ΚείμενοΑργυρώ Μποζώνη
DevelopmentΆγγελος Παπαστεργίου
Φέτος τον χειμώνα στην Αθήνα ανεβαίνουν τέσσερα θεατρικά έργα του Τενεσί Ουίλιαμς. Το «Λεωφορείο ο Πόθος» (1947), ο «Γυάλινος Κόσμος» (1944) και η «Λυσσασμένη Γάτα» (1953-1955), αριστουργήματα της παγκόσμιας δραματουργίας, και το «Τριαντάφυλλο στο στήθος», που γράφτηκε μετά το ταξίδι του στην Ιταλία το 1950, όπου ήρθε σε επαφή με τον ηλιόλουστο τόπο και τους ζωηρούς κατοίκους του που ζουν συμφιλιωμένοι με τη φτώχεια και τους πόθους της σάρκας. Είναι ένα έργο με ήρωες απλούς, χωρίς φαντασιώσεις, που πιστεύουν στον έρωτα σαν δώρο θεού. Πόσο μεγάλη αντίθεση με τον κόσμο των τριών άλλων έργων του, με τις ονειροφαντασίες, τη σαθρή αξιοπρέπεια, την τυραννία των ανέφικτων ονείρων και των ανεδαφικών ελπίδων που διαποτίζουν τους ήρωες και κυρίως τις ηρωίδες τους!
Ο Τενεσί Ουίλιαμς ψυχογραφεί στα έργα του γυναίκες, αδύναμες μπροστά στα τρικυμιώδη πάθη της ζωής, εύθραυστες, με το νευρικό τους σύστημα διαλυμένο, εγκλωβισμένες στην αδυναμία τους να αποδεχθούν την πραγματικότητα, ποτισμένες από τον φόβο του ίδιου του συγγραφέα ότι θα οδηγηθεί στην παράνοια και την τρέλα, όπως η αδελφή του, και από τον φόβο του για τη σαρκική επαφή, απομεινάρια της δύσκολης παιδικής και εφηβικής του ηλικίας.
Οι γυναίκες του είναι αυτές που δεν μπορούν να καταφύγουν ούτε στο μυθικό παρελθόν που πλάθουν ή ανακαλούν, ούτε στο παρόν που τις συντρίβει, ούτε σε ένα άδηλο, ωχρό μέλλον. «Το ασυνήθιστο ήταν ο τρόπος με τον οποίο κατάφερνε να ζωντανεύει τα περασμένα, να αιχμαλωτίζει το παρελθόν και να κάνει τα γεγονότα να ξεπερνούν τα όρια της αρχικής του εμπειρίας», γράφει ο Γκορ Βιντάλ, και αυτός είναι ίσως ο λόγος που το έργο του Ουίλιαμς φτάνει στις μέρες μας ως ατόφια, σύγχρονη αλήθεια. Αυτή την εμπειρία μάς μεταφέρουν σήμερα στις σκηνές όλου του κόσμου οι ηθοποιοί που λαχταρούν να αποδώσουν, να ταυτιστούν και να μεταφέρουν αυτόν τον αέναο κύκλο αισθημάτων και πόθων.
«Εκείνο που με σπρώχνει να δημιουργώ θεατρικούς χαρακτήρες είναι ο έρωτας», έλεγε ο Ουίλιαμς, που πίστευε ότι ο πόθος «είναι κάτι που κατακλύζει πολύ μεγαλύτερο χώρο από αυτόν που μπορεί να καλύψει ένας άνθρωπος». Σε αυτόν τον πόθο έχει συνοψίσει τη φυγή και την ποίηση, τον χρόνο, τη ζωή και τον θάνατο.
Ο μελετητής αλλά και ο απλός θεατής μπορούν να προσεγγίσουν το έργο του από τόσο διαφορετικές σκοπιές όσο διαφορετική είναι και η ιδιοσυγκρασία του καθενός μας και να πλάσουν έναν δικό τους κόσμο μέσα από τα έργα του, τα ποτισμένα από τον ζόφο και την ποίησή του.
«Οι δημιουργοί, οι καλλιτέχνες, μοιάζουν με το νευρικό σύστημα μιας εποχής ή μιας χώρας», έλεγε αυτός ο μεγάλος Αμερικανός συγγραφέας. «Αν το νευρικό μας σύστημα προσβληθεί από τις συνθήκες που το περιβάλλουν, θα αντανακλά αναπόφευκτα αυτή την ανωμαλία, άλλοτε με έμμεσο τρόπο και άλλοτε με την αμεσότητα της βίας».
Τα έργα του Τενεσί Ουίλιαμς είναι και σήμερα εξαιρετικά δημοφιλή γιατί αποτελούν καταπληκτική πηγή έμπνευσης και ανάλυσης για δραματουργούς, ποιητές, καλλιτέχνες, κοινωνιολόγους, ιστορικούς, φιλόσοφους. Αυτή η κληρονομιά είναι τόσο διαγεωγραφική όσο και διιστορική∙ υπάρχει σε σκηνές, κινηματογράφους, φεστιβάλ, σχολεία και πανεπιστήμια παγκοσμίως. Από το Μπρόντγουεϊ και τις μεγάλες σκηνές του κόσμου, από τους χώρους υψηλού επιπέδου μέχρι τις φτωχογειτονιές, κανένας δεν μένει ασυγκίνητος παρακολουθώντας τα έργα του Τενεσί Ουίλιαμς, αφού όλοι αναγνωρίζουν στους ήρωές του ένα μύχιο κομμάτι του εαυτού τους.
«Ο “Γυάλινος Κόσμος” και το “Λεωφορείο ο Πόθος” έφεραν στο θέατρο το μεγαλύτερο ταλέντο της μεταπολεμικής γενιάς», έγραψε η θεατρική συγγραφέας Λίλιαν Χέλμαν. «Υπάρχουν πολλοί καλοί συγγραφείς οι οποίοι δεν επηρεάζουν όσους έρχονται μετά από αυτούς −η επιρροή δεν είναι το μόνο μέτρο της αξίας−, αλλά νομίζω ότι είναι ασφαλές να υποθέσουμε πως η επιρροή του Ουίλιαμς στο θέατρο θα υπάρχει και σε εκατό χρόνια από τώρα, επειδή ο καθρέφτης που κρατούσε στο χέρι του ανήγγειλε μια νέα εποχή, σχεδόν έναν νέο λαό, και ο καθρέφτης θα παραμείνει διαυγής και καθαρός».
Ο Ουίλιαμς ανατέμνει στα έργα του τις πληγές της αμερικανικής ψυχής, γράφοντας μέσα σε αυτά το ημερολόγιο της ζωής του, από το πρώτο που δημοσίευσε σε ηλικία 17 ετών μέχρι το τελευταίο του στα 70. Με γλαφυρότητα, με αφήγηση ρευστή και πειστική, δίνει την εικόνα της καταθλιπτικής μοναξιάς των Αμερικανών, με τα πρόσωπα του δράματος παραδομένα σε αυτή να οδηγούνται στην πικρή απογοήτευση. «Μέσα σε αυτήν τη δίκαιη ή άδικη συναίσθηση της δυστυχίας, οι Αμερικανοί δεν μπορούν να βρουν από πουθενά παρηγοριά. Η ατομικιστική κοινωνία τους αφήνει ελεύθερο το άτομο και αδιαφορεί γι’ αυτό − ως την ώρα που θα βλάψει τους άλλους. Κι η μοναξιά δεν τους επιτρέπει να ζητήσουν βοήθεια από κανέναν άλλο όμοιο και ομότυχό τους», γράφει ο Μάριος Πλωρίτης.
Στο ίδιο ανατομείο υπάρχει ακόμα μια πληγή, ο πουριτανισμός, με την ψευτοηθική να κυβερνά, με φθονερούς ηθικούς κώδικες που οδηγούν στην καταπίεση του ερωτικού ενστίκτου. Οτιδήποτε έχει σχέση με τον σωματικό έρωτα θεωρείται θανάσιμο αμάρτημα.
Σε αυτό το κλίμα κάνει ο Ουίλιαμς τα πρώτα του βήματα. Έχει ζήσει την Αμερική του Νότου, σε αυτόν οφείλει το όνομά του. Ο Τόμας Λάνιερ Ουίλιαμς έγινε «Τενεσί» από το μέρος της καταγωγής του, εξαιτίας της προφοράς του, ένα παρατσούκλι που του κόλλησαν οι συμφοιτητές του.
Ήταν μόλις 12 χρονών όταν η οικογένειά του μετακόμισε στο Σεντ Λιούις και εκεί ανακάλυψε τον Φρόιντ και την ψυχανάλυση, μια σταθερή αναφορά στα έργα του. Αργότερα, ως φοιτητής, αγάπησε το θέατρο∙ με τα λιγοστά σεντς που έβγαζε από δουλειές του ποδαριού παραδινόταν στη μαγεία της σκηνής. Λάτρευε τους κλασικούς, ο Σαίξπηρ ήταν ο θεός του.
Ο Ουίλιαμς ήταν 33 ετών το 1944, όταν ανέβηκε ο «Γυάλινος Κόσμος» στο θέατρο Civic στο Σικάγο και την επόμενη χρονιά στη Νέα Υόρκη. Η πρώτη μεγάλη θεατρική του επιτυχία, το πιο αυτοβιογραφικό από όλα τα έργα του, δεν ανέβηκε χωρίς να συναντήσει αντίσταση, καθώς οι παραγωγοί τρόμαζαν με την ποίηση, τους συμβολισμούς και την έλλειψη δράσης. Ωστόσο η ατμόσφαιρα και τα πρόσωπα του έργου όχι μόνο θριάμβευσαν αλλά και σφράγισαν το κατοπινό έργο του.
Θύματα της ματαίωσης, οι ήρωές του, ρημαγμένοι, πικρόχολοι, κατάστικτοι από τραύματα φροϊδικά, γεμάτοι αναμνήσεις παλιάς αίγλης και όνειρα που δεν πραγματοποιήθηκαν, βρίσκονται σε μια διαρκή σύγκρουση μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Οι γυναίκες βρίσκονται στο επίκεντρο του έργου του συγγραφέα, είναι κυρίως αυτές που δεν αποδέχονται την αποτυχία, που πλάθουν έναν φανταστικό κόσμο προσπαθώντας να ξεφύγουν από την άθλια φυλακή του εαυτού τους.
Η Αμάντα, η μητέρα στον «Γυάλινο Κόσμο», επιστρέφει αδιάκοπα στη νιότη και στη φαντασίωση ότι υπήρξε «επιτυχημένη και περιζήτητη» δεσποινίδα∙ η Μπλανς, πρωταγωνίστρια του «Λεωφορείου ο Πόθος», πιστεύει ότι είναι αριστοκράτισσα ακόμα και μέσα στη λαϊκή πολυκατοικία στην οποία καταφεύγει μετά το ναυάγιο της προσωπικής της ζωής, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να πείσει τους πάντες ότι η μάσκα που φοράει είναι αληθινή. Η Μάγκι στη «Λυσσασμένη Γάτα» ζει μέσα σε έναν ιστό εξαπάτησης, σε μια οικογένεια του Νότου γεμάτη απογοητεύσεις, ωμότητα, απληστία, απωθημένους πόθους, κλείνοντας τα μάτια στην ομοφυλοφιλία του άντρα της.
Υπάρχει και ένας άλλος λόγος για τον οποίο αγαπάμε τις ηρωίδες και τους ήρωες του Ουίλιαμς. Ο συγγραφέας τους δεν φωτογραφίζει τη ζωή, την αισθάνεται μέσα από την οδύνη της και μας την επιστρέφει συμπονετικά, με ήρωες που δεν είναι χάρτινοι, έχουν βάθος και μας πλησιάζουν παλλόμενοι από μια ανθρώπινη γνησιότητα.
Ο Τενεσί Ουίλιαμς έχει δημιουργήσει ένα αξεπέραστο λεξιλόγιο εικόνων. Εκτός από τις ηρωίδες, οι άντρες παρελαύνουν στα έργα του, άλλοτε τρυφεροί, άλλοτε βίαιοι και τραχείς.
Μέχρι να κάνει την εμφάνισή του ο Στάνλεϊ Κοβάλσκι, οι άντρες απέπνεαν μια συγκεκριμένη εικόνα, και στο θέατρο και στον κινηματογράφο. Πολύ ντυμένοι, άψογοι μέσα στα καλοραμμένα ρούχα τους, ανέδιδαν γοητεία και δύναμη.
Στο «Λεωφορείο ο Πόθος» είναι η πρώτη φορά που παρουσιάστηκε στη σκηνή ο άντρας ως αντικείμενο του ερωτικού πόθου, το αρσενικό που εκπέμπει έντονη σεξουαλικότητα. Ένα ταμπού καταρρίπτεται και ο πιο σέξι άντρας στην ιστορία του κινηματογράφου, ένας ζωώδης, ενστικτώδης χαρακτήρας, ο 23χρονος Μάρλον Μπράντο, εμφανίζεται με λευκό φανελάκι, σφραγίζοντας οριστικά τον ρόλο του Κοβάλσκι και αλλάζοντας «την έννοια του σεξ στην Αμερική. Πριν από αυτόν κανένας άντρας δεν θεωρούνταν ποτέ ερωτικός», γράφει ο Γκορ Βιντάλ. Η εμφάνιση του Μάρλον Μπράντο στη σκηνή μ’ ένα σκισμένο φανελάκι προκάλεσε, όπως ήταν φυσικό, αληθινό σεισμό, που άλλαξε την οπτική μας, αφού μέχρι σήμερα το αρσενικό με τη μορφή που το παρουσίασε πρώτος ο Ουίλιαμς εξακολουθεί να κυριαρχεί σε κάθε λογής έργα. Ακόμα και σήμερα βλέποντας την ταινία του Ελία Καζάν (1951), που ακολούθησε το θεατρικό ανέβασμα του 1947, χανόμαστε στην υπνωτική γοητεία του Μπράντο με το εφαρμοστό μπλουζάκι, τους φουσκωμένους μυς και το αγορίστικο χαμόγελο.
Η διεισδυτική παρατήρηση των πληγών των ηρώων του και η ποιητική απεικόνισή τους γίνεται μέσα σε μια κοινωνία που μισεί παραδοσιακά τις γυναίκες και όσους δεν είναι «φυσιολογικοί».
Ο Τενεσί Ουίλιαμς ήταν ομοφυλόφιλος, δεν το έκρυψε ποτέ. Μάλιστα, για τρεις δεκαετίες κυνηγήθηκε ως άρρωστος, ανήθικος και γεμάτος πάθη ομοφυλόφιλος. Στη δεκαετία του ‘50 ο κριτικός του περιοδικού «ΤΙΜΕ» Λιούις Κρόνενμπεργκ ηγήθηκε μιας μανιασμένης εκστρατείας εναντίον του, αποκαλώντας τα έργα του «βρόμικο βάλτο».
Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του ’50 και του ’60, η ομοφυλοφιλία του Ουίλιαμς ήταν πραγματικά ένα ανοιχτό μυστικό. Και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 γράφτηκαν πολλά άρθρα σε περίοπτα μέσα, από εξέχοντες συγγραφείς, με υπονοούμενα για τη σεξoυαλική ταυτότητα όχι μόνο του Ουίλιαμς, αλλά και του Ουίλιαμ Ινγκ και του Έντουαρντ Άλμπι.
Οι σχέσεις του Ουίλιαμς που έχουν συζητηθεί είναι με έναν χορευτή ονόματι Κιπ, ο οποίος πέθανε από όγκο στον εγκέφαλο, με τον Ουίλιαμς στο προσκέφαλό του, το 1944. Εξαιτίας αυτής της τραυματικής πρόωρης απώλειας, τα προβλήματα ψυχικής υγείας άρχισαν να παίζουν ρόλο σε όλα όσα έγραφε.
Ο δεύτερος δεσμός του ήταν με κάποιον Πάντσο. Κράτησε έναν χρόνο, όταν ζούσε στη Νέα Ορλεάνη. Την ενοχή του όταν χώρισαν την κατέγραψε σε ένα από τα πεζά του, αλλά τον μεταμόρφωσε σε γυναίκα, φοβούμενος τους διώκτες του.
Λίγο αργότερα γνώρισε και ερωτεύτηκε τον Φρανκ Μέρλο, έναν Ιταλοαμερικανό ζιγκολό, την πιο σημαντική σχέση του, η οποία κράτησε μέχρι τον θάνατο του Μέρλο από καρκίνο του πνεύμονα το 1963. Ο Ουίλιαμς επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από τις δοκιμασίες και τις τραγωδίες που άγγιξαν τη ζωή του και συχνά ενσωμάτωσε αυτά τα στοιχεία –όπως και τη σχιζοφρένεια και τη μετωπιαία λοβοτομή της αδελφής του– στα γραπτά του.
Ορισμένοι ομοφυλόφιλοι κριτικοί έχουν κατά καιρούς διαφωνήσει μαζί του, καθώς βρίσκουν τους χαρακτηρισμούς του για τους γκέι άντρες καταθλιπτικούς. Ο Ουίλιαμς υπερασπίστηκε τις αρνητικές του απεικονίσεις ως ειλικρινείς αφηγήσεις για τη ζωή των ομοφυλόφιλων όπως την είχε βιώσει, επειδή οι ομοφυλόφιλοι της εποχής του ζούσαν χωρίς ελπίδα για το μέλλον.
Υπήρξε και μια άλλη κριτική για τους χαρακτήρες που έγραφε, ότι μισούσε τις γυναίκες, και αυτή στο πλαίσιο μιας αντι-ομοφυλοφυλικής εκστρατείας. «Ο κύριος αυτός νομίζει πως είναι γυναίκα. Ντύνει λοιπόν τον σάπιο, όλο αρρώστια και πάθη εαυτό του με φουστάνια και τον παρουσιάζει στη σκηνή σαν ηρωίδα κάποιου έργου του, ενώ ταυτόχρονα παρωδεί και υποτιμά όλες τις γνήσιες, υγιείς, νοικοκυρές γυναίκες και μαζί με αυτές κι όλους τους γνωστικούς, μυαλωμένους και τίμιους οικογενειάρχες που τις συντηρούν».
«Ο Τενεσί Ουίλιαμς ήταν ένας ομοφυλόφιλος άντρας και ως αληθινός καλλιτέχνης είχε τη δυνατότητα να ταυτίζεται με οποιονδήποτε από τους ήρωές του. Μόνο που η καρδιά του ήταν μόνιμα δοσμένη σ’ εκείνους που τους νικούν αδιάκοπα οι φυσιολογικοί κανόνες και ο χρόνος», γράφει ο Γκορ Βιντάλ.
«Όλες οι σχέσεις μου με τις γυναίκες είναι πολύ, πολύ σημαντικές για μένα. Το πιο ανόητο πράγμα που έχει ειπωθεί για το γράψιμό μου είναι ότι οι ηρωίδες μου είναι μεταμφιεσμένες τραβεστί. Απολύτως καμία από αυτές δεν είναι τίποτα άλλο παρά γυναίκες. Αυτό ισχύει για τη δουλειά μου, και ισχύει και για τον Άλμπι στη “Βιρτζίνια Γουλφ”. Καταλαβαίνω τις γυναίκες και μπορώ να γράψω για αυτές», είχε πει ο Ουίλιαμς σε μια συνέντευξη το 1975. Στην ίδια συνέντευξη λέει: «Οι άνθρωποι που νοιάζονται περισσότερο για μένα είναι γυναίκες. Ίσως αυτό να ήταν πάντα αλήθεια».
Την τελευταία δεκαετία της ζωής του ο Τενεσί Ουίλιαμς είπε σχεδόν τα πάντα, κυρίως στα «Απομνημονεύματά» του, που εκδόθηκαν το 1975. Τότε πάλι δέχτηκε επίθεση από τους ομοφυλόφιλους της γενιάς του Stonewall, ότι δεν ήταν αρκετά ομοφυλόφιλος και δεν αντιμετώπιζε τα θέματα και τις ιδέες των γκέι ανοιχτά. Φυσικά υπήρχαν και οι πιο mainstream κριτικοί, για τους οποίους ο Ουίλιαμς ήταν πολύ ομοφυλόφιλος και υπερβολικά αποκαλυπτικός για την γκέι ζωή του.
Πέντε χρόνια νωρίτερα, το 1970, ενώ μέχρι τότε δεν είχε μιλήσει ανοιχτά για τη σεξουαλικότητά του, εμφανίστηκε στο «The David Frost Show». Ο δημοσιογράφος τον ρώτησε για τους χαρακτήρες των έργων του και για τα διαφορετικά είδη σεξουαλικότητας των χαρακτήρων του, και ο Ουίλιαμς είπε: «Δεν νομίζω ότι κανένας είναι άντρας ή γυναίκα». Ο δημοσιογράφος πήγε λίγο παραπέρα και ρώτησε και για τον ίδιο. «Λοιπόν, δεν θέλω να προκαλέσω σκάνδαλο, αλλά κάνω πεζοδρόμιο στην προκυμαία», απάντησε γελώντας ο Ουίλιαμς, αποκαλύπτοντας τη σεξουαλική του ταυτότητα σε εθνικό δίκτυο.
Είχε ήδη γράψει πολύ ανοιχτά για το θέμα της ομοφυλοφιλίας, ιδιαίτερα στα διηγήματά του «Hard Candy», «The Mysteries of the Joy Rio», «Desire and the Black Masseur» και «The Killer Chicken and the Closet Queen», καθώς η πεζογραφία ήταν λιγότερο δημόσιο μέσο από τα θεατρικά έργα και είχε λιγότερους περιορισμούς στη διάρκεια των δεκαετιών του 1940 και του '50. Αλλά ακόμη και τα πρώτα του έργα ξεπέρασαν τα όρια όσον αφορά τα γκέι υποκείμενά τους.
Ως παρένθεση, υπάρχει μια ιστορία από τη «Λυσσασμένη Γάτα». Όταν μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο, από το σενάριο είχαν αφαιρεθεί όλες οι αναφορές στην ομοφυλοφιλία του Μπρικ, πράγμα που είχε απογοητεύσει και τον Πολ Νιούμαν που τον υποδυόταν. Στον κινηματογράφο υπήρχε ο κώδικας Χέιζ (ήταν η πρώτη προσπάθεια εισαγωγής λογοκρισίας στις ΗΠΑ, μέσω της θέσπισης μιας σειράς κατευθυντήριων γραμμών για τους παραγωγούς ταινιών) και έτσι εξαφανίστηκε η σεξουαλική επιθυμία του Μπρικ για τον Σκίπερ, εκμηδενίζοντας το βασικό θέμα του έργου του Ουίλιαμς και βυθίζοντάς τον σε μεγάλη απογοήτευση.
Μετά τη δεκαετία του 1970, ο Ουίλιαμς μπόρεσε να αντιμετωπίσει πιο ανοιχτά τα θέματα και τους ομοφυλόφιλους χαρακτήρες στα έργα του, όπως στα «Small Craft Warnings» («Μικρές έξυπνες προειδοποιήσεις») (1972), «Vieux Carré» (1977), «Something Cloudy, Something Clear» («Κάτι συννεφιασμένο, κάτι καθαρό») (1981), «Moise and the World of Reason» (1975).
«Στα πρώτα μου έργα δημιούργησα χαρακτήρες από την οικογένειά μου − την αδελφή μου, τη μητέρα μου, την αδελφή του πατέρα μου», έλεγε ο Τενεσί Ουίλιαμς.
Παρά τη βάναυση συμπεριφορά και τα υβριστικά σχόλια που έκανε ο πατέρας του, Κορνίλιους Κόφιν Ουίλιαμς, κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας του Τενεσί σχετικά με τη «θηλυπρέπεια», την τεμπελιά και την εκνευριστική απραξία του γιου του, και παρά τη μεθυσμένη τυραννία που ασκούσε στην οικογένειά του, την οποία τελικά εγκατέλειψε, φύτεψε στον συγγραφέα μια αξιοθαύμαστη απέχθεια για τους ανθρώπους που εξαπατούν ή εκμεταλλεύονται αθέμιτα τους άλλους, ή που φέρουν πάνω τους αυτό που αποκαλεί ο Big Daddy, στην κινηματογραφική εκδοχή της «Λυσσασμένης Γάτας», μια «οσμή ψεύδους». Αν στο πρόσωπο του πατέρα υπάρχουν στοιχεία από τον δικό του πατέρα, ο χαρακτήρας της Μάγκι είναι βασισμένος στη στενή του φίλη Μαρία Μπρίτνεβα, μια ηθοποιό γνωστή για την ειλικρίνειά της και την αναιδή κακία της. Ακριβώς όπως η Μάγκι, που λέει ψέματα για την εγκυμοσύνη της για να βρεθεί πιο κοντά στην οικογενειακή περιουσία, έτσι και η Μπρίτνεβα κατασκεύασε μια οικογενειακή ιστορία καταγωγής από την αριστοκρατία, για να προσεγγίσει τους κύκλους των πλούσιων και διάσημων.
Στον «Γυάλινο Κόσμο» παρουσιάζει μια οικογένεια πολύ παρόμοια με τη δική του, με τον Τομ, τον γιο, να λειτουργεί ως αναπαράσταση του ίδιου του εαυτού του. Στον χαρακτήρα της Αμάντα ο συγγραφέας αναδημιούργησε την αντίληψή του για τον εξαιρετικά περιοριστικό τρόπο ανατροφής του από τη μητέρα του, τις μακροσκελείς ονειροπολήσεις για το παρελθόν της και τη συναισθηματική απόσταση από τον σύζυγό της. Βάσισε την εξουθενωτικά φοβισμένη Λόρα στην αδελφή του, Ρόουζ, της οποίας η βαθιά συναισθηματική αστάθεια ενισχύθηκε από το ταραγμένο οικογενειακό περιβάλλον. Η Ρόουζ τελικά διαγνώστηκε με σχιζοφρένεια και υποβλήθηκε σε λοβοτομή κατόπιν αιτήματος της μητέρας της.
«Η Μπλανς είναι στην πραγματικότητα η θεία μου η Μπελ», είχε πει σε μια συνέντευξη που έδωσε το 1975 μετά τη δημοσίευση των “Απομνημονευμάτων” του. «Ήταν δασκάλα στο κατηχητικό στον Νότο. Έχω βασίσει την Μπλανς σε αυτή την προσωπικότητα − όχι στη ζωή της. Ήταν το πρωτότυπο της Μπλανς. Μιλούσε υστερικά, με μεγάλη ευγλωττία. Η θεία Μπελ ήταν άτεκνη. Παντρεύτηκε κάποιον πολύ μεγαλύτερο και πέθανε στα 28 από μολυσμένο φρονιμίτη. Μου έμαθε να κολυμπάω. Ήμουν 14, η αδελφή μου 16, και φοβόμουν το νερό. Μου έφερε δώρο το πρώτο μου μακρύ παντελόνι».
Το 1931 ο Ουίλιαμς έφυγε από το σπίτι του για να ξεκινήσει σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Μιζούρι. Ενώ φοιτούσε και είχε αποφασίσει να γίνει θεατρικός συγγραφέας, αφού είχε δει τους «Βρικόλακες» του Ίψεν, τα σχέδιά του ματαιώθηκαν απότομα από τον πατέρα του, ο οποίος απαίτησε να αφήσει τη σχολή για να πάει να δουλέψει στο εργοστάσιο υποδημάτων του. Εκεί έγινε φίλος με έναν άντρα ονόματι Στάνλεϊ Κοβάλσκι, ο οποίος αργότερα θα εμφανιζόταν ως ο αντιήρωας του πιο διάσημου ίσως θεατρικού του έργου.
«Μπορώ να γράψω μόνο για αυτά που βιώνω – διαισθητικά ή υπαρξιακά», έλεγε ο Ουίλιαμς.
Το 1955 μπλόκαρε και σταμάτησε να γράφει. Στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του σημειώνει ότι από το 1955 «έγραφα συνήθως υπό την επήρεια τεχνητών διεγερτικών, εκτός από το αληθινό διεγερτικό της βαθιά ριζωμένης ανάγκης μου να συνεχίσω να γράφω». Τα μαρτίνι και τα βαρβιτουρικά διέλυσαν το μπλοκάρισμα που είχε πάθει. «Ελευθέρωσαν το ασυνείδητό μου. Γράφεις από το ασυνείδητο – εκεί υπάρχει αποθηκευμένο υλικό», έλεγε. Τον γιατρό του τον αποκαλούσε «Dr. Feel Good» και πίστευε ότι με τις ενέσεις που έκανε και τα ηρεμιστικά χάπια Σεκονάλ θα εξαφάνιζε το στρες και την κατάθλιψη και θα μπορούσε να συνεχίσει να γράφει.
To 1983 η γραμματέας του τον βρήκε νεκρό στο δωμάτιό του, στο ξενοδοχείο Elysee στη Νέα Υόρκη. Ο ιατροδικαστής βρήκε σφηνωμένο στον λαιμό του ένα καπάκι από κολλύριο. Η θεωρία που διατυπώθηκε αργότερα ήταν ότι ο θάνατός του προήλθε από υπερβολική δόση Σεκονάλ. Ο φίλος του, θεατρικός συγγραφέας Λάρι Μάγιερς είχε πει: «Ο Ουίλιαμς δεν πνίγηκε από ένα καπάκι που βρέθηκε στην τραχεία του, όπως αναφέρθηκε τότε. Δεν πέθανε ούτε από το ποτό, ούτε από AIDS, ούτε αυτοκτόνησε, ούτε δολοφονήθηκε, δεν συνέβη αυτό που διψούσαν να γράψουν τα ΜΜΕ. “Οξεία δευτερογενής δυσανεξία” είναι αυτό που αποκαλύπτει η έκθεση της νεκροψίας. Ο Ουίλιαμς είχε γίνει δυσανεκτικός σχεδόν στα πάντα, έχανε βάρος και δεν μπορούσε να χωνέψει σωστά, αλλά ήταν εξαιρετικά διαυγής». Ο Μάγιερς προσθέτει: «Ο Ουίλιαμς έγραφε και ξαναέγραφε μέχρι την ημέρα που πέθανε».
Ο άνθρωπος που έγραψε για τους απλούς ανθρώπους σε κατάσταση κρίσης, τους αγάπησε, τους κατανόησε και θέλησε να τους δικαιώσει στα μάτια του κοινού, ακολούθησε με τη γραφή του μια λυρική γραμμή που ήταν μια μορφή συναισθηματικού ηρωισμού. Σε αυτόν το αμερικανικό θέατρο βρήκε, ίσως για πρώτη φορά, ανεπανάληπτη ευγλωττία και εύρος συναισθήματος∙ βρήκε τον δικό του ραψωδό του τραύματος.
Πηγές: Lillian Hellman on Tennessee Williams | Tennessee Williams and His Contemporaries |Μάριος Πλωρίτης: Θεατρικά έργα | Memoirs by Tennessee Williams | Selected Memories of the Glorious Bird and the Golden Age, Gore Vidal | Henry Miller on Tennessee Williams, Dramaturgia em foco | The Tennesee Williams Annual Review | The Tennesee Williams Studies | Tennessee Williams’ death myth, Larry Myers, Pagesix.com | Tennessee Williams on Art and Sex, NYT, 1975