Όσοι φτάνουν στην πλατεία Τραφάλγκαρ κάθε χρόνο, βλέπουν στην τέταρτη πλίνθο της πλατείας ένα έργο σύγχρονης τέχνης με το οποίο αλληλεπιδρούν, όχι πάντα «κόσμια». Άλλοτε δεν το καταλαβαίνουν, το βρίζουν, το βανδαλίζουν, το χλευάζουν, άλλοτε το αγαπούν και ζητούν να μείνει εκεί για πάντα.
Τα έργα στο κέντρο του Λονδίνου είναι εκτεθειμένα στις καιρικές συνθήκες, καταστρέφονται ή οξειδώνονται από τη βροχή και τη ρύπανση, όμως πάνω από όλα προκαλούν συζήτηση για τη σύγχρονη τέχνη. Η τέταρτη πλίνθος δημιουργήθηκε το 1841 για να εκτεθεί εκεί μόνιμα ένα άγαλμα του Γουλιέλμου Δ', αλλά τα χρήματα τελείωσαν και το έργο δεν ολοκληρώθηκε.
Το 1998 η Βασιλική Εταιρεία για την Ενθάρρυνση των Τεχνών, των Κατασκευών και του Εμπορίου (RSA) επέλεξε τρία σύγχρονα γλυπτά για να εκτεθούν προσωρινά στην πλίνθο, το «Ecce Homo» του Mark Wallinger το 1999, το «Regardless of History» του Bill Woodrow το 2000 και το 2001 το έργο της Rachel Whiteread «Monument».
Η τέταρτη πλίνθος έγινε η τοποθεσία για μια σειρά προσωρινών έργων τέχνης, συμπεριλαμβανομένων κομματιών των David Shrigley και Antony Gormley. Η τελευταία ανάθεση πριν από τη σημερινή έγινε στον Samson Kambalu. Το έργο του ήταν ένα γλυπτό το οποίο αναπαριστούσε μια φωτογραφία του 1914, που έδειχνε τον βαπτιστή ιεροκήρυκα και παναφρικανιστή John Chilembwe και τον Ευρωπαίο ιεραπόστολο John Chorley. Ο Chilembwe φορούσε καπέλο, σε μια πράξη περιφρόνησης προς τον θεσμό της αποικιοκρατίας, καθώς αυτό ήταν παράνομο εκείνη την εποχή.
Τη σκυτάλη παίρνει τώρα το έργο της Teresa Margolles, μιας εννοιολογικής καλλιτέχνιδας από το Μεξικό, φωτογράφου, video-artist και περφόρμερ, που ερευνά στο έργο της τις κοινωνικές αιτίες και τις συνέπειες του θανάτου. Η Margolles στήνει έναν κύβο-μνημείο για τα τρανς θύματα βίας, μια σειρά από πρόσωπα τρανς και μη δυαδικών ατόμων, χυτά σε λευκό γύψο, που ατενίζουν τον ουρανό του Λονδίνου.
Κάθε εκμαγείο, πολλά απ’ τα οποία ανήκουν σε σεξεργάτριες, φέρει τα ίχνη του ατόμου πάνω στο οποίο δημιουργήθηκε: έναν λαμπερό λεκέ από κραγιόν, μια ψεύτικη βλεφαρίδα, τρίχες από ένα φρύδι. Το καθένα από τα εκμαγεία έχει έναν αριθμό και ένα όνομα − Leila, Milla, Maga, Bruno. Η ανωνυμία καταλύεται και η ιστορία τους είναι ζωντανή και παρούσα.
Κάθε κοίλη μάσκα, κάθε πρόσωπο έχει μια ιστορία που η Margolles, με τη σχολαστικότητα της ερευνήτριας, έχει καταγράψει χρησιμοποιώντας φυσικά στοιχεία των ζώντων μοντέλων, όπως στην τέχνη της χρησιμοποιεί τα φυσικά ίχνη νεκρών ατόμων, ειδικά θυμάτων δολοφονιών.
Η πρώην ιατροδικαστής καλλιτέχνιδα εμπνεύστηκε αρχικά για την τέταρτη πλίνθο από το Huei Tzompantli του Μεξικού, της πατρίδας της, έναν τρομακτικό πύργο από ανθρώπινα κρανία, ο οποίος ανακαλύφθηκε από τους αρχαιολόγους το 2015. Πρόκειται για 603 κρανία, στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο και κολλημένα μεταξύ τους. Πιστεύεται ότι είναι ένα από τα επτά παρόμοια κτίσματα που κάποτε βρίσκονταν στην πρωτεύουσα των Αζτέκων, Tenochtitlán (τώρα Πόλη του Μεξικού).
Οι πύργοι των κρανίων αναφέρονται σε σύγχρονες αφηγήσεις για την κατάληψη της πόλης από τον Ερνάν Κορτές το 1521. Πιθανολογείται ότι τα κρανία ανήκαν σε θύματα τελετουργικών θυσιών στους θεούς. Η θεαματική υπενθύμιση της δύναμης και της αγριότητας των Αζτέκων ενέπνευσε τη Margolles, που τοποθέτησε στο έργο 726 εκμαγεία, αποτίνοντας φόρο τιμής σε μια τρανς γυναίκα και φίλη της, την Karla, που δολοφονήθηκε στη Ciudad Juárez το 2015. Το έργο της φέρει το μυστήριο μιας αρχαιολογικής ανασκαφής, με «λείψανα» ζώντων που θα φθαρούν μέσα στον χρόνο, και παράλληλα αποτελεί μια διαρκή υπενθύμιση των «αόρατων» ζωών.
Η Karla La Borrada, που την ενέπνευσε, ήταν μια 67χρονη τρανς τραγουδίστρια και πρώην σεξεργάτρια, με την οποία η Margolles έγινε φίλη ενώ εργαζόταν σε ένα παλαιότερο φωτογραφικό πρότζεκτ.
Η Karla εργαζόταν στην κάποτε λαμπερή συνοριακή πόλη Ciudad Juárez, που σήμερα είναι ένα από τα πιο επικίνδυνα μέρη του Μεξικού. Το 2023, ήταν η δεύτερη πόλη σε αριθμό καταγεγραμμένων δολοφονιών. Παλιότερα, την εποχή της ποτοαπαγόρευσης, έφταναν εκεί Αμερικανοί καλλιτέχνες για εμφανίσεις. Από τα κλαμπ της πέρασαν ο Φρανκ Σινάτρα και ο Νατ Κινγκ Κόουλ, εκεί ταξίδεψε η Μέριλιν Μονρό για να υποβάλει αίτηση διαζυγίου από τον Άρθουρ Μίλερ και εκεί πέθανε ο Στιβ ΜακΚουίν το 1980.
Όταν άρχισε το έργο της, η Margolles έκανε μια φωτογραφική καταγραφή των χώρων και των γυναικών που δούλευαν σε αυτά τα κλαμπ, ενώ οι διασημότητες είχαν φύγει προ πολλού και είχαν μείνει μόνο ερείπια και θραύσματα ενός λαμπερού και παρακμιακού παρελθόντος. Συνδέθηκε με την Karla, που ειδικευόταν στη μουσική ranchera και ήταν σημαίνον πρόσωπο της κοινότητας. Στις 22 Δεκεμβρίου 2015, η Karla δολοφονήθηκε.
Ως μοντέλα για το έργο στην τέταρτη πλίνθο χρησιμοποίησε 726 άτομα από τρανς και μη δυαδικές κοινότητες στη Μ. Βρετανία και το Μεξικό, που πρόσφεραν τα πρόσωπά τους για να στηθεί αυτό το σύγχρονο Tzompantli, με την εσωτερική πλευρά του προσώπου των μοντέλων της να στρέφονται στον ουρανό.
Η Margolles με το έργο της αναγνωρίζει μια κοινότητα που περιθωριοποιείται συχνά, τόσο στην πατρίδα της το Μεξικό όσο και στη Μ. Βρετανία. Το έργο της εδώ και τέσσερις δεκαετίες «διερευνά τις κοινωνικές και αισθητικές διαστάσεις της σύγκρουσης, δημιουργώντας γλυπτικές εγκαταστάσεις, φωτογραφίες, ταινίες και παραστάσεις εμποτισμένες με υλικά ίχνη θανάτου».
Ιατροδικαστής που εργάστηκε ως νεκροτόμος στην Πόλη του Μεξικού, στο προηγούμενο έργο της επηρεάστηκε από τα ανώνυμα θύματα της βίας που συνοδεύει τη διακίνηση ναρκωτικών, των οποίων τα άγνωστα πτώματα πέρασαν από το νεκροτομείο. Υλικό του έργου της είναι ο φόνος. Το στούντιό της είναι συνδεδεμένο με ένα νεκροτομείο στην Πόλη του Μεξικού και χρησιμοποιεί σωματικά υγρά από τα πτώματα, με τα οποία εμποτίζει τα έργα της. Το νεκρό σώμα κυριαρχεί στο έργο της ως αντανάκλαση της κοινωνίας. Έχει αναπτύξει μια μοναδική και συγκροτημένη γλώσσα για να μιλάει για τα θύματα της βίας, της φτώχειας και της αποξένωσης, που συνήθως αναφέρονται ως ανώνυμοι αριθμοί ή «παράπλευρες απώλειες».
Τα έργα της αρχικά προσφέρουν μια ευχάριστη αισθητική εμπειρία. Για παράδειγμα, οι θεατές περπατούν σε έναν χώρο γεμάτο σαπουνόφουσκες που αιωρούνται, πριν συνειδητοποιήσουν ότι είναι φτιαγμένες από το νερό του νεκροτομείου («In the Air», 2003). Το 2009 στην Μπιενάλε, στο περίπτερο της χώρας της, τοποθέτησε μαζί υφάσματα που χρησιμοποιούνται για την κάλυψη των πτωμάτων και θραύσματα γυαλιών από πυροβολισμούς στον δρόμο. Τέτοια στενή εγγύτητα με το υλικό του θανάτου προκαλεί σοκ και φόβο στον θεατή κάθε εγκατάστασής της.
Κάποτε παρουσίασε όμορφα κεντημένα υφάσματα βαμμένα με αίμα δολοφονημένων γυναικών, φιλοτεχνημένα από ντόπιες τεχνίτριες στη Νικαράγουα, τον Παναμά, τη Βραζιλία, το Μεξικό, τη Γουατεμάλα και τη Βολιβία. Ο διάλογος με ανθρώπους που η ύπαρξή τους είναι γεμάτη κακουχίες ή με διωκόμενες μειονότητες είναι το πεδίο που την ενδιαφέρει να ερευνήσει με την τέχνη της. Τρανς άτομα, μετανάστες, κακοποιημένες γυναίκες και ανθρακωρύχοι έχουν εμπλακεί ενεργά στην παραγωγή και τις περφόρμανς των έργων της, ανοίγοντας έναν πνευματικό διάλογο μεγάλης σπουδαιότητας.
Η 61χρονη Teresa Margolles, μετά την έκθεση του έργου της στην τέταρτη πλίνθο, ετοιμάζει το 2027 μια μεγάλη ατομική έκθεση στο Μουσείο Reina Sofia στη Μαδρίτη.