγαλοπρεπές οικοδόμημα. Ωστόσο, καθώς τα χρόνια περνούσαν και η πολιτική πορεία του Λάμπρου Ευταξία έδειχνε όλο και πιο επιτυχημένη, ο Άρης Κωνσταντινίδης εκλήθη να σχεδιάσει ένα καινούργιο σπίτι, στο ίδιο οικόπεδο, που θα παρείχε περισσότερο χώρο υποδοχής για φίλους, συνεργάτες, ψηφοφόρους και για τις σχετικές παραθέσεις γευμάτων, κάποιες πολιτικές συγκεντρώσεις, αλλά και στέγη για το απαραίτητο προσωπικό που θα υποστήριζε αυτές τις κοινωνικές δραστηριότητες. Εξάλλου, είχε φτάσει η εποχή που η θερινή κατοικία, ως αδιαμφισβήτητη «βίλα» πλέον, είναι για την Αθήνα, που μετακομίζει σε νέες πολυκατοικίες, το κατεξοχήν κτίσμα που επιδεικνύει διαμιάς το προσωπικό κύρος του ιδιοκτήτη του. Έτσι, κατά το διάστημα 1954-1962 ο Κωνσταντινίδης παρουσίασε στον Λάμπρο Ευταξία έξι διαφορετικές λύσεις για τις νέες ανάγκες του. Ήταν όλες εντυπωσιακές, αλλά δεν πρόδιδαν τις δικές του αρχές στην αρχιτεκτονική. Για παράδειγμα, τα κουφώματα που οδηγούσαν στους εξωτερικούς χώρους ήταν τόσο πλατιά, που καθιστούσαν αμφίβολο το αν θα μπορούσαν να κατασκευαστούν με βάση τις τεχνικές δυνατότητες της εποχής. Ωστόσο, όταν θα ήταν ανοικτά, το μέσα του σπιτιού θα ενωνόταν πλήρως με το έξω κι έτσι το σπίτι θα έμοιαζε περισσότερο με ένα υπόστεγο. Καμία όμως από αυτές τις λύσεις δεν υλοποιήθηκε και τελικά το καινούργιο σπίτι του πολιτικού χτίστηκε σε σχέδια που του παρουσίασε το 1965 ο αρχιτέκτων Αλέξανδρος Βογιατζής.
Το σπίτι για διακοπές στη Συκιά Κορινθίας σχεδιάστηκε το 1951 και κατά κάποιον τρόπο είναι προάγγελος της σημασίας και της εμφανούς παρουσίας του «σκελετού» ενός κτιρίου, που σε κατοπινές δουλειές του γίνεται ακόμα πιο σημαντικό στοιχείο των αρχιτεκτονικών συνθέσεών του. Η στέγη είναι επίπεδη και προεξέχει από τους τοίχους, σχηματίζοντας έτσι ένα γείσο που τρέχει περιμετρικά του κτιρίου. Οι τοίχοι είναι πετρόκτιστοι με σενάζ για ενίσχυση της σταθεροποίησής τους, δηλαδή με δύο οριζόντιες παρεμβολές από μπετόν αρμέ στο ύψος που πατούν τα παράθυρα και στο επάνω μέρος τους. Τα σενάζ, των οποίων το πάχος είναι συνήθως ίδιο με εκείνο της τοιχοποιίας, εδώ προεκτείνονται στο εσωτερικό του σπιτιού, δημιουργώντας πάγκους και υπέρθυρα ράφια, αποδίδοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο επιπλέον λειτουργίες στο συγκεκριμένο στοιχείο του σκελετού.
Οι πέτρες που χρησιμοποιήθηκαν για την τοιχοποιία προέρχονται από την περιοχή και εσωτερικά δεν καλύπτονται με σοβά, παρά είναι βαμμένες σε πιο ανοιχτόχρωμους τόνους από τον φυσικό τους. Πολύ ενδιαφέρον στοιχείο είναι ο ημιυπαίθριος χώρος που παρεμβάλλεται μεταξύ υπνοδωματίου, λίβινγκ-ρουμ και κουζίνας. Είναι αρκετά μεγάλος, κοιτάζει προς τη φύση και επειδή είναι τόσο κομβική η θέση του για την κυκλοφορία στους εσωτερικούς χώρους που τον περιβάλλουν, είναι σαν να επιτρέπει εν λευκώ στο φυσικό περιβάλλον να συνδέεται με το μέσα του σπιτιού.
Η κατοικία διακοπών στην Ανάβυσσο, έργο του 1962, είναι μάλλον το γνωστότερο, αν όχι το σημαντικότερο από τα τιμαλφή της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς εξοχικών κατοικιών που μας άφησε ο Άρης Κωνσταντινίδης. Κι αυτό οφείλεται αφενός στο ότι ως έργο παρουσιάστηκε επανειλημμένα σε πολλά έντυπα στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό, όπου πολλές φορές αναγνωρίστηκε ως ιδιοφυές. Κυρίως όμως η φήμη και η γοητεία αυτής της κατοικίας οφείλονται στο ότι είναι κτισμένη πάνω στους βράχους μιας πολύ μικρής χερσονήσου, από εκείνες που συχνά συναντά κάποιος στην πετρώδη ακτογραμμή της Αναβύσσου, κι έτσι λιτή και φίνα που είναι η μορφή της λειτουργεί ως ένα σχήμα μεταφοράς, διατυπωμένο με το αρχιτεκτονικό λεξιλόγιο του μοντερνισμού της δεκαετίας του 1960 για την έννοια της δωρικότητας, η οποία δεν έπαψε ποτέ να γοητεύει, από τους αρχαίους χρόνους μέχρι σήμερα. Η κατοικία διακοπών στην Ανάβυσσο είναι επίσης μια απάντηση του Κωνσταντινίδη στη δική του αναζήτηση του τι εστί «ελάχιστη κατοικία» σε ένα σχεδόν ανέγγιχτο φυσικό τοπίο.
Για την κατασκευή της χρησιμοποιήθηκαν κυρίως δύο υλικά: το μπετόν της επίπεδης στέγης και οι λιθοδομές από τοπική πέτρα που τη στηρίζουν. Ο ίδιος αναγνώριζε το σπίτι αυτό ως μοντέλο για την τυποποίηση των κατασκευών που ονόμαζε «πέτρινα σπίτια», επειδή είναι εκείνα στα οποία ο σκελετός από μπετόν αρμέ του σπιτιού αντικαταστάθηκε από ένα σύστημα από φέροντες πέτρινους ασοβάτιστους τοίχους που σήκωναν την τσιμεντένια στέγη. Όσο για τους μη φέροντες εξωτερικούς τοίχους, αυτοί είναι από τούβλο και σοβατισμένοι.
Όταν όλα τα υαλοστάσια ήταν ανοιχτά, το έξω και το μέσα στο σπιτιού γίνονταν ένα. Και τότε το σπίτι μετατρεπόταν τελικά σε ένα μεγάλο υπόστεγο προς όφελος της επαφής των κατοίκων του με τη φύση. Αλλά και πέραν αυτού, ακόμα και η λιτότητα της επίπλωσης ήταν ένας παράγοντας που υπέβαλλε στους ενοίκους την ιδέα ότι η αληθινή ζωή βρίσκεται στην ύπαιθρο.
Ο Κωνσταντινίδης έγραφε για την κατοικία στην Ανάβυσσο: «[…] δεν ενοχλεί και δεν τραυματίζει ούτε το τοπίο ούτε και την όρασή μας, αφού δεν γυρεύει (–σαν καλά στημένο έργο) να προβληθεί προκλητικά ούτε και να εντυπωσιάσει επιδεικτικά», και είχε απόλυτο δίκιο.
Η διπλοκατοικία στις Σπέτσες σχεδιάστηκε το 1963 και ήταν το σπίτι των καλοκαιρινών διακοπών της οικογένειάς του. Το κτήμα βρίσκεται σε ύψωμα πάνω από το παλιό λιμάνι των Σπετσών. Η έντονη κλίση του εδάφους επέτρεψε μια διώροφη κατασκευή, ορθογώνια στην κάτοψη, παρά το ότι το οικόπεδο είναι παράγωνο και πρόσφορο για διαφορετική αξιοποίηση. Ωστόσο, εκμεταλλεύτηκε τους διαθέσιμους ακανόνιστους χώρους για άλλες χρήσεις (για παράδειγμα, τη δημιουργία μικρών κήπων στους οποίους ανοίγουν τα υπνοδωμάτια). Η πρόσβαση στον επάνω όροφο γίνεται και από ανηφορικό μονοπάτι στον κήπο, χωρίς να απαιτείται η είσοδος από την κεντρική είσοδο του σπιτιού. Το κτίριο είναι μεν διώροφο αλλά δεν διαθέτει μπαλκόνια, παρά μόνο δώματα και κήπους, όπως πολύ συχνά συμβαίνει στα παραδοσιακά χτίσματα. Η μέριμνα για διαμπερότητα εξασφαλίζει καλό αερισμό και δροσισμό των εσωτερικών χώρων, οι οποίοι, όταν τα μεγάλα υαλοπετάσματα είναι ανοικτά, γίνονται ένα με τους εξωτερικούς. Το στοιχείο αυτό ίσως φάνταζε «εξωτικό» τότε στις Σπέτσες, όπου τα παλιά αρχοντικά με τα μικρά ανοίγματα στερούνταν την επαφή με το έξω και τη φύση γύρω τους.
Εξίσου εξωτική πρέπει να φάνταζε και η επίπεδη σκεπή. Τα υλικά κατασκευής –το τσιμέντο και η τοπική πέτρα– είναι εδώ καλυμμένα με σοβά. Οι χτίστες στις Σπέτσες συνήθιζαν να χαράζουν το κονίαμα στις εσοχές των τοίχων, ώστε έτσι να αποφεύγεται η δημιουργία ρωγμών σε αυτό. Η τεχνική αυτή λεγόταν «σαρδέλωμα» και το συχνότερο ήταν με τις χαράξεις εκείνες να δημιουργούν διάφορα «σχεδιάκια» (π.χ. κλαδιά ελιάς, ήλιους, ψαράκια κ.λπ.), που όλα πήγαζαν από τη λαϊκή παράδοση και φαντασία και ο Κωνσταντινίδης τα θεωρούσε χαριτωμένα, αυθεντικά και φορείς όσης ελληνικότητας θα μπορούσαν να φέρουν. Αυτός θεωρείται ότι ήταν ο λόγος για τον οποίο αποδεχόταν τα εν λόγω διακοσμητικά στοιχεία.
Η θερινή κατοικία του Γιάννη Μόραλη στην Αίγινα ολοκληρώθηκε το 1978. Όπως έλεγε ο περίφημος ζωγράφος, θερινή κατοικία σημαίνει ότι εγκαθίστασαι εκεί την Πρωτομαγιά κάθε έτους και επιστρέφεις στην Αθήνα μετά τις 10 Οκτωβρίου. Ως εκ τούτου, το κτίσμα χρειαζόταν να απαντά στις αξιώσεις που θα είχε κάποιος από μια πιο μόνιμη κατοικία. Ο Κωνσταντινίδης θεωρούσε αυτό το σπίτι, καθώς και ένα ανάλογο που είχε ολοκληρώσει μερικά χρόνια νωρίτερα στην Αίγινα, ως συνέχεια της σειράς των «πέτρινων σπιτιών», η οποία τυποποιείται με το σπίτι για διακοπές στην Ανάβυσσο. Η κατοικία Μόραλη υψώνεται πάνω σε μια βάση. Οι όψεις του σπιτιού ορίζονται από τοιχία που χωρίζονται από κενά, χάρη στα οποία επιτυγχάνεται η διαμπερότητα του σπιτιού. Ο Κωνσταντινίδης σημείωνε γι’ αυτά τα κενά ότι: «Δημιουργούν μεγάλα κάδρα τοπίων για τον κάτοικο-παρατηρητή που βρίσκεται εντός αλλά και εκτός του σπιτιού. Η διαδοχή των επάλληλων πέτρινων διαφραγμάτων εντείνει την προσήλωση του βλέμματος σε μακρινά ή κοντινά τοπία και βοηθάει την εστίασή τους σε συγκεκριμένα φυσικά αποσπάσματα».
Ωστόσο, το 1979, μόλις έναν χρόνο μετά την ολοκλήρωση της οικίας του Μόραλη, ο Κωνσταντινίδης έχει αρχίσει ήδη να νιώθει την πίκρα της απομόνωσής του, για την οποία γράφει: «Μόλις οι άλλοι […] καταλάβουνε πως ψάχνεις για κάτι που δεν το θέλουνε για δικό τους, θα σε αποφεύγουνε σαν τον διάβολο. Κι εσύ θα έχεις για συντροφιά την πικρή μοναξιά». Και το 1987 επανέρχεται στην ίδια απογοήτευση, σημειώνοντας: «Άργησα πολύ να καταλάβω πως ό,τι έχω να λέω είναι για να το ακούω ο ίδιος. Και πως ό,τι γράφω είναι πάλι για να το διαβάζω μόνος μου. Και πως ό,τι έχω χτίσει ήτανε λες καμωμένο μόνο για τον εαυτό μου και για να το κατοικώ μόνο εγώ, επειδή εγώ το έχτισα». Ενώ τελικά, δεν ήταν έτσι ακριβώς.
Εκφώνηση: Μαρία Δρουκοπούλου