ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ του Ιταλού Υπουργού Πολιτισμού Τζενάρο Σαντζουλιάνο τον περασμένο Σεπτέμβριο εξαιτίας ενός σεξουαλικού σκανδάλου, διορίστηκε στη θέση του ο Αλεσάντρο Τζούλι. Ο Τζούλι είχε ελάχιστη πολιτική εμπειρία, αλλά όπως και η πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι, υπήρξε στα νιάτα του μέλος του νεοφασιστικού κόμματος Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα.
Λίγο μετά την εκλογή της, η Μελόνι τον διόρισε διευθυντή του MAXXI, ενός σημαντικού μουσείου στη Ρώμη. Κατά κάποιον τρόπο, ο Τζούλι ήταν μέρος του οράματος της Μελόνι για χρόνια πριν διοριστεί υπουργός. Η Μελόνι τον θεωρούσε εδώ και καιρό ως έναν από τους πιο κατάλληλους υποψήφιους για να υλοποιήσει ένα έργο που η ίδια θεωρεί ιδιαίτερα σημαντικό: την οικοδόμηση μιας πολιτισμικής ηγεμονίας της δεξιάς.
Ο όρος «πολιτισμική ηγεμονία» είναι μια έννοια που ανέπτυξε ο Ιταλός κομμουνιστής φιλόσοφος Αντόνιο Γκράμσι για να εξηγήσει γιατί η εργατική επανάσταση που είχε προβλέψει ο Καρλ Μαρξ δεν είχε ακόμα πραγματοποιηθεί. Σύμφωνα με τον Γκράμσι, αυτό οφειλόταν στον έλεγχο των κοινωνικών θεσμών –από τα σχολεία έως τα μέσα ενημέρωσης– από την κυρίαρχη τάξη, η οποία τους χρησιμοποιεί για να διαδίδει την ιδεολογία της, διαμορφώνοντας έτσι το σύστημα πεποιθήσεων και, κατά συνέπεια, τις ενέργειες του πληθυσμού. Με άλλα λόγια, ο έλεγχος της κουλτούρας σήμαινε έλεγχο των πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων.
Για να γίνει μια πραγματική κυρίαρχη τάξη, η δεξιά δεν μπορεί να βασίζεται μόνο στην πολιτική εξουσία αλλά πρέπει να εδραιώσει ένα κυρίαρχο αφήγημα για να διατηρήσει τη συναίνεση μέσω ενός συστήματος κοινών αξιών και να καταλάβει πολιτιστικούς θεσμούς, κάτι στο οποίο η αριστερά παραδοσιακά υπερέχει.
Η Μελόνι δεν είναι κομμουνίστρια, αλλά είναι πεπεισμένη ότι η ιταλική Αριστερά έχει καταφέρει, από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, να κυριαρχήσει στους πολιτιστικούς θεσμούς, όπως οι τέχνες και η ακαδημία, δημιουργώντας μια «ηγεμονία εξουσίας» εις βάρος της δεξιάς. Τώρα που βρίσκεται η ίδια στην εξουσία, είναι αποφασισμένη να αντιστρέψει αυτή την ανισορροπία. Ο Τζιούλι συμφωνεί απόλυτα – και στρέφεται στον Γκράμσι για καθοδήγηση. Στο βιβλίο του που κυκλοφόρησε τον Μάιο με τίτλο «Ο Γκράμσι είναι ζωντανός» (Gramsci è vivo), ο Τζούλι παρουσίασε το όραμά του: «Σήμερα, ειδικά στη δεξιά, διεξάγεται η μητέρα όλων των μαχών: η μετάβαση από μια νοοτροπία αποκλεισμού σε μια νοοτροπία του Συστήματος, που σημαίνει να αντιλαμβάνεσαι τον εαυτό σου ως κυρίαρχη τάξη με όραμα και προοπτική για την κοινωνία».
Αυτό που υποστηρίζει είναι ότι η δεξιά, η οποία μέχρι πρόσφατα ήταν αποκλεισμένη από την «καθωσπρέπει» κοινωνία –και ιδιαίτερα από τον χώρο του πολιτισμού– πρέπει να υιοθετήσει το όραμα του Γκράμσι για πολιτιστική ηγεμονία. Με άλλα λόγια, για να γίνει μια πραγματική κυρίαρχη τάξη, δεν μπορεί να βασίζεται μόνο στην πολιτική εξουσία αλλά πρέπει να εδραιώσει ένα κυρίαρχο αφήγημα για να διατηρήσει τη συναίνεση μέσω ενός συστήματος κοινών αξιών και να καταλάβει πολιτιστικούς θεσμούς, κάτι στο οποίο η αριστερά παραδοσιακά υπερέχει.
Η ιταλική δεξιά δεν είναι η μόνη που έλκεται από τις ιδέες του Γκράμσι. Στο βιβλίο του με τίτλο «Αλλαγή καθεστώτος από Δεξιά: Ένα στρατηγικό σχέδιο», ο επιφανής Αυστριακός ινστρούχτορας της άκρας δεξιάς Μάρτιν Ζέλνερ επικαλείται συχνά τον κομμουνιστή φιλόσοφο. Εκτός Ευρώπης, ανάμεσα στους δεξιούς θαυμαστές του Γκράμσι περιλαμβάνονται ο πρώην σύμβουλος του Λευκού Οίκου Στιβ Μπάνον, και ο Βραζιλιάνος συντηρητικός θεωρητικός Ολάβο ντε Καρβάλιο, ο οποίος πέθανε το 2022. Η Τζόρτζια Μελόνι, όμως, έχει κάτι που την ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους: έχει και το όραμα αλλά και την εξουσία για να το πραγματοποιήσει.
Στην Ιταλία, η τηλεόραση έχει κεντρικό ρόλο. Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, συνέβαλε στον αλφαβητισμό της χώρας και στη διάδοση της ιταλικής γλώσσας (αντί των περιφερειακών διαλέκτων) ως κοινής γλώσσας. Η Ιταλία έχει έναν γερασμένο πληθυσμό που βασίζεται κυρίως στην τηλεόραση ως κύρια πηγή πληροφόρησης και ψυχαγωγίας. Η ανάγνωση εφημερίδων και βιβλίων παραμένει χαμηλή, σε σύγκριση με άλλα ανεπτυγμένα έθνη.
Η δεξιά της Μελόνι έχει μια διαφορετική προσέγγιση. «Όταν ανήλθε στην εξουσία, σκέφτηκε ότι η κυβέρνησή της πρέπει να κάνει αυτό δεν έκανε σε 20 χρόνια που ο Μπερλουσκόνι: να επενδύσει στον πολιτισμό και να τον πάρει πίσω από την αριστερά», λέει ο Τζόρτζιο Καραβάλε, καθηγητής σύγχρονης ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Roma Tre και συγγραφέας του βιβλίου Senza Intellettuali («Χωρίς Διανοούμενους»). Όταν έγινε πρωθυπουργός το 2022, διόρισε σε σημαντικές θέσεις του πολιτισμού πρόσωπα της εμπιστοσύνης της, πολλά εκ των οποίων προέχονταν από το Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα (MSI), όπως τον γνωστό για τις ακραία συντηρητικές του θέσεις δημοσιογράφο και συγγραφέα Πιετράντζελο Μπουταφουόκο, που έγινε διευθυντής της Μπιενάλε της Βενετίας.
Η κυβέρνηση της Μελόνι υπήρξε ιδιαίτερα δραστήρια στη διαμόρφωση της κουλτούρας του ιταλικού κρατικού δικτύου τηλεόρασης, της RAI, σε τέτοιο βαθμό που τα τελευταία χρόνια οι επικριτές της έχουν χαρακτηρίσει την RAI ως «Tele-Meloni». Η προσπάθεια είναι πιο επιθετική σε σχέση με την εποχή του Μπερλουσκόνι αλλά, παρά την επιτυχία της, η Μελόνι μοιάζει να φοβάται κάθε κριτική εναντίον της, με συνέπεια τα «κακά νέα» συχνά να λογοκρίνονται. Ο γενικός διευθυντής της RAI, Τζιαμπάολο Ρόσι, είναι επίσης πρώην ακτιβιστής του MSI, προερχόμενος από το ίδια τοπική κομματική οργάνωση στη Ρώμη όπου η Μελόνι ξεκίνησε την πολιτική της καριέρα ως έφηβη.
Οι προσπάθειες της Μελόνι να εγκαθιδρύσει πολιτισμική επιρροή πηγάζουν όχι μόνο από την ιδεολογία της αλλά και από τις περιστάσεις. Ως επικεφαλής της κυβέρνησης, η Μελόνι βρίσκεται στη δυσάρεστη θέση να προωθεί πολιτικές που συγκρούονται με τις επιθυμίες των ψηφοφόρων της, ώστε να διατηρεί καλές σχέσεις με την Ευρώπη. Στην εξωτερική πολιτική, αναγκάστηκε να ταχθεί υπέρ της Ουκρανίας, παρά το γεγονός ότι η εκλογική της βάση είναι φιλορωσική. Στην οικονομία, έπρεπε να κάνει περικοπές στις δαπάνες για την υγειονομική περίθαλψη και τη χρηματοδότηση τοπικών κυβερνήσεων, μια εξαιρετικά αντιδημοφιλής κίνηση για τη βάση της. Σε αντίθεση με τον Μπερλουσκόνι, η Μελόνι δεν διαθέτει μια μιντιακή αυτοκρατορία που θα υπερασπίζεται την εικόνα της με κάθε κόστος. Γι’ αυτό και ο διορισμός πιστών συνεργατών σε κρίσιμες θέσεις στα μέσα και τον πολιτισμό είναι απαραίτητος για να διασφαλίσει μια θετική κάλυψη του έργου της.
Το γεγονός ότι η Μελόνι έχει ένα ξεκάθαρο όραμα για την ανάγκη εγκαθίδρυσης πολιτισμικής ηγεμονίας και το επιδιώκει ενεργά, δεν σημαίνει ότι θα το επιτύχει. Ορισμένοι επικριτές της υποστηρίζουν ότι, παρά τη φιλοδοξία της, η επιρροή της δεξιάς στην κουλτούρα είναι ακόμα περιορισμένη. «Η Μελόνι και (το κόμμα της) τα «Αδέλφια της Ιταλίας» φαίνεται να ενδιαφέρονται περισσότερο για την κατάληψη θέσεων εξουσίας παρά για τη δημιουργία μιας πραγματικής πολιτισμικής ηγεμονίας», σύμφωνα με τον Μάριο Ρικιάρντι, αρθρογράφο της αριστερής εφημερίδας Il Manifesto. «Μπορεί να έχει μια σαφή εικόνα για το ποιοι είναι οι εχθροί—η Αριστερά και η λεγόμενη "ριζοσπαστική ελίτ", πέραν αυτού όμως και μια προσκόλληση σ’ ένα πατριωτικό ιδεώδες, η προσέγγισή της είναι υπερβολικά ασαφής για να μπορέσει να απευθυνθεί πραγματικά στους πολίτες. Για να επιτύχεις τη συναίνεση, πρέπει πρώτα να βάλεις τις ρίζες».
Με στοιχεία από Foreign Policy