Όταν ήμουν μικρός, με φώναζε η αδελφή του παππού μου κάθε φορά που ήθελε να της γράψω τα ονόματα των νεκρών της για να τα πάει στην εκκλησία. Ένα κατεβατό σε χαρτί -από ένα τετραδιάκι που είχε μόνο για αυτή τη χρήση- με γονείς, αδέλφια, συγγενείς -τους οποίους λίγο-πολύ είχα ακουστά από τις ιστορίες που λέγονταν στο σπίτι. Τους ίδιους, περίπου, που έγραφε κι η γιαγιά μου· η νύφη της. Εκτός από κάποιον Σωτήρη. Τον Σωτήρη τον έβαζε μόνο η αδελφή του παππού μου. Κάποτε την είχα ρωτήσει «ποιος είναι αυτός;», μου είχε απαντήσει «ο νονός μου» και δεν υπήρχε λόγος να μην την πιστέψω.
Η αδελφή του παππού μου ήταν μια γεροντοκόρη, ντυμένη πάντα στα μαύρα, απ’ την κορυφή ως τα νύχια, ιδιότροπη, δύσκολος άνθρωπος, που γκρίνιαζε συχνά και φαινόταν ότι δεν συμπαθεί κανέναν, ειδικά τα παιδιά. Ίσως να και μας αγαπούσε με τον τρόπο της, αλλά παραήταν αυστηρή για να το δείχνει. Όταν γέρασε πολύ και δεν μπορούσε να ζήσει μόνη της, κανείς δεν την ήθελε στο σπίτι του. Οι μόνοι άνθρωποι που θα μπορούσαν να αναλάβουν την φροντίδα της ήταν τα ανίψια της, αλλά κι αυτά κόντευαν την τρίτη ηλικία, με δικές τους υποχρεώσεις και δυσκολίες.
Θα πρέπει να ήταν πάνω από ογδόντα πέντε όταν βγήκε ξυπόλυτη στο χιόνι για να πάρει ξύλα για το τζάκι και έπαθε κρυοπαγήματα. Δεν φόρεσε παπούτσια, γιατί φοβόταν να μην γλιστρήσει και σπάσει κανένα κόκαλο. Όταν την πήγαμε στο γιατρό, τα δάχτυλα των ποδιών της ήταν νεκρά. Η κατάσταση ήταν τραγική, χρειαζόταν κάποιον να τη φροντίζει γιατί δεν μπορούσε πια να περπατήσει, κι ήταν τόσο μεγάλη που ήταν αδύνατο να επιβιώσει μόνη της. Μόνος και άρρωστος, ο τρόμος του εργένη.
Μετά από συγγενικό συμβούλιο δέχτηκε κάποιος ανιψιός να την πάρει σπίτι του (με το αζημίωτο, θα κληρονομούσε όλη της την περιουσία) και να την φροντίσει μέχρι να πεθάνει. Του ευχήθηκαν όλοι «καλή τύχη» και ανακουφίστηκαν που την ξεφορτώθηκαν, γιατί η αλήθεια είναι ότι η αδελφή του παππού μου ήταν μια πολύ παράξενη, δύστροπη γυναίκα. Κι είχε γίνει μία σχεδόν ανυπόφορη γριά.
Όταν την συνάντησα ξανά ήταν ενενήντα δύο, αλλιώτικη, πιο ήρεμη, είχε σχεδόν γλυκάνει. Αισθανόταν ότι πλησίαζε το τέλος της και είχε βγάλει τα μαύρα. Όταν παρουσιάστηκε με την άσπρη ρόμπα δεν την αναγνώρισα. Είχε ζητήσει να με δει γιατί «κάτι ήθελε να μου πει», με φίλαγε στο πρόσωπο και στα χέρια και ήταν δύσκολο να πιστέψω ότι ήταν η ίδια γριά.
Με είχε καλέσει γιατί ήθελε να μου εξηγήσει ποιος ήταν ο Σωτήρης και για ποιο λόγο πενθούσε για πάνω από εβδομήντα χρόνια. «Θυμάσαι τι με είχες ρωτήσει όταν ήσουν μικρός;».
Δεν μπορείς να ξέρεις τι πόνο κουβαλάει ο καθένας μέσα του, πόσο μπορεί να τον έχει σημαδέψει η αγάπη, αυτή η γριά που θεωρούσαμε όλοι σκληρόκαρδη και ανέραστη είχε θυσιάσει μια ολόκληρη ζωή στην ανάμνηση ενός έρωτα. Απαγορευμένου έρωτα. Και με άδοξο τέλος. Όταν άκουσα την ιστορία που μου εκμυστηρεύτηκε (κοινό μυστικό, αλλά απ’ αυτά που δεν ξεστομίζει κανείς σε κλειστές κοινωνίες) συγκλονίστηκα:
Είχε αγαπήσει τον πρώτο της ξάδερφο. Μεγάλος έρωτας. Την έκλεψε και πήγαν στο βουνό, αλλά τους βρήκαν και τους γύρισαν πίσω. Την έδειραν και την έστειλαν μακριά για να τον ξεχάσει. Τους κρατούσαν χωριστά, τους έκαναν μάταια προξενιά. Μετά ήρθε ο πόλεμος. Ο Σωτήρης πήγε και σκοτώθηκε απ’ τους πρώτους, κι αυτή έμεινε χήρα για μια ζωή. Δεν δέχτηκε να παντρευτεί, όσο κι αν επέμεναν οι γονείς της, έκαψε τα προικιά της, φόρεσε μαύρα και δεν τα έβγαλε ποτέ. «Κατάλαβες», με ρώτησε, «γιατί έμεινα μαγκούφα σε όλη μου τη ζωή;».
Η γιαγιά Αικατερίνη –έτσι την έλεγαν– παρόλο που ζούσε δίπλα ακριβώς στη γιαγιά και τον παππού μου, μαγείρευε και έτρωγε μόνη της. Και αγαπούσε πολύ το σκόρδο. Πάρα πολύ. Σε βαθμό απελπισίας. Θυμάμαι ότι στους μεγάλους σεισμούς του ’81, από τον φόβο να μην πέσει το σπίτι και μας πλακώσει, κοιμόμασταν για ένα διάστημα σε μια μεγάλη σκηνή στην αυλή. Τον αδελφό μου κι εμένα μάς έβαζαν μέσα στο Land Rover του πατέρα μου, είχαν στρώσει στο πίσω μέρος σανίδια, είχαν βάλει πάνω τους ένα στρώμα και για καιρό κοιμόμασταν εκεί. Η γιαγιά Αικατερίνη ξάπλωνε στα μπροστινά καθίσματα. Μαρτύριο. Κάθε βράδυ το ίδιο βάσανο: έτρωγε τόσο σκόρδο που από την μπόχα περνούσαν ώρες για να μας πάρει ο ύπνος. Η ταλαιπωρία μας έληξε όταν οι σεισμοί σταμάτησαν και ξαναγυρίσαμε στο σπίτι, παρόλα αυτά, η σκορδίλα ήταν κάτι που δεν έφυγε ποτέ από το τζιπ. Νομίζω ότι μύριζε ακόμα και όταν το εγκατέλειψε ο πατέρας μου σε μια άκρη της αυλής -και έμεινε εκεί για πάνω από είκοσι χρόνια. Ακόμα και σήμερα, είναι αδύνατο να το φέρω στη μνήμη μου χωρίς να μου έρθει ταυτόχρονα κι η μυρωδιά του σκόρδου.
Η γιαγιά Αικατερίνη είχε αδυναμία στη σκορδαλιά, στην αρβανίτικη σκορδαλιά, που ήταν ένα αραιό ζουμί από λιωμένα σκόρδα στο γουδί, αλάτι, λάδι και μπόλικο ξίδι σπιτικό, δυνατό σαν καθαρό οινόπνευμα. Την έτρωγαν συχνά επειδή έριχνε την πίεση, με παντζάρια, σινάπια, ακόμα και κολοκύθια τηγανητά, και ήταν μια σάλτσα τούρμπο που έκανε την ανάσα σου να μυρίζει από χιλιόμετρο. Τη θυμάμαι να στουμπάει τα σκόρδα στο γουδί και να φτιάχνει ντρόμισες, ντρόμσες για την ακρίβεια, ένα ζυμαρικό που υπάρχει αμυδρά στη μνήμη μου, το οποίο έτρωγαν με τη γιαγιά μου τις μέρες της νηστείας. Φαγητό φτώχιας οι ντρόμσες («ψίχουλα» στα αρβανίτικα) πρέπει να ήταν πάντα περιφρονημένες, γιατί η φράση «τα έκανες ντρόμσες» δεν την χρησιμοποιούσαν για καλό, -σήμαινε κάτι χειρότερο από το «τα έκανες θάλασσα». Και τις ντρόμσες τις έτρωγε με σκόρδο η γιαγιά Αικατερίνη. Ωμό.
Η μάνα μου δεν τις έφτιαξε ποτέ, ήταν φαγητό των γιαγιάδων, έτσι, παρότι τις είχα δοκιμάσει, δεν έχω καμία ανάμνηση από τη γεύση τους. Το πολύ βασικό αυτό φαγητό των Αρβανιτών –που οι ηλικιωμένοι συνέδεαν πολύ συχνά με την Κατοχή, μαζί με την μπομπότα– ήταν φτιαγμένο με τα πιο απλά υλικά, αλεύρι, νερό και λάδι και –όταν το επέτρεπε η νηστεία– συνοδευόταν από μυτζήθρα (με τζ).
Από τότε που έφυγε η γιαγιά Αικατερίνη από το σπίτι της, η γιαγιά μου δεν έφτιαξε ξανά ντρόμσες.
Για τις ντρόμ(ι)σες:
Κοσκινίζουμε μισό κιλό αλεύρι για όλες τις χρήσεις σε ένα ταψί και ραντίζουμε με σταγόνες χλιαρού νερού με τα δάχτυλα, για να σχηματιστούν μικροί σβώλοι, σε μέγεθος μικρού ρεβιθιού. Επαναλαμβάνουμε τρίβοντας με τα χέρια, μέχρι να μετατραπεί όλο το αλεύρι σε μικρούς σβώλους. Τους κοσκινίζουμε (ή τους παίρνουμε με την τρυπητή) και τους ρίχνουμε σε νερό που βράζει, προσθέτουμε αλάτι, πιπέρι και μια κουτάλα ελαιόλαδο και ανακατεύουμε για να μην κολλήσουν. Μόλις χυλώσουν, κατεβάζουμε από τη φωτιά. Πρέπει να είναι σαν πηχτή σούπα. Τρώγονται ζεστές, πασπαλισμένες με μπόλικη μυτζήθρα. Για πιο hardcore εκδοχή, τηγανίζουμε μια σκελίδα ψιλοκομμένο σκόρδο στο λάδι πριν ρίξουμε στην κατσαρόλα το νερό και στο τέλος σερβίρουμε με μία ολόκληρη ωμή σκελίδα.