Περίφημες κατοικίες που ξεχωρίζουν για τις σπάνιες τοιχογραφίες και τις πρωτότυπες ζωγραφικές συνθέσεις που φιλοξενούν.
Πολλές φορές τα προσπερνάμε χωρίς να γνωρίζουμε την ιστορία τους. Επιβλητικά αρχοντικά και κατοικίες που ξεχωρίζουν για τις σπάνιες τοιχογραφίες και την πρωτότυπη διακόσμησή τους. Η οικονομική επιφάνεια, η ομορφιά, η πνευματική ακμή, η αυθεντικότητα και ο αριστοκρατικός αέρας αντανακλώνται σε αυτά τα κτίσματα. Άλλωστε, πρόκειται για οικοδομήματα που θεμελιώθηκαν με στόχο την κοινωνική προβολή. Οροφογραφίες-έργα τέχνης, ζωγραφικές παραστάσεις, γεωμετρικά μοτίβα, ελεύθερες συνθέσεις με εικαστικό ενδιαφέρον, σκαλισμένες ή εντοιχισμένες επιγραφές, ιδέες και σύμβολα, αναπαραστάσεις ιστορικών αλλά και μυθικών προσώπων, στολισμένοι φεγγίτες αποκαλύπτονται σε διάφορες κλίμακες μεγεθών, με θεματολογικό εύρος αλλά και με ποικιλία εκφραστικών μέσων και τεχνικών. Σε αυτά τα επιβλητικά αρχιτεκτονήματα, που δεσπόζουν σε διάφορα σημεία της Ελλάδας, αναπτύσσονται όλα αυτά τα χαρακτηριστικά. Στο χτίσιμό τους συνέβαλαν έμπειροι τεχνίτες, ενώ λαϊκοί ζωγράφοι μπορούσαν ελεύθερα να ξεδιπλώσουν τη φαντασία τους, εμπλουτίζοντας με την αισθητική αξία των έργων τους το κτιριακό σύνολο ενός αρχοντικού. Σήμερα, παρουσιάζουμε σπουδαία δείγματα αρχιτεκτονικής που προσφέρουν ένα ανεκτίμητο ταξίδι στην αισθητική περασμένων εποχών και ξεδιπλώνουν αφηγήσεις του παρελθόντος.
Φωτογραφίες: Βίκυ Μάκρα και Τάσος Κακαμανούδης
Το αρχοντικό της Πούλκως βρίσκεται στη συνοικία Γεράνεια στη Σιάτιστα Κοζάνης. Σύμφωνα με επιγραφή που βρίσκεται πάνω από την είσοδο, άρχισε να χτίζεται το 1752 και χρωστά το όνομά του στην Ελένη Πουλκίδου, σύζυγο του έμπορου Μιχαήλ Καραμπέρη, που το κληρονόμησε από τη μητέρα της το 1910 και κατοίκησε σε αυτό αρκετά χρόνια αργότερα με την οικογένειά της. Το 1921 το μεταβίβασε στην κόρη της Βασιλική, σύζυγο του Αναστασίου Πουγγιά, η οποία πέθανε το 1959, με αποτέλεσμα να το κληρονομήσουν τα παιδιά της έως το 1966, οπότε και πέρασε στο υπουργείο Πολιτισμού, με αναγκαστική απαλλοτρίωση. Όλα ξεκίνησαν, όμως, όταν ο περιπλανώμενος στην Οθωμανική Αυτοκρατορία Έλληνας έμπορος με καταγωγή από τη Σιάτιστα, Θεόδωρος Εμμανουηλίδης, αποφάσισε να χτίσει ένα μεγαλοπρεπές αρχοντικό στη γενέτειρά του. Σήμερα, ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει τον εξαιρετικό γραπτό διάκοσμο, τα πολύχρωμα βιτρό στα παράθυρα και φυσικά τα ξυλόγλυπτα. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει να γίνει και στις γύψινες διακοσμήσεις στα τζάκια του αρχοντικού. Η επίτιμη έφορος αρχαιοτήτων Αγγελική Κοτταρίδη έχει περιγράψει το συγκεκριμένο οικοδόμημα ως «ένα εξαιρετικό δείγμα αστικής αρχιτεκτονικής του 18ου αιώνα, εύγλωττος μάρτυρας της άνθισης των πόλεων της δυτικής Μακεδονίας, όπου το επιχειρηματικό δαιμόνιο των Ρωμιών εμπόρων κατάφερε να μετατρέψει τις ευκαιρίες της Pax Ottomana σε πλούτο και ποιότητα ζωής. Ευρύχωρες σάλες, εντυπωσιακά τζάκια, άνετα μιντέρια, υαλοστάσια με κομψά αραβουργήματα και χρωματιστά γυαλιά που μετατρέπουν το φως σε μαγικό παιχνίδι, ξύλινες επενδύσεις, λαμπερά, χαρούμενα χρώματα, ζωγραφιές παντού με ανθοδέσμες και γλάστρες, λουλούδια κάθε λογής και φρούτα και πουλιά, που ακολουθώντας τη μόδα της εποχής φέρνουν τους ανοιξιάτικους κήπους μέσα στο σπίτι, δημιουργούν το πλαίσιο όπου μπορεί κανείς να απολαύσει τη χαρά της ζωής, μιας ζωής άνετης και εκλεπτυσμένης που συνεχίζει τη μακριά παράδοση της Ανατολής». Και προσθέτει: «Οι τοιχογραφίες με τα τρικάταρτα εμπορικά ιστιοφόρα και τα περίτεχνα αραβουργήματα που διακοσμούν τους εξωτερικούς τοίχους του ορόφου δηλώνουν τις πηγές του πλούτου, αλλά και την κοσμοπολίτικη διάθεση των ιδιοκτητών του αρχοντικού, ενώ η μορφολογία, η δομή και η διακόσμησή του ακολουθούν τα εξαιρετικά λειτουργικά πρότυπα που, όντας προϊόντα παράδοσης και εξέλιξης αιώνων, καθιερώθηκαν και επαναλαμβάνονταν παντού, από την Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη και την Αττάλεια μέχρι το Κάιρο και τα Βαλκάνια, αντικατοπτρίζοντας το κοινό γούστο −τη μόδα της εποχής− και ενσωματώνοντας τις τοπικές ιδιαιτερότητες». Να θυμίσουμε ότι η αποκατάσταση του αρχοντικού υλοποιήθηκε από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Ημαθίας, στην οποία ανήκε η Σιάτιστα τα προηγούμενα χρόνια.
Τα Αμπελάκια είναι παραδοσιακός οικισμός του νομού Λάρισας, χτισμένα στις βορειοδυτικές πλαγιές του όρους Όσσα, στην είσοδο της κοιλάδας των Τεμπών. Το αρχοντικό Σβαρτς, ένα από τα σπουδαιότερα κοσμικά κτίρια του ελλαδικού χώρου, χρονολογείται στα 1787 και διαθέτει πλούσια διακόσμηση (ζωγραφική και ξυλόγλυπτη). Άρχισε να χτίζεται το 1778 ως κατοικία του προέδρου του Συνεταιρισμού των Αμπελακίων Γεωργίου Μαύρου Σβαρτς. Υπήρξε επίσης και η έδρα του Συνεταιρισμού αυτού, καθ' όλη τη διάρκεια της σαραντάχρονης και πλέον λειτουργίας του (1778-1820). Το 1965 αγοράστηκε από το ελληνικό κράτος και από τότε λειτουργεί ως επισκέψιμο μνημείο. Χαρακτηριστικό δείγμα παραδοσιακής αρχιτεκτονικής του 18ου αιώνα, το αρχοντικό έχει κάτοψη σε σχήμα Γ και αποτελείται από ισόγειο και δύο ορόφους, από τους οποίους ο ανώτερος φέρει προεξοχές (σαχνισιά). Στο εσωτερικό το πιο ενδιαφέρον στοιχείο είναι οι τοιχογραφίες, που καλύπτουν όλους τους χώρους πάνω από ξύλινες επενδύσεις. Η τεχνοτροπία του ροκοκό κυριαρχεί, ενώ ο τοιχογραφικός διάκοσμος, έργο ζωγράφου γνωστού μόνο με τα αρχικά Λ.Λ., ολοκληρώθηκε το 1798. Αποτελείται από μικρές και μεγάλες συνθέσεις, με γεωμετρικό και φυτικό διάκοσμο καθώς και τοπία, που ξεχωρίζουν τόσο για τον πλούτο των θεμάτων τους όσο και για τη δεξιοτεχνία και την ποιότητα της εκτέλεσής τους. Εδώ και λίγες μέρες έχουν ολοκληρωθεί οι διαδικασίες συντήρησης και ανάδειξής του από το υπουργείο Πολιτισμού και την Εφορεία Αρχαιοτήτων Λάρισας.
Στη βόρεια Λέσβο, στον σημερινό παράκτιο οικισμό της Πέτρας, βρίσκεται το αρχοντικό της Βαρελτζίδαινας, ένα από τα λιγοστά παραδείγματα της παραδοσιακής αρχοντικής κατοικίας στη Λέσβο. Είναι ένα από τα ελάχιστα σωζόμενα αρχοντικά του νησιού που χρονολογούνται στα τέλη του 18ου-αρχές του 19ου αιώνα και αποτελεί σημαντικό δείγμα της όψιμης οθωμανικής περιόδου της Λέσβου. Ακολουθεί τον ευρέως διαδεδομένο τύπο αρχοντικού στον χώρο της ευρύτερης Βαλκανικής Χερσονήσου.
Η αρχιτεκτονική του ακολουθεί τη διαδεδομένη τυπική διάταξη των αρχοντικών κατοικιών, που χτίζονταν συνήθως στο κέντρο αγροτικών κτημάτων, κλεισμένων με περίβολο. Το κτίριο είναι διώροφο, με συμπαγές λιθόκτιστο ισόγειο, που του προσδίδει φρουριακό χαρακτήρα, αντίστοιχο με τις παλαιότερες, οχυρές εξοχικές κατοικίες. Αντίθετα ο όροφος είναι χτισμένος από ελαφρά υλικά, με την τεχνική μπαγδατί (ξύλινος σκελετός, επιχρισμένος με λάσπη). Στο εσωτερικό ακολουθείται η χαρακτηριστική διαρρύθμιση των αρχοντικών με τη διμερή διάρθρωση του ισογείου, ενώ στον όροφο όλες οι κάμαρες διατάσσονται γύρω από μια κεντρική σάλα και στολίζονται με έξοχα δείγματα ξυλογλυπτικής (κουμπέδες στα ταβάνια, ταμπλαδάκια στις πόρτες, σύνθετα χωνευτά ντουλάπια, ράφια και εσοχές στους τοίχους), καθώς και κινητά έπιπλα όπως σοφράδες (χαμηλά τραπεζάκια), σκαμνάκια και κασέλες. Ιδιαίτερα διακοσμητικά στοιχεία αποτελούν οι τοιχογραφίες, εξαίρετα δείγματα λαϊκής τέχνης με σκηνές από παραθαλάσσιες πολιτείες, ανθέμια και γιρλάντες με λουλούδια. «Ενδιαφέρουσα είναι και η γύψινη διακόσμηση που άλλοτε πλαισιώνει τη ζωγραφική και άλλοτε αυτονομείται, προσφέροντας ανάλαφρα διακοσμημένες επιφάνειες. Ιδιαίτερα αξιόλογα είναι και τα ξύλινα διακοσμημένα ταβάνια του ορόφου», όπως σημειώνει η αρχαιολόγος Χριστίνα Λούπου. Το αρχοντικό πήρε το όνομά του από την τελευταία γυναίκα που έζησε σ’ αυτό, η οποία πέθανε το 1940 σε ηλικία 100 ετών.
Το αρχοντικό Χατζηαναστάση, γνωστό σήμερα ως οικία Κοντού και Μουσείο Θεόφιλου, βρίσκεται στην Ανακασιά του δήμου Ιωλκού και χρονολογείται στο α΄ μισό του 19ου αιώνα. Το αρχοντικό ήταν ιδιοκτησία της οικογένειας Χατζηαναστάση μέχρι το 1905, που το αγόρασε ο Ανωβολιώτης μυλωνάς Γιάννης Κοντός. Ο νέος ιδιοκτήτης αμέσως προέβη σε εργασίες εκσυγχρονισμού της κατοικίας και προσαρμογής της στα νεοκλασικά πρότυπα της εποχής. Το 1912, σύμφωνα με επιγραφή, ξεκίνησε ένα πρόγραμμα ζωγραφικής διακόσμησης της σάλας του τελευταίου ορόφου από τον μεγάλο λαϊκό ζωγράφο Θεόφιλο Χατζημιχαήλ, ο οποίος έζησε και φιλοτέχνησε στο Πήλιο από το 1897 ως το 1927. Τα έντονα χρώματα του Θεόφιλου, τα ποικίλα θέματά του, οι αγαπημένοι του θεοί και ήρωες της αρχαιότητας και της Ελληνικής Επανάστασης κυριαρχούν στο τριώροφο λιθόκτιστο αρχοντικό με την ξύλινη στέγη. Σε κείμενό της η αρχαιολόγος Μαρία Καραγιαννιώτη περιγράφει: «Το ζωγραφικό πρόγραμμα της οικίας χωρίζεται σε δύο ζώνες. Στην κάτω ζώνη ο Θεόφιλος ζωγράφισε διάφορα διακοσμητικά θέματα από το φυτικό και ζωικό βασίλειο, όπως μια μεγάλη ποικιλία από γλάστρες με λουλούδια και πουλιά, αγρίμια και σκηνές κυνηγιού, ενώ στα αριστερά της σκάλας, πλάι στην πόρτα του δωματίου, ζωγράφισε τον Γιάννη Κοντό καβάλα στο άλογό του. Ακολουθεί η πάνω ζώνη, στην οποία βρίσκονται 14 μεγάλες ενεπίγραφες παραστάσεις με θέματα παρμένα από την Ελληνική Επανάσταση του 1821, για τα οποία χρησιμοποίησε ως πρότυπα, κατά κύριο λόγο, λιθογραφίες των έργων του ζωγράφου Peter von Hess. Στις τέσσερις παραστάδες της στενής κεραίας της σάλας ο Θεόφιλος ζωγράφισε τέσσερις θεούς του Ολύμπου, τον Άρη, την Αφροδίτη, τον Ερμή και την Αθηνά. Στον τυφλό τοίχο ζωγράφισε δύο διαφορετικά τοπία σε μια ενιαία τοιχογραφία. Στη μία τοπιογραφία απεικονίζεται η Ανακασιά με τη Μακρινίτσα στο βάθος και στην άλλη η περιοχή "Κάραβος" της Πορταριάς. Αναπόσπαστο κομμάτι της σύνθεσης μπορεί να θεωρηθεί και η δεξαμενή νερού με το σιντριβάνι, που καλύπτει ολόκληρη την κάτω ζώνη του τυφλού τοίχου. Στα τμήματα πάνω από τα παράθυρα και τις πόρτες γέμισε τα κενά με θέματα ανάλογα της κάτω ζώνης, όπως γλάστρες με λουλούδια και πουλιά, ερπετά, βασιλικούς θυρεούς. Η οργάνωση των θεμάτων στον χώρο και ο τρόπος με τον οποίο αποδίδονται φανερώνουν τη μεγάλη επίδραση της βυζαντινής ζωγραφικής στο έργο του λαϊκού ζωγράφου».
Φωτογραφίες: Πάρις Ταβιτιάν
Η ιδιωτική κατοικία του Γερμανού αρχιτέκτονα Ερνστ Τσίλερ βρίσκεται στην οδό Μαυρομιχάλη 6. Πρόκειται για ένα αινιγματικό και επιβλητικό αρχιτεκτόνημα του ώριμου νεοκλασικισμού της νεότερης Ελλάδας. Για πάρα πολλά χρόνια η κακή συντήρηση του κτιρίου, οι λεηλασίες που είχε υποστεί, οι φθορές, η πυρκαγιά, η χρήση του για σατανιστικές τελετές είχαν οδηγήσει στην ερείπωσή του και συνετέλεσαν στην καθυστέρηση της ολοκλήρωσης των εργασιών. Ο επισκέπτης σήμερα μπορεί να θαυμάσει ξανά το πομπηιανό σαλόνι –επηρεασμένο από τον αναγεννησιακό αρχιτεκτονικό ρυθμό που άνθησε στην Ευρώπη στα μέσα του 19ου αι.–, το πορτρέτο της γυναίκας του, Σοφίας Δούδου και, φυσικά, τον διάκοσμο με το μονόγραμμα «SEZ» στο δωμάτιό της. Τα πιο σημαντικά αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά του Ερνστ Τσίλερ αλλά και της μετέπειτα επέκτασης Λοβέρδου εντοπίζονται σ' όλους τους ορόφους. Ύστερα από τη συντήρηση και ανακαίνιση του κτιρίου πραγματοποιήθηκε πιστή αναπαράσταση, με αποτέλεσμα να είναι ευδιάκριτος ο φυσικός εξαερισμός −οι εντοιχισμένοι αεραγωγοί ήταν κάτι πολύ πρωτοποριακό για την εποχή εκείνη−, οι γύψινες κορνίζες, οι ξύλινες επενδύσεις, αλλά και τα ιδιαίτερα πλακάκια, τα οποία σε πολλά σημεία του μεγάρου αποσπάστηκαν και επανατοποθετήθηκαν. Επίσης, παραμένουν εντυπωσιακές οι τοιχογραφίες και οροφογραφίες, τα διακοσμητικά ανάγλυφα, οι ένθετες διακοσμητικές ζώνες, το τζάκι καθώς και ο ισόγειος χώρος όπου στεγαζόταν το αρχιτεκτονικό γραφείο του Τσίλερ. Στο μέγαρο αυτό ο σπουδαίος αρχιτέκτονας έζησε με την οικογένειά του έως το 1912.
Ευχαριστούμε θερμά για την παραχώρηση των φωτογραφιών για αποκλειστική χρήση της LIFO τους Β. Μάκρα, Τ. Κακαμανούδη, τις Εφορείες Αρχαιοτήτων Λάρισας, Λέσβου και την Υπηρεσία Νεωτέρων Μνημείων και Τεχνικών Έργων Θεσσαλίας και Κεντρικής Στερεάς Ελλάδας.