Ο ΤΟΥΛΟΥΖ-ΛΟΤΡΕΚ ΥΠΗΡΞΕ ο καλλιτέχνης που θεωρήθηκε επίσημος εικονογράφος της νυχτερινής ζωής στα καμπαρέ του Παρισιού κατά την Μπελ Επόκ και πρωταγωνιστής της πολύχρωμης παριζιάνικης ζωής. Τα έργα του μας έδωσαν μια συλλογή από συναρπαστικές, κομψές και προκλητικές εικόνες της σύγχρονής του και μερικές φορές παρακμιακής ζωής· είχε το ελεύθερο να μπαίνει όχι μόνο στα άδυτα των οίκων ανοχής και των καμπαρέ αλλά και να ζωγραφίζει τις φίλες του, τα μοντέλα του, χαλαρά και σε πολύ προσωπικές στιγμές. Περίπου εβδομήντα έργα έχουν παραχθεί σε αυτά τα άδυτα, απαθανατίζοντας καθημερινές στιγμές από τη ζωή των γυναικών που εργάζονταν εκεί.
Υπάρχει ένα έργο του, το «La femme tatouée» (Η γυναίκα με τατουάζ), το οποίο βρίσκεται στην ίδια οικογενειακή συλλογή για περισσότερο από 100 χρόνια, αφού αποκτήθηκε από έναν πρόγονο του σημερινού ιδιοκτήτη του το 1922. Πριν από αυτό, ήταν σχεδόν βέβαιο ότι είχε συμπεριληφθεί στην ατομική έκθεση του Τουλούζ-Λοτρέκ στην παρισινή Galerie Manzi-Joyant το 1896.
Η «Γυναίκα με το τατουάζ» υλοποιήθηκε με την τεχνική-σήμα κατατεθέν του Λοτρέκ: αραίωνε τις λαδομπογιές του με νέφτι για να δημιουργήσει ένα ρευστό μέσο που ήταν εύκολο στην εφαρμογή και ταίριαζε με τον γρήγορο τρόπο που εκτελούσε τα έργα του.
Στην έκθεση του 1896, οι πίνακες με θέματα από οίκους ανοχής εκτέθηκαν χωριστά από τα υπόλοιπα έργα του, σε ένα δωμάτιο του οποίου το κλειδί κρατούσε ο Τουλούζ-Λοτρέκ. Τα έδειχνε μόνο σε λίγους προνομιούχους γνώστες και συλλέκτες.
Είπε ότι δεν «ήθελε να δημιουργήσει σκάνδαλο», έχοντας επίγνωση της κριτικής που θα μπορούσε να δεχθεί για την επιλογή των θεμάτων του.
Το θέμα, το τατουάζ, ήταν μια τάση που αναπτυσσόταν στην ευρωπαϊκή κοινωνία στα τέλη του 19ου αιώνα. Έναν αιώνα νωρίτερα ο Άγγλος εξερευνητής, θαλασσοπόρος, χαρτογράφος και καπετάνιος του βρετανικού βασιλικού ναυτικού Τζέιμς Κουκ (James Cook) και το πλήρωμά του είχαν συναντήσει στον Ειρηνικό ανθρώπους που ανήκαν στη φυλή των Μαορί, οι οποίοι έφεραν καλλιτεχνικά σημάδια σε όλο τους το σώμα. Ο ίδιος εισήγαγε τη λέξη «tattoo» όταν επέστρεψε το 1769 από το πρώτο του ταξίδι στην Αϊτή και τη Νέα Ζηλανδία. Στην αφήγησή του για το ταξίδι αναφέρεται σε μια δραστηριότητα που ονομάζεται «tatau», η οποία, παλιότερα, περιγραφόταν ως σημάδεμα, ζωγραφική ή χρώση.
H δερματοστιξία διείσδυσε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας. Ο τσάρος Νικόλαος Β', η βασίλισσα Όλγα της Ελλάδας και ο βασιλιάς Όσκαρ της Σουηδίας είχαν ο καθένας από ένα τατουάζ. Φημολογείται ότι η βασίλισσα Βικτόρια, η μονάρχης της Μεγάλης Βρετανίας και της Ιρλανδίας, είχε κι εκείνη ένα, μια τίγρη της Βεγγάλης που πολεμούσε έναν πύθωνα. Για να συμβαδίσει με τη ζήτηση, ο Αμερικανός Samuel O'Reilly κατοχύρωσε με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας μια ηλεκτρική μηχανή τατουάζ το 1891.
Ο πίνακας του Τουλούζ-Λοτρέκ
Τρία χρόνια αργότερα, μια γυναίκα με τατουάζ έδωσε τον τίτλο σε έναν αξιόλογο πίνακα του Τουλούζ-Λοτρέκ. Γινόμαστε μάρτυρες μιας ήρεμης σχέσης ανάμεσα σε δύο φιγούρες, καθώς η μία από αυτές ντύνεται. Η γυναίκα στο βάθος βοηθά εκείνη που βρίσκεται σε πρώτο πλάνο να δέσει τους περίτεχνους κόκκινους φιόγκους και τις κορδέλες της πουκαμίσας της. Προφανώς υπάρχει οικειότητα στη σχέση τους καθώς ετοιμάζονται να βγουν, κι αυτό υποδηλώνει ότι γνωρίζονται καλά. Το ίδιο ανώνυμο δίδυμο εμφανίζεται σε μία άλλη από τις συνθέσεις του καλλιτέχνη αυτής της περιόδου, στη «Femme tirant son bas», που σήμερα αποτελεί μέρος της συλλογής του Musée d'Orsay στο Παρίσι.
Η «Γυναίκα με το τατουάζ» υλοποιήθηκε με την τεχνική-σήμα κατατεθέν του Λοτρέκ: αραίωνε τις λαδομπογιές του με νέφτι για να δημιουργήσει ένα ρευστό μέσο που ήταν εύκολο στην εφαρμογή και ταίριαζε με τον γρήγορο τρόπο που εκτελούσε τα έργα του.
Όπως και με τις περίφημες σκηνές του σε νυχτερινά κέντρα και αίθουσες χορού, ο Τουλούζ-Λοτρέκ εδώ εστιάζει κυρίως στις φιγούρες. Οι γύρω λεπτομέρειες του κλειστού «σπιτιού» αποδίδονται χαλαρά, π.χ. μια μικρή γλάστρα σε έναν μπουφέ, κάτι που μοιάζει με καθρέφτη σε έναν τοίχο, στον οποίο αντικατοπτρίζονται οι δύο γυναίκες.
Όταν επρόκειτο για μορφές, ο καλλιτέχνης ήταν ειδικός στο να τις περιορίζει στην ουσία τους και να εστιάζει σε μερικά βασικά φυσικά χαρακτηριστικά τους. Η φερώνυμη ξανθιά γυναίκα στο έργο αυτό έχει μικρή μύτη, γεμάτα μάγουλα, ζουμερά χείλη, μαλακό σαγόνι και, φυσικά, ένα τατουάζ στο μπράτσο.
Αυτό το τατουάζ αποτελείται από ένα ημι-αφηρημένο μοτίβο αλληλένδετων γραμμών που στροβιλίζονται και κάτω από αυτό υπάρχει μια σειρά από σημάδια που μπορεί να είναι αριθμοί, αρχικά ή ένα όνομα, ίσως μια ωδή σε ένα αγαπημένο πρόσωπο. Ενώ το νόημα αυτών των σημαδιών μάς διαφεύγει, ο Λοτρέκ τους δίνει εξέχουσα θέση, τονίζοντας τον τρόπο με τον οποίο το σκούρο μελάνι διακρίνεται στο χλωμό δέρμα της γυναίκας.
Όπως και αλλού στην Ευρώπη, τα τατουάζ ήταν πολύ της μόδας στο Παρίσι την εποχή που ζωγραφίστηκε αυτός ο πίνακας και είχαν επηρεαστεί εν μέρει από ναυτικούς και αξιωματικούς που επέστρεφαν από ταξίδια στον Ειρηνικό. Επαγγελματίες καλλιτέχνες του τατουάζ δημιουργούσαν σε ειδικά καταστήματα και σαλόνια σε όλη την πόλη.
Μέρος της έμπνευσης του Λοτρέκ μπορεί επίσης να προήλθε από τις ιαπωνικές ξυλογραφίες ukiyo-e, οι οποίες πολλαπλασιάστηκαν στο Παρίσι κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Ο ίδιος ήταν φανατικός συλλέκτης και μπορούσε κανείς να δει την επιλογή των θεμάτων του στο εσωτερικό των οίκων ανοχής ως φόρο τιμής στις εταίρες του Έντο, οι οποίες εμφανίζονταν σε έργα όπως αυτά της σειράς του Kitagawa Utamaro, «The twelve hours in the Pleasure Quarter», του 1794.
Σε ορισμένες από αυτές τις σκηνές οι Γιαπωνέζες εταίρες έκαναν τατουάζ που παρέπεμπαν συχνά στον εραστή που απασχολούσε τις σκέψεις τους. Δεδομένου ότι η πρωταγωνίστρια του Λοτρέκ έχει τα μάτια της κλειστά, είναι δυνατό να έχει χαθεί στις αναμνήσεις της, να ονειρεύεται το πρόσωπο που κατέκτησε την καρδιά της και ενέπνευσε το τατουάζ στο χέρι της.
«Αυτές οι γυναίκες είναι ζωντανές», έλεγε ο Λοτρέκ για τα θέματά του από τους οίκους ανοχής. Αντίθετα, θεωρούσε ότι τα μοντέλα των καλλιτεχνών ήταν τόσο άψυχα που έμοιαζαν «σαν βαλσαμωμένα».
Είχε αξιοσημείωτη πρόσβαση στα σπίτια που επισκεπτόταν, περνώντας μεγάλα χρονικά διαστήματα εκεί. Είναι εμφανές στα έργα του ότι οι γυναίκες ήταν χαλαρές, απολάμβαναν την παρέα του και ένιωθαν άνετα καθώς τις παρατηρούσε και τις απεικόνιζε στις καθημερινές τους δραστηριότητες, από τα γεύματα μέχρι τον ύπνο. Οι άνδρες απουσιάζουν αισθητά από τις συνθέσεις, όπως και κάθε αίσθηση ερωτισμού. «Ήταν φίλες του, είχε μια αναζωογονητική επίδραση πάνω τους και τις αντιμετώπιζε ως ίσες», είχε δηλώσει η χορεύτρια καμπαρέ Τζέιν Αβρίλ για τα θέματα που απεικόνιζαν οίκους ανοχής.
Ο Τουλούζ-Λοτρέκ γεννήθηκε σε μια αριστοκρατική οικογένεια στην πόλη Albi της νοτιοδυτικής Γαλλίας το 1864. Δυστυχώς, εξαιτίας μιας συγγενούς ασθένειας των οστών, δεν μπορούσε να απολαύσει το κυνήγι και άλλες υπαίθριες ασχολίες με τον τρόπο που το έκαναν οι άρρενες πρόγονοί του. Δεν ψήλωσε περισσότερο από το 1.50 μ. και περπατούσε με οδυνηρή δυσκολία.
«Αν τα πόδια μου ήταν λίγο πιο μακριά, δεν θα είχα ασχοληθεί ποτέ με τη ζωγραφική», είπε κάποτε. Αποδείχθηκε, ωστόσο, ότι ήταν πολύ καλός στη ζωγραφική. Στις αρχές της δεκαετίας του 1880 μετακόμισε στο Παρίσι, όπου έγινε φίλος με τον Βίνσεντ βαν Γκογκ, συμφοιτητή του στο ατελιέ του Φερνάν Κορμόν. Ωστόσο, ο Τουλούζ-Λοτρέκ προτιμούσε να απεικονίζει τη ζωή που ζούσε γύρω του.
Έζησε κυρίως στη Μονμάρτρη, που αποτελούσε το κυρίαρχο κέντρο της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του αντιμετώπιζε πρόβλημα αλκοολισμού και πέθανε σε ηλικία 36 ετών, έχοντας προσβληθεί από σύφιλη.
Με στοιχεία από το Christie’s