Έχουν περάσει δεκαπέντε χρόνια από την προβολή του Κυνόδοντα στις αίθουσες, μιας ταινίας που άλλαξε για πάντα το νέο ελληνικό σινεμά: κέρδισε το βραβείο «Ένα Κάποιο Βλέμμα» («Un Certain Regard») και «Βραβείο Νεότητας» στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών το 2009, και έφτασε μέχρι τα Όσκαρ – υπήρξε υποψήφια για το Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας στην 83η απονομή των βραβείων το 2011. Η ταινία που έστρεψε το παγκόσμιο ενδιαφέρον στον Γιώργο Λάνθιμο άξιζε όλους τους επαίνους και τα διεθνή βραβεία που κέρδισε και δικαιολογημένα θεωρείται μία από τις σημαντικότερες ταινίες του 21ου αιώνα. «Ο Λάνθιμος έφτιαξε ένα φιλμικό σύμπαν, μάντρωσε μια ιστορία μέσα στους τέσσερις τοίχους και στο γκαζόν της έπαυλης, άφησε σπόρους προβληματισμού και ξεβολέματος, χωρίς να θολώσει την αφήγηση.
Τι άλλο να θελήσει ένας υποψιασμένος θεατής από μια ελληνική ταινία αιχμής και καλλιτεχνικής φιλοδοξίας;» έγραφε ο Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος στη LiFO τον Οκτώβριο του 2009, όταν η ταινία βγήκε στις ελληνικές αίθουσες. «Η υπόθεση είναι μια ολοζώντανη, σύγχρονη εκδοχή του πιο αρχετυπικού μύθου που συνδέεται με τη μεταφυσική ανησυχία της ανθρώπινης φύσης, το ξύπνημα του σεξουαλικού ενστίκτου και της τιμωρίας από τον πατέρα. Ο Κυνόδοντας είναι μια κατασκευή που δεν απολογείται για τα ψυχολογικά αίτια των συστατικών υλικών της και δίνει διαστάσεις στους χαρακτήρες που την αποτελούν. Τους εγκαθιστά άμεσα, συμπαγώς, με εφευρετικότητα και τους βάζει να περπατήσουν στο μονοπάτι της διαταραχής που κυριαρχεί απειλητικά στο τακτοποιημένο, συντηρητικό περιβάλλον.
Ο Λάνθιμος κλιμακώνει το σχίσμα σαν θρίλερ, αλλάζοντας με αυτοπεποίθηση ταχύτητες, όπως όταν η έξοχη Παπούλια χορεύει σαν να χύνεται σπασμωδικά η ψυχή της. Δίνει κάποια ελληνικά χαρακτηριστικά στην οικογένεια, αλλά βλέπει την εικόνα της ως μέρος μιας οικουμενικής περιπέτειας, μιας διαδρομής που ενδεχομένως χτίζεται πάνω σε καλές προθέσεις, αλλά λοξοκοιτάζει προς τον φασισμό, διαστρεβλώνοντας την ανάσα της ανθρώπινης συμπεριφοράς».
Ο Ευθύμης Φιλίππου, συν-σεναριογράφος της ταινίας, τρεις από τους πρωταγωνιστές της (Αγγελική Παπούλια, Χρήστος Πασσαλής και Χρήστος Στέργιογλου), ο μοντέρ του Λάνθιμου που έφτασε με τις ταινίες του δύο φορές μέχρι τα Όσκαρ, Γιώργος Μαυροψαρίδης, και το δίδυμο των MNP (Βασίλης Μαρματάκης και Κατερίνα Παπαναγιώτου) που σχεδίασε την αφίσα της ταινίας θυμούνται τη δημιουργική διαδικασία μιας ταινίας που σημάδεψε όχι μόνο τη ζωή τους αλλά και το ευρωπαϊκό σινεμά, όπως και τον θρίαμβο που ακολούθησε.
Ευθύμης Φιλίππου, συν-σεναριογράφος του Κυνόδοντα Ήταν Αύγουστος σίγουρα, ποια χρονιά δεν θυμάμαι, και το σπίτι όπου γινόταν το γύρισμα ήταν στην Αγία Μαρίνα νομίζω, μετά τη Βάρκιζα. Δεν είχα ξαναβρεθεί ποτέ σε set ταινίας, δεν ήξερα σχεδόν κανέναν εκεί, μόνο τον Γιώργο, κι αυτόν όχι πολύ καλά. Τον εκνεύριζα, γιατί χρησιμοποιούσα πολλές προτάσεις που ξεκινούσαν με τη λέξη “μήπως”. Ακόμα τον εκνευρίζει αυτό, ακόμα το κάνω. Κάθε βράδυ που γύριζα στην Αθήνα θυμάμαι την παραλιακή άδεια και πολύ συχνά στην άκρη του δρόμου αυτοκίνητα και μηχανάκια που μόλις είχαν τρακάρει. Η Τρύπα του Καραμανλή το πρωί, η Τρύπα του Καραμανλή το βράδυ, ένα τσικ πιο μεγάλη. Ένα γραμμένο CD στο αυτοκίνητο, που το μόνο τραγούδι που θυμάμαι είναι το «Cool Summer» του Bob Lind. Είχαν προηγηθεί πολλές πολύωρες συναντήσεις στο Αθηναϊκόν που τέλειωναν με δυο τρουφάκια και δυο ταρτάκια φράουλα. Προσπαθούσα να καταλάβω πώς γράφεται ένα σενάριο, πόσες σελίδες πρέπει να είναι, πόσο μεγάλοι πρέπει να είναι οι διάλογοι, τι θα πει «αυτό είναι απαίσιο, σβήσ’ το».
Η τελευταία σκηνή βρέθηκε στο Φίλιον μέσα, απόγευμα. Η πρώτη σκηνή της ταινίας που η Μαίρη προτείνει ένα παιχνίδι στον Χρήστο και στην Αγγελική δεν υπήρχε στο σενάριο. Πρόβες γίναν σε έναν χώρο που μας παραχώρησε ο Δημήτρης Παπαϊωάννου στην οδό Αγίου Μάρκου. Ο Γιώργος τότε έμενε στην Ιασίου κι εγώ στην Τσάμη Καρατάσου. Στην Ιασίου έγινε και πρώτη προβολή με πίτσες από το Pizza Kolonaki της Πατριάρχου Ιωακείμ που πια δεν υπάρχει. Επειδή φοβόμουν τότε τα αεροπλάνα περισσότερο απ’ ό,τι τώρα πήγαμε στο Μιλάνο και νοικιάσαμε αυτοκίνητο για να πάμε στις Κάννες, οι δυο μας. Οδηγούσε ο Γιώργος και έτρεχε πολύ στον δρόμο, οπότε και πάλι φοβόμουν. Στις Κάννες μέναμε σε ένα νοικιασμένο σπίτι σε μια ανηφόρα περισσότεροι άνθρωποι απ’ όσοι θα έπρεπε. Εγώ, ο Θύμιος, ο Μαυροψαρίδης, η Αγγελική, ο Χρήστος, ο Χρήστος, η Μαίρη, o Βασίλης, η Κατερίνα, η Ιφιγένεια, η Άννα, ο Αλέξανδρος και ο Μιχάλης. Στην επιστροφή οδήγησα εγώ. Μετά μετακόμισα στο Παγκράτι δίπλα στο σπίτι όπου γυρίστηκε η σκηνή στην οποία ο Χρήστος κοπανάει την Άννα με το βίντεο στο κεφάλι. Σήμερα ξέρω πως για μένα εκείνος ο Αύγουστος ήταν πολλά πράγματα ταυτόχρονα. Μια παραλιακή με πάρα πολλές τρύπες του Καραμανλή. Ένα ταρτάκι φράουλα με τρούφα από πάνω. Μήπως Γιώργο, μήπως Γιώργο, μήπως Γιώργο.
Χρήστος Στέργιογλου, ηθοποιός, ο πατέρας στον Κυνόδοντα Όταν ήταν να γίνουν τα γυρίσματα, με πήρε κάποιος από το Athens casting και μου είπε ότι ένας σκηνοθέτης έχει μια ταινία, μου περιέγραψε λίγο το σενάριο και πείστηκα από την περιγραφή καταρχάς, κι αφού συνάντησα τον Γιώργο στο Φίλιον και μιλήσαμε και μου είπε τις λεπτομέρειες είπα «οκ, είμαι μέσα». Και μπήκα σε αυτή την ωραία περιπέτεια. Είδα ένα εξαιρετικό, ολοκληρωμένο σενάριο, είδα μια παράξενα όμορφη ιστορία και αμέσως μυρίστηκα ότι εδώ κάτι συμβαίνει. Ήταν μια πολύ δυνατή εντύπωση και αυτό, όταν έρχεται μπροστά σου, δεν το αφήνεις να περάσει, το κρατάς. Αφού έγινε όλη η συμφωνία, αρχίσαμε τις πρόβες.
Κάναμε έναν μήνα πρόβες σε έναν χώρο που μας είχε παραχωρήσει ο Δημήτρης Παπαϊωάννου στο Μοναστηράκι, ετοιμάσαμε το έργο και μετά πήγαμε στον χώρο όπου έγιναν τα γυρίσματα. Έγιναν επί τόπου πάρα πολλοί αυτοσχεδιασμοί με υπέροχο τρόπο, κυριαρχούσε μια ατμόσφαιρα απόλυτης συνεννόησης, απόλυτου συναισθήματος, και βγήκε το αποτέλεσμα που βγήκε. Εκεί που είχαμε «συμφωνήσει» με τον Γιώργο ήταν ότι όλο αυτό το πράγμα εγώ, ως πατέρας που φροντίζω την οικογένεια, το κάνω για το καλό τους, οπότε έτσι έγινε όλη η προσέγγιση του ρόλου, εκεί στηρίχτηκε όλο το εγχείρημα, ότι εγώ αυτό το κάνω για να προστατεύσω την οικογένεια. Πώς μας λένε όλοι οι πολιτικοί «για το καλό σας τα κάνουμε όλα αυτά»;
Αν το προεκτείνεις, όλα τα αυταρχικά καθεστώτα αυτό κάνουν, για το «καλό» μας κάνουν ό,τι κάνουν, οπότε δεν υπήρξε ούτε μια ελάχιστη σκέψη ότι αυτό που κάνει αυτός ο άνθρωπος είναι κάτι κακό. Ήταν από τα πιο απολαυστικά πράγματα που μου έχουν συμβεί, ήμασταν όλοι σε πλήρη συνεννόηση και, βέβαια, αυτό οφείλεται στον Γιώργο – στον μαέστρο οφείλεται το αποτέλεσμα της ορχήστρας. Ήμασταν κι εμείς καλά όργανα, βέβαια. Αυτό που θυμάμαι από τις Κάννες είναι ότι μου έκανε φοβερή εντύπωση που έβλεπα τόσες πολλές γυναίκες με τουαλέτες να κρατάνε τα παπούτσια τους στο χέρι, γιατί δεν μπορούσαν να περπατήσουν με τόσο ψηλά τακούνια, και βέβαια το πλήθος των φωτογράφων και των φλας τα οποία ήταν πολύ εντυπωσιακά όταν περάσαμε το κόκκινο το χαλί – ήταν πρωτόγνωρα πράγματα για όλους μας.
Όταν καθίσαμε στην αίθουσα –ήμουν ανάμεσα στον Γιώργο και στον Χρήστο τον Πασσαλή– και αρχίσαμε να βλέπουμε την ταινία –εγώ την έβλεπα για πρώτη φορά–, αυτό που μου έκανε φοβερή εντύπωση, και μου έχει συμβεί μια-δυο φορές μέχρι τώρα στη ζωή μου, ήταν το εξής: όταν βλέπεις μια ταινία στην οποία παίζεις, συνήθως βλέπεις τον εαυτό σου, τον κρίνεις, λες «αχ, τώρα αυτό δεν έπρεπε να το κάνω έτσι», «αχ, κάτι μου ξέφυγε»· ε, εδώ, ξεκίνησε η ταινία και σε δέκα λεπτά ξέχασα ότι έπαιζα! Τελειώνει η ταινία και λέω «όπα, τι είναι αυτό που έπαθα τώρα;». Είμαστε καθισμένοι όλοι, απόλυτη σιωπή στην αίθουσα, σκουντάω τον Χρήστο και λέω «άντε, τώρα, παιδιά, σηκωθείτε σιγά σιγά», και ενώ σηκωνόμαστε, μόλις αρχίζουν να φαίνονται τα κεφάλια μας από τα καθίσματα, πέφτει ένα χειροκρότημα που δεν θα το ξεχάσω ποτέ, σαν βροχή! Εκεί πήραμε την επιβεβαίωση, κατάλαβα ότι εδώ γίνεται κάτι μεγάλο. Όπως και έγινε.
Αγγελική Παπούλια, ηθοποιός, μεγάλη κόρη στον Κυνόδοντα Με τον Γιώργο Λάνθιμο γνωριστήκαμε όταν είχα πάει να παρακολουθήσω ένα πέρασμα της παράστασης Blaubart που σκηνοθετούσε στο θέατρο Πόρτα το 2004. Μιλήσαμε πολύ λίγο, εγώ του είπα για την παράστασή του που μόλις είχα δει κι εκείνος πως με είχε δει να παίζω στο Σχολείο Γυναικών που είχε σκηνοθετήσει ο Λευτέρης Βογιατζής λίγους μήνες πριν. Θυμάμαι ότι στο εξώφυλλο του σεναρίου είχε δύο τίτλους: Κυνόδοντας και 2 ζόμπι μικρά. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που διάβαζα ένα τέτοιο σενάριο, τόσο από πλευράς θέματος όσο και μορφής. Δεν ανέφερε σχεδόν ποτέ ονόματα χαρακτήρων αλλά μόνο ιδιότητες (μεγάλη αδελφή / μικρή αδελφή). Επίσης, δεν είχε καμία οδηγία συναισθηματικής κατάστασης, μόνο πρακτικές οδηγίες και δράσεις. Σκεφτόμουν, τι ανακούφιση που λείπουν όλα αυτά τα σχόλια για το πώς νιώθει ο χαρακτήρας, επιτέλους. Ήταν ευφυές, αστείο και πρωτόγνωρο. Ενθουσιάστηκα, πήρα τηλέφωνο τον Γιώργο και δέχτηκα αμέσως. Είδαμε κάποιες ταινίες του Robert Bresson και το Silent Light του Carlos Reygadas. Προσπαθήσαμε να πάμε σε μια περιοχή μη έκφρασης και αφαίρεσης. Ουσιαστικά, έπρεπε να ξεχάσουμε τις όποιες υποκριτικές ικανότητες ή ασφάλειές μας. Προσπαθούσαμε να είμαστε απλώς παρόντες κάθε στιγμή, να αντιδράμε και να αποφεύγουμε οποιαδήποτε προκατασκευασμένη ιδέα ή απόφαση για το πώς να είμαστε, διατηρώντας ταυτόχρονα την ακρίβεια και την καθαρότητα που ταίριαζε στον τόνο της ταινίας. Παρόλο που τα παιδιά ήταν αμαθή και άσχετα σε κοινωνικό επίπεδο, ήταν πολύ εκπαιδευμένα σε σωματικό επίπεδο.
Ήταν πιο εύκολο να αντιδρούν ενστικτωδώς. Δουλέψαμε τη σωματική έκφραση, πώς μέσα από την έντονη σωματικότητα εξέφραζαν ό,τι ήθελαν να εκφράσουν, οτιδήποτε δεν μπορούσε να εκφραστεί αλλιώς. Νομίζω πως καταφέραμε ασυνείδητα και χωρίς πολλές εξηγήσεις ή συζητήσεις να είμαστε εκτεθειμένοι και ανοιχτοί στο απρόοπτο και το τυχαίο, σε άγνοια και αναρώτηση σε όλα τα επίπεδα. Η συνεργασία μου με τον Χρήστο με βοήθησε πολύ. Είχαμε ήδη δουλέψει μαζί αρκετά χρόνια, οπότε είχαμε αναπτύξει έναν κοινό κώδικα. Έτσι ήταν πιο εύκολο να συνυπάρξουμε ως αδέλφια, υπήρχε ήδη καλλιτεχνική συγγένεια. Θυμάμαι τον χώρο όπου κάναμε πρόβες στην οδό Αγίου Μάρκου, ένα στούντιο χορού του Δημήτρη Παπαϊωάννου. Στις πρόβες ο Γιώργος μας ζητούσε να αυτοσχεδιάζουμε κυρίως σκηνές εκτός του σεναρίου. Μια άσκηση ήταν να επινοήσουμε αυτοσχέδια παιχνίδια που έπαιζαν τα αδέλφια στο σπίτι τις ελεύθερες ώρες τους. Έτσι προέκυψε η σκηνή που τα δύο αδέλφια ξιφομαχούν με τα καλαμάκια στον κήπο. Επίσης, θυμάμαι αυτοσχεδιασμούς με τους γονείς μας, πώς να φτιάξουμε όλοι μαζί ένα γεύμα, ή να μάθουμε τις καινούργιες λέξεις της ημέρας, ή να χορέψουμε. Μέρος των δραστηριοτήτων ήταν και οι ασκήσεις χορού. Μια μέρα που κάναμε δεκαεπτά λήψεις στη σκηνή που η μεγάλη αδελφή μαχαιρώνει τον αδελφό και το αίμα πέφτει στο ψυγείο, ήταν δύσκολη τεχνικά και είχα αγχωθεί.
Επίσης, τραβούσαμε σε φιλμ και αισθανόμουν άσχημα που σπαταλούσαμε τόσο φιλμ. Θυμάμαι την πρώτη μέρα γυρισμάτων και την πρώτη λήψη της ταινίας, που έκρυβα κέικ στην τσέπη μου στο άσπρο σορτσάκι, στην κουζίνα· μια μέρα που είχε έρθει στο γύρισμα ο Βασίλης Μαρματάκης και τον γνώρισα για πρώτη φορά· θυμάμαι μια μέρα γύρω στις 15 Αυγούστου που πονούσε η μέση του Γιώργου· κάποια βράδια που κοιμόμουν με την αγαπημένη μου Μαιρούλα στο σπίτι όπου γυριζόταν η ταινία – ήταν περίεργα το βράδυ όταν όλοι έφευγαν· ένα πρωί που λίγα λεπτά πριν από το γύρισμα ο Γιώργος μας έδωσε μια νέα συνθήκη και γυρίσαμε κατευθείαν την πρώτη σκηνή στο μπάνιο που τα τρία αδέλφια ανακαλύπτουν το παιχνίδι με το δάχτυλο. Θυμάμαι έντονα την αίσθηση ότι ήμασταν χαρούμενοι που κάναμε την ταινία μόνοι μας σε εκείνο το απομακρυσμένο σπίτι και πως γελούσαμε συχνά. Στην πρεμιέρα, στις Κάννες, στη διάρκεια της προβολής θυμάμαι την έντονη αντίδραση του κοινού στη σκηνή που έσπασα με το βαράκι τον κυνόδοντα. Ήταν μια μαζική αντίδραση απολύτως συγχρονισμένη, με δυνατό ήχο έκπληξης και σοκ. Όλο το θέατρο αναπήδησε στο ίδιο κλάσμα του δευτερολέπτου. Από τα Όσκαρ θυμάμαι τον Φ.Φ. Κόπολα να κάθεται στο φουαγέ σε έναν κόκκινο βελούδινο καναπέ. Νομίζω ότι οι άλλοι πήγαν να του μιλήσουν, εγώ δεν πήγα γιατί ντρεπόμουν πολύ. Επίσης, τη στιγμή που αναγγέλθηκε ο τίτλος της ταινίας και προβλήθηκε στην αίθουσα ένα απόσπασμα θεώρησα ότι ήμασταν καθαρά σε άλλη διάσταση. Στη διάρκεια των γυρισμάτων φτιάχναμε με τον Χρήστο και τη Μαιρούλα υποθετικά αμερικανικά τρέιλερ της ταινίας με μουσικές και ατάκες από τις σκηνές που είχαμε γυρίσει ήδη. Και τα παίζαμε μεταξύ μας με αμερικανικό accent και γελούσαμε. Φυσικά, δεν περνούσε ποτέ από το μυαλό μας τότε ότι η ταινία θα είχε τελικά αμερικανικό τρέιλερ.
Σε μια προβολή της ταινίας στο MOMA στη Νέα Υόρκη κάποιοι Έλληνες θεατές έλεγαν μετά το τέλος της προβολής «δεν ντρέπεστε που παρουσιάζετε μια τέτοια εικόνα της Ελλάδας στο εξωτερικό;».
Χρήστος Πασσαλής, ηθοποιός, γιος στον Κυνόδοντα Με τον Γιώργο γνωριστήκαμε το 2004 και συνεργαστήκαμε στο θέατρο όπου σκηνοθέτησε ένα έργο της Dea Loher πάνω στον μύθο του Κυανοπώγωνα. Όταν πήρα το σενάριο, διάβασα κάτι που δεν μπορούσα να κατατάξω, κάτι που η ιδιοτροπία του εμφανιζόταν μάλλον για πρώτη φορά. Είχα την αίσθηση ότι με αυτό το σενάριο άνοιγε μια ανεξερεύνητη περιοχή όπου το κωμικό έμοιαζε συγκινητικό και το τραγικό, αστείο. Συνήθως οι ηθοποιοί μαθαίνουν να δουλεύουν από μέσα προς τα έξω, αυτό που με μπανάλ και αστείο τρόπο λέγαμε κάποτε «μπαίνω στον ρόλο». Ο Bresson συμβούλευε τους ηθοποιούς του να δουλεύουν από έξω προς τα μέσα, να βρίσκουν δηλαδή ένα σχήμα εξωτερικό που μέσω συνεχών επαναλήψεων να γίνει αυτόματο, χωρίς να χρειάζεται να σκέφτονται τι κάνουν ή τι λένε. Έτσι δουλέψαμε με τον Γιώργο. Πρότεινε μια ουδέτερη, άτονη εκφορά με στόχο να διώξει την ψυχολογία από τους χαρακτήρες και να κρατήσει μόνο έναν πυρήνα που υποθέτω πως ήταν εν τέλει η ουσία του καθενός από μας – των ηθοποιών, όχι των ρόλων. Μια στιγμή που επιστρέφει αρκετά συχνά στο μυαλό μου έχει να κάνει με τις μέρες που ήμασταν στις Κάννες. Νομίζω είχε τελειώσει και η δεύτερη προβολή της ταινίας και θυμάμαι να καθόμαστε με τον Γιώργο και την Αγγελική σε ένα παγκάκι δίπλα στην παραλία.
Ο κόσμος περνούσε, βγάζαμε φωτογραφίες, ήταν Μάιος και ο καιρός ζεστός και έχω πάντα την αίσθηση ότι αυτή ίσως να ήταν μία από τις πολύ ξέγνοιαστες στιγμές στη ζωή μου, μια στιγμή που η ένταση είχε περάσει, τα πράγματα ήταν εντάξει και, για λίγη ώρα, δεν χρειαζόταν να προσπαθήσεις για τίποτα. Μια αγαπημένη μου ατάκα από την ταινία είναι «το ζώο που μας απειλεί λέγεται γάτα» – αρκεί να σκεφτεί κανείς τους τοίχους που χτίζονται από το εγκληματικό αυτό ελληνικό κράτος με την υποστήριξη της φοβικής και εξίσου εγκληματικής και παρακμάζουσας ευρωπαϊκής κοινότητας και τους στρατούς της Frontex, τις παράνομες επαναπροωθήσεις μεταναστών και τις απειλές του νεοεκλεγμένου Προέδρου των ΗΠΑ (και η λίστα δεν έχει τέλος). Κι αυτούς, όπως φαίνεται, το ζώο που τους απειλεί λέγεται γάτα. Ολόκληρος ο δυτικός κόσμος γαβγίζει τρομοκρατημένος.
Γιώργος Μαυροψαρίδης, μοντέρ του Κυνόδοντα Με τον Γιώργο Λάνθιμο γνωριστήκαμε γύρω στο 1999, όταν ο Γιώργος έκανε το πρώτο του διαφημιστικό – το μοντάραμε μαζί. Από τότε συνεργαστήκαμε σε πάρα πολλά διαφημιστικά. Η πρώτη ταινία που κάναμε μαζί ήταν το 2001, ο Καλύτερός μου φίλος, που είχε συν-σκηνοθετήσει με τον Λαζόπουλο, αλλά η σχέση μας, που αναπτύχθηκε τα επόμενα χρόνια περισσότερο, ξεκίνησε όταν κάναμε την Κινέττα το 2004-2005. Μετά κάναμε τον Κυνόδοντα το 2008-2009. Από τότε συνεργαζόμαστε σε όλες τις ταινίες του. Το γύρισμα για τον Κυνόδοντα έγινε το καλοκαίρι του 2008 και το μοντάζ πήγε από τον Αύγουστο μέχρι τον Μάρτιο-Απρίλιο του επόμενου χρόνου, όταν προβλήθηκε στις Κάννες. Θυμάμαι τη βοηθό μου, που με έλεγε δάσκαλο, και όταν ήρθαν οι πρώτες εικόνες μού είπε «πο πο, δάσκαλε, πώς θα μοντάρεις αυτό το υλικό;». Ήταν τελείως διαφορετικό, τελείως καινούργιο, αλλά εγώ το περίμενα από τον Λάνθιμο αυτό, γιατί και στα διαφημιστικά ένιωθα ότι έψαχνε να βρει πάντα έναν τρόπο προσωπικό να αφηγηθεί μια ιστορία, δεν τον ένοιαζε να μπει σε ένα δεδομένο, έπρεπε να το ανακαλύψει μέσα του και να το εκφράσει με τους τρόπους που μας επιτρέπει ο κινηματογράφος.
Θυμάμαι τα λόγια του Λάνθιμου όταν μου έδωσε το σενάριο και όταν άρχισα να παίρνω το πρώτο υλικό. Μου είπε: «Ξέχνα ό,τι ξέρεις, πρέπει να βρούμε έναν άλλο τρόπο να μοντάρουμε». Θυμάμαι, επίσης, να μου στέλνει την τελευταία μέρα το σενάριο με τελείως αλλαγμένη σειρά των σκηνών, αντί για 1, 2, 3 ήταν η 10η, μετά ακολουθούσε η 15η, μετά η 89η, όχι για να μου πει να ακολουθήσω αυτήν τη νέα σειρά αλλά για να μου δώσει να καταλάβω ότι ακόμα και τη δομή θα τη βρούμε στο μοντάζ. Είχε πάρα πολλές αυτοσχεδιαστικές σκηνές και σκηνές που επαναλαμβάνονταν σε διαφορετικούς χώρους και δεν μπορούσαν να μπουν και οι δύο, έπρεπε να μπει η μία ή η άλλη ανάλογα με το πώς θα μοντάραμε τη σκηνή. Το σενάριο ξεκινούσε με την περιγραφή της έλευσης της σεκιουριτά που έπαιζε η Άννα Καλαϊτζίδου, που ερχόταν στο σπίτι κι έτσι μπαίναμε σε αυτόν τον κόσμο. Είχε μία άλλη ιδέα ο Γιώργος, είπε να βάλουμε ένα από τα μαθήματα στην αρχή· υπήρχαν σκηνές που η μαμά έκανε μαθήματα στα παιδιά και τους μάθαινε νέες λέξεις. Βέβαια, επειδή ήταν η αρχή της ταινίας, δεν μπορούσε να είναι μια περιγραφική σκηνή, οπότε κατέληξε να είναι ένα χέρι που βάζει μια κασέτα σε ένα κασετόφωνο και ακούγεται η άυλη φωνή της μαμάς να λέει «οι καινούργιες λέξεις της ημέρας είναι οι εξής: θάλασσα, αυτοκινητόδρομος, εκδρομή, καραμπίνα», και εξηγούσε με τον παράξενο τρόπο της ταινίας ότι «θάλασσα είναι η δερμάτινη πολυθρόνα με τα ξύλινα μπράτσα σαν αυτή που έχουμε στο σαλόνι μας» κ.λπ. Το πλάνο με το κασετόφωνο το ακολουθούσαν τρία συγκεκριμένα πλάνα των παιδιών που ήταν στο μπάνιο, άλλη αυτοσχεδιαστική σκηνή, που κατά κάποιον τρόπο ήταν μια εισαγωγή στα τρία αυτά πρόσωπα, και, βέβαια, μια εισαγωγή σε ένα από τα μεγάλα θέματα της ταινίας που είναι το πώς μαθαίνουμε τον κόσμο: κάποιος μάς διδάσκει τον κόσμο ανάλογα με την περιοχή, τη χώρα και τη θρησκεία κάτω από την οποία γεννιόμαστε, οπότε μαθαίνουμε ό,τι μας λένε και μας δείχνουν οι μεγάλοι.
Βάζει τον θεατή σε μια άλλη παρακολούθηση της ταινίας, ο οποίος καταλαβαίνει ότι δεν βλέπει μια περιγραφική ταινία, την περιγραφή μιας συγκεκριμένης πραγματικότητας, αλλά μπαίνει αμέσως σε έναν νέο κόσμο, σε μια άλλη πραγματικότητα που δημιουργεί ο Λάνθιμος. Δεν μπαίνει με τον συνηθισμένο τρόπο, της ταύτισης με τον ήρωα της ταινίας που ακολουθεί το δράμα του, αλλά σαν με ένα essay, μια θέση πάνω στο πώς μαθαίνουμε τον κόσμο – ή τι σημαίνει αγάπη, τι σημαίνει έλεγχος κ.λπ. στις επόμενες ταινίες. Αυτός είναι ο τρόπος του Γιώργου να επικοινωνήσει με το κοινό του σε ένα επίπεδο όχι καθαρά διανοητικό αλλά υπερ-διανοητικό, στο οποίο μπαίνουν και στοιχεία συναισθηματικά, όχι όμως τα συνηθισμένα. Είναι χαρακτηριστικό ότι η προσπάθεια είναι πάντα να σπάσει, να αποδομηθεί ο συνηθισμένος τρόπος που βλέπει ο θεατής τα πράγματα ή που περιμένει από μια ταινία, γι’ αυτό και είχαμε αγωνία, θυμάμαι, όταν βλέπαμε τον Κυνόδοντα στις Κάννες. Έπρεπε να περάσουν 15-17 λεπτά μέχρι να είμαστε σίγουροι ότι ο θεατής μπήκε επιτέλους σε αυτόν τον κόσμο, κατανόησε τους όρους του συγκεκριμένου παιχνιδιού και τους κανόνες του. Πάντα έτσι είναι στις ταινίες που κάνουμε.
Θυμάμαι ότι μοντάραμε ανάμεσα σε διαφημιστικά, δεν είχαμε τον τρόπο να βιοποριστούμε χωρίς να κάνουμε τα διαφημιστικά, ούτε ο Κυνόδοντας ήταν μια ταινία που θα μας πλήρωνε, οπότε μοντάραμε στο ενδιάμεσο. Θυμάμαι πάρα πολύ έντονα κάποιες στιγμές του μοντάζ και της συνεργασίας με τον Γιώργο που είναι σαν να νιώθεις ένα ρεύμα δημιουργικό να σε ενώνει με τον άλλον και όλα τα πράγματα γίνονται χωρίς να χρειαστεί να τα συζητήσεις, απλώς υπάρχει αυτή η επαφή. Ένιωθα πολλές φορές αυτή την αισθητική συγκίνηση, όπως την ονομάζω, που συμβαίνει όταν κάτι γίνεται καλά – και γινόταν. Θυμάμαι, επίσης, ότι ενώ η ταινία είχε μπει στο διαγωνιστικό του «Un Certain Regard», δεν είχαμε σταματήσει να μοντάρουμε, δεν είχε τελειώσει η ταινία, και ήθελε ο Γιώργος να συνεχίσουμε να την παιδεύουμε περισσότερο για να γίνει ακόμα καλύτερη. Ο σκοπός δεν ήταν να πάει σε ένα φεστιβάλ, όχι. Ο σκοπός ήταν η ίδια η ταινία και τι μας έλεγε. Μου είχε κάνει εντύπωση η ανταπόκριση του κοινού στην Ελλάδα όταν βγήκε ο Κυνόδοντας, που δεν ήταν πολύ καλή. Δεν ξέρω τι ανταπόκριση θα είχε στην Ελλάδα η ταινία αν δεν είχε πάει στο εξωτερικό, στις Κάννες, και μετά ως υποψήφια στα Όσκαρ για ξένη ταινία. Στο τέλος τη δέχτηκαν, αλλά υπήρχε ένας πόλεμος σχετικά με αυτή την ταινία, την πολεμούσε για διαφορετικούς λόγους ο καθένας.
Κατερίνα Παπαναγιώτου, γραφίστας και art director, ιδρυτής του δημιουργικού γραφείου MNP που σχεδίασε την αφίσα του Κυνόδοντα. Πριν κάνω το γραφείο με τον Βασίλη δούλευα στη διαφήμιση, οπότε με τον Γιώργο κάναμε διαφημιστικά, αυτή ήταν η πρώτη μας συνεργασία. Εκεί γνώρισα και τον Ευθύμη, εκεί γνώρισα και τον Βασίλη, οπότε με τον Βασίλη κάναμε το γραφείο και κάπως ήμασταν όλοι μία παρέα.
Βασίλης Μαρματάκης, γραφίστας και art director, ιδρυτής του δημιουργικού γραφείου MNP που σχεδίασε την αφίσα του Κυνόδοντα. Ως αφίσα ο Κυνόδοντας ήταν η πρώτη μας συνεργασία με τον Γιώργο. Όταν ξεκινήσαμε να τη φτιάξουμε δουλεύαμε με φωτογραφίες από την ταινία. Την είχαμε δει, αλλά πιο πριν είχαμε διαβάσει το σενάριο και λόγω της φιλικής σχέσης με τα παιδιά ήμασταν κοντά σε όλη τη διαδικασία δημιουργίας της. Ήταν και η πρώτη ταινία τους, οπότε τη ζήσαμε σε όλα τα στάδια. Η αφίσα μας ήταν η αφίσα με την οποία πήγε ο Κυνόδοντας στις Κάννες, αλλά όταν βρήκε διανομή η ταινία δεν χρησιμοποιήθηκε πουθενά εκτός Ελλάδας. Στις άλλες χώρες θεωρήθηκε πολύ πειραματική και έκαναν δικές τους αφίσες, όχι ιδιαίτερα ωραίες, κατά τη γνώμη μας. Δεν ήταν σχεδιασμένες, χρησιμοποιούσαν απλώς φωτογραφίες. Η αφίσα που φτιάξαμε δείχνει ένα σύμβολο ηχητικής παραμόρφωσης το οποίο αποτελείται από τρεις γραμμές, καθεμία από τις οποίες συμβολίζει και ένα παιδί. Ξεκινάνε από το ίδιο σημείο, έχουν διαφορετική πορεία και συναντιούνται πάλι στο κέντρο. Το σύμβολο της ηχητικής παραμόρφωσης είναι προφανές, αυτά που λένε οι γονείς για την πραγματικότητα στα παιδιά, αλλά αυτές οι γραμμές κάπως δημιουργούν και εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους. Υπάρχει το σπίτι, που είναι περιφραγμένο, και έξω ένας μεγάλος χώρος, οπότε και αυτό έχει να κάνει με το σενάριο της ταινίας.
K.: Είχαμε βάλει όλες τις προτάσεις μας για αφίσα στον τοίχο και αποφασίσαμε να βάλουμε σε όλες δάφνες. Ενώ έπρεπε να αποφασίσει ο Γιώργος, ο Βασίλης, αστειευόμενος, του είπε «δεν έχει σημασία ποια αφίσα θα επιλέξεις, απλώς αν η αφίσα έχει δάφνες, αυτή θα είναι η σωστή αφίσα». Γέλαγαν όλοι, αλλά τελικά ήρθαν πάρα πολλές δάφνες, σε σημείο που όταν κάναμε τις προσαρμογές είχε πάρει τόσα βραβεία η ταινία, που οι δάφνες δεν χώραγαν. Το αστείο είχε γίνει πραγματικότητα!
Β.: Τα χρώματα που επιλέξαμε –γιατί κάθε γραμμή είχε διαφορετικό χρώμα– τα είχαμε πάρει από την παλέτα της ταινίας. Επίσης, αυτό το γραφιστικό εμφανίζεται και στην αρχή της ταινίας, οι γραμμές εμφανίζονται ξεχωριστά στους τίτλους, μία-μία μόνη της, και στο τέλος εμφανίζονται όλες μαζί. Κάναμε και μια σειρά αφισών με αυτά που δεν θα δούνε ποτέ τα παιδιά, π.χ. μια πολική αρκούδα ή ένα κλαμπ όπου γίνεται ρέιβ πάρτι και όλοι χορεύουν, αλλά η επιλογή από τον Λάνθιμο έγινε πολύ γρήγορα, είδε τις αφίσες και είπε «αυτό είναι». Σε μια αφίσα είχαμε βάλει και την Παπούλια με τα αίματα και η αντίδραση του Γιώργου ήταν «συγγνώμη, βάλατε το τέλος της ταινίας στην αφίσα;». Που, βέβαια, αυτό ακριβώς έπαιξε αργότερα σε αφίσα στην Αμερική.
Κ.: Το Σαββατοκύριακο που θα προβαλλόταν η ταινία στις Κάνες βραβευόταν και το γραφείο μας στη Ζυρίχη. Βραβευόμασταν Σάββατο και η προβολή της ταινίας ήταν Κυριακή, οπότε αποφασίσαμε μαζί με όλα τα παιδιά που είχαμε πάει στη Ζυρίχη να νοικιάσουμε ένα βαν και να πάμε οδικώς στις Κάννες για να δούμε την ταινία. Το βράδυ κοιμηθήκαμε στο σπίτι που είχαν κλείσει όλοι μαζί, όπως να ’ναι, πήγαμε στην προβολή της ταινίας και φύγαμε πάλι με το βαν για να προλάβουμε την πτήση από τη Ζυρίχη. Ήταν απίστευτη εμπειρία. Τότε δεν υπήρχαν και τα Google maps, είχαμε τυπώσει χάρτες και τους είχαμε ενώσει με σπιράλ.
Ηρακλής Μαυροειδής, Άγγελος Βενέτης, Άρης Ντάγιος (της εταιρείας παραγωγής της ταινίας BOO PRODUCTIONS) Ο Κυνόδοντας γυρίστηκε με πολύ κόπο από όλους και με τις δυσκολίες της κινηματογραφίας εκείνης της εποχής! Αλλά τα εν οίκω μη εν δήμω… όσοι ξέρουν... Η πρώτη μορφή του σεναρίου ήταν δεν ήταν 20 σελίδες. Μας το έδωσαν τα παιδιά –Γιώργος και Ευθύμης– στο Galaxy, ένα βράδυ από τα πολλά που βρισκόμασταν εκεί τότε. Η πρώτη αντίδραση ήταν «πάμε να το κάνουμε»!
Η πιο μεγάλη δυσκολία για εμάς τους παραγωγούς ήταν, φυσικά, η χρηματοδότηση της παραγωγής. Ο Λάνθιμος τότε ήταν, βέβαια, κορυφαίος σκηνοθέτης της διαφήμισης, αλλά κινηματογραφικά όχι πολύ γνωστός και οι 20 σελίδες σενάριο δεν βοηθούσαν. Από άποψη παραγωγής ήταν μια, κατά τα άλλα, εύκολη ταινία. Η ταινία οφείλει πολλά στον τότε πρόεδρο του ΕΚΚ, Γιώργο Παπαλιό, φανατικό της ταινίας αλλά και του Γιώργου. Ο κ. Παπαλιός ήταν από τους λίγους που έπιασαν από την αρχή το θέμα που πραγματεύεται η ταινία! Παρ’ όλα αυτά, τα χρήματα του ΕΚΚ και της ΕΡΤ δεν έφταναν και έπρεπε το υπόλοιπο να το καλύψει η ΒΟΟ Productions.
Προφανώς και δεν περιμέναμε αυτή την πορεία της ταινίας στα φεστιβάλ και ότι θα μπορούσε να φτάσει μέχρι τα Όσκαρ. Όταν όμως είδαμε το πρώτο cut, καταλάβαμε ότι κάτι σπουδαίο υπήρχε. Δεν είχαμε, προφανώς, ξαναδεί ΠΟΤΕ κάτι τέτοιο και μας άγγιξε όλους σαν ομάδα.
Ο Κυνόδοντας έφερε μια νέα πνοή αλλά και ένα νέο ρεύμα δημιουργών, που τόλμησαν με τη σειρά τους να κινηθούν αντισυμβατικά. Κάποιοι με επιτυχία και κάποιοι όχι. Τώρα που τα χρόνια πέρασαν, μπορούμε να πούμε ότι το κύμα αυτό έμεινε ανολοκλήρωτο.
Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ το χειροκρότημα στην αίθουσα των Καννών, που δεν σταματούσε για πολλή ώρα, μέχρι που έγινε αμήχανο για όλους μας. Αυτή ήταν και η πρώτη έκθεση της ταινίας και η υποδοχή ήταν ανατριχιαστική. Την υποψηφιότητα για τα Όσκαρ τη μάθαμε όταν ήμασταν στο Sundance με το Attenberg της Αθηνάς [Ραχήλ Τσαγγάρη]. Απίθανη στιγμή! Δεν θα ξεχάσουμε και το πόσο φανατικός με την ταινία ήταν ο Ντενί Βιλνέβ, που ήταν συνυποψήφιος τότε με το Incendies. Την υπερασπιζόταν πιο πολύ και από τη δική του. Και, επίσης, τον Γουόρεν Μπίτι να λέει στον Μαυροψαρίδη σε ένα πάρτι να μιλάει πιο δυνατά, γιατί είναι κουφός! Aπίστευτα ακομπλεξάριστος ο Γουόρεν!