Σε συνέντευξη του στην ιστοσελίδα -πλατφόρμα της εκστρατείας κατά της ρατσιστικής βίας της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, ο Γιώργος Τσιάκαλος, καθηγητής Παιδαγωγικής στο ΑΠΘ και συγγραφέας (μεταξύ άλλων) του «Οδηγού Αντιρατσιστικής Εκπαίδευσης», αναλύει το φαινόμενο του ρατσιστικού λόγου στη δημόσια σφαίρα.
Κοινή διαπίστωση των τελευταίων μηνών είναι η ενίσχυση του ρατσιστικού λόγου στη δημόσια σφαίρα. Συμφωνείτε με αυτή και, αν ναι, πού την αποδίδετε;
Αυτό που διαπιστώνω είναι ότι τους τελευταίους μήνες υπάρχει μεγάλη προθυμία εντοπισμού φαινομένων ρατσιστικού λόγου στη δημόσια ζωή, σε αντίθεση με αυτό που ίσχυε παλιότερα. Το «φούσκωμα» των ποσοστών της Χρυσής Αυγής, και όσα ακολούθησαν, υποχρέωσε πολλούς να αντιληφθούν ότι ο ρατσισμός δεν αποτελεί μόνον απειλή για τους μετανάστες και τις μετανάστριες ή για τα μέλη κάποιων μειονοτήτων αλλά ότι διαβρώνει τα θεμέλια της δημοκρατίας και υπονομεύει τον ανθρώπινο πολιτισμό. Δηλαδή, η αίσθηση που έχουμε ότι ο ρατσιστικός λόγος ενισχύθηκε, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι σήμερα πολλοί άνθρωποι διακρίνουν τη ρατσιστική παραφωνία, ανησυχούν γι’ αυτή κι ενδιαφέρονται να την αντιμετωπίσουν. Βεβαίως, με την ύπαρξη ενός ναζιστικού κόμματος στη Βουλή είναι φανερό ότι έχουμε επίσης μια ποιοτική αλλαγή στο ρατσιστικό λόγο και στη διάδοσή του. Πάντως, αν πρέπει να μιλούμε για ενίσχυση, τον τελευταίο καιρό, κάποιου φαινομένου σε σχέση με το ρατσισμό, τότε μάλλον πρέπει να επικεντρώσουμε την προσοχή μας στη δυναμική εμφάνιση και παρουσία ενός αντιρατσιστικού και αντιναζιστικού προβληματισμού που γεννάει αισιοδοξία για την παραπέρα πορεία. Το τελευταίο δεν σημαίνει, δυστυχώς, ότι ο προβληματισμός αυτός συνοδεύεται πάντα από έναν καλά θεμελιωμένο και συγκροτημένο αντιρατσιστικό και αντιναζιστικό λόγο. Συχνά συμβαίνει το αντίθετο, κι αυτό οδηγεί μερικές φορές σε αποτελέσματα που αντιβαίνουν στις καλές προθέσεις.
Ποια είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ρατσιστικού λόγου; Πώς διαφοροποιείται από τον ευρύτερο κοινωνικό λόγο, τόσο μορφολογικά όσο και από πλευράς περιεχομένου;
«Λόγος» είναι «κοινωνική πρακτική», δηλαδή είναι ενεργή σχέση ανάμεσα σε κοινωνικά υποκείμενα, που χαρακτηρίζονται από προθέσεις και, διαφορετικές μεταξύ τους, δυνατότητες επίτευξης των προθέσεων. Συστατικά της κοινωνικής πρακτικής που ονομάζουμε «λόγο» αποτελούν γραπτά και προφορικά κείμενα και σκηνική παρουσία του φορέα του λόγου –όλα αυτά στο πλαίσιο συγκεκριμένου χρόνου και κοινωνικού χώρου.
Αισθάνομαι την ανάγκη να τα τονίσω όλα αυτά, έστω και επιγραμματικά, διότι τον τελευταίο καιρό διαπιστώνω πολλές περιπτώσεις όπου η έννοια «ρατσιστικός λόγος» χρησιμοποιείται με τρόπο που, άθελα, βοηθάει τους ρατσιστές και τη ναζιστική έκφανση της ελληνικής ακροδεξιάς. Ο ίδιος νοιώθω αρκετά άβολα, επειδή ήδη πριν εικοσιπέντε χρόνια είχα αρχίσει να υποδεικνύω το ρόλο που παίζουν ακόμη και απλές λέξεις της καθημερινής μας ζωής στην αναπαραγωγή διακρίσεων και, στη συνέχεια κάτω από ορισμένες συνθήκες, στην εμφάνιση και ενίσχυση του ρατσισμού. Λέξεις όπως «γύφτος, «κάφρος», «σπαστικός» και άλλες παρόμοιες –πάντοτε με αρνητική φόρτιση– είναι λέξεις που προέρχονται από ένα παρελθόν πολιτισμικού ρατσισμού, όπου οι δυνατοί αποφάσιζαν ακόμη και για την ονομασία κάποιων υποτελών ομάδων ή κοινωνικών κατηγοριών. Σε μια εποχή που τυπικά αναγνωρίζεται η ισότητα όλων των ανθρώπων, η χρήση τέτοιων λέξεων αποτελεί δείκτη και θεμέλιο ρατσιστικών διακρίσεων. Όμως, όποιος παλιότερα μιλούσε γι’ αυτά τα θέματα θεωρούνταν υπερβολικός έως και γραφικός, ενώ στην πραγματικότητα απλώς απέδιδε τη γνώση που είχαμε αποκτήσει από την επιστημονική έρευνα. Βεβαίως, η χρήση μιας τέτοιας έννοιας, από μόνη της, σε καμιά περίπτωση δεν επιτρέπει το χαρακτηρισμό ενός ανθρώπου ως «ρατσιστή». Είναι πιο σωστό να μιλούμε σ’ αυτές τις περιπτώσεις για «θραύσματα» ρατσιστικού λόγου που έχουν περάσει μέσα στον καθημερινό λόγο, τις περισσότερες φορές χωρίς να αντιλαμβάνεται ο ομιλητής ούτε το γεγονός ούτε τις επιπτώσεις του. Αντίθετα, ο λόγος του ρατσιστή συγκροτείται από πολλές τέτοιες λέξεις, από τεχνητά δημιουργημένους νεολογισμούς, από ρητορικά σχήματα, μεταφορικές έννοιες, σκηνική παρουσία, και, κυρίως, χρησιμοποιείται συστηματικά στις περιπτώσεις που περιγράφονται και ερμηνεύονται κοινωνικές καταστάσεις, και χρησιμοποιείται με στόχο την υπονόμευση της ισότητας των ανθρώπων στο συγκεκριμένο χώρο και χρόνο. Όμως, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι η χρήση θραυσμάτων ρατσιστικού λόγου από ανυποψίαστους και, συνάμα, «ευυπόληπτους» πολίτες, παρόλο που δεν αποτελεί ρατσισμό από μόνη της, νομιμοποιεί κάποια στοιχεία του ρατσιστικού λόγου και, έτσι, δυσκολεύει την αναγνώριση, την καταδίκη και την απομόνωση του συγκροτημένου ρατσιστικού λόγου των συνειδητών ρατσιστών. Αυτό βιώσαμε εμείς στην Ελλάδα και αυτήν την αποτυχία πληρώνουμε σήμερα.
Η χρήση θραυσμάτων ρατσιστικού λόγου από ανυποψίαστους και, συνάμα, «ευυπόληπτους» πολίτες, παρόλο που δεν αποτελεί ρατσισμό από μόνη της, νομιμοποιεί κάποια στοιχεία του ρατσιστικού λόγου.
Με όσα είπα έως τώρα θέλω να επιστήσω την προσοχή στο γεγονός ότι ο ρατσιστικός και ο ναζιστικός λόγος, έχουν ένα σκληρό πυρήνα που είναι αδιαπραγμάτευτος και αφορά στην εχθρότητα και άρνηση της ισότητας των ανθρώπων, ενώ όλα τα υπόλοιπα είναι εναλλάξιμα, ανάλογα με την εποχή και το χώρο, και ανάλογα με την υπηρεσία που μπορούν να προσφέρουν στην προώθηση της βασικής ιδέας. Έτσι, σε αντίθεση με αυτό που ισχύει σήμερα στα ναζιστικά κόμματα της Ευρώπης, στο λόγο του ναζιστικού κόμματος του Χίτλερ οι μετανάστες δεν έπαιζαν σχεδόν κανένα ρόλο, ενώ σημαντικό ρόλο έπαιζαν οι ανάπηροι – που παρουσιάζονταν ως ιδιαίτερο οικονομικό βάρος για την κοινωνία και ως βιολογικός κίνδυνος για τη φυλή. Στον ίδιο λόγο, μαζί με τους νεολογισμούς που δημιουργούσαν την αίσθηση του διαφορετικού και του καινούριου, ενσωματώνονταν επίσης, με στρέβλωση του αρχικού τους νοήματος, λέξεις από το λόγο των πολιτικών και ιδεολογικών αντιπάλων, εφόσον οι λέξεις αυτές είχαν θετική απήχηση στην ευρύτερη κοινωνία. Όλα αυτά χαρακτηρίζουν σήμερα το ρατσιστικό λόγο στην Ελλάδα και ιδιαίτερα το ναζιστικό λόγο της Χρυσής Αυγής.
Μπορείτε να μας δώσετε ορισμένα παραδείγματα από τα εγχειρίδια που χρησιμοποιεί η ελληνική ακροδεξιά για την εξωσχολική διδασκαλία των θρησκευτικών, της ιστορίας κ.ο.κ.;
Η ναζιστική έκφανση της ακροδεξιάς στην Ελλάδα δεν έχει «απλώς» ρατσιστικό λόγο, έχει καθαρό ναζιστικό λόγο. Πολύ σχηματικά λέω ότι ο ρατσιστικός λόγος θεμελιώνεται στο αξίωμα ότι η ανθρωπότητα αποτελείται από διαφορετικές βιολογικές οντότητες που ονομάζονται «φυλές», κάθε φυλή έχει την ιδιότητα να παράγει έναν δικό της πολιτισμό, και η ιδιότητα αυτή καταστρέφεται εάν η βιολογική οντότητα «φυλή» διαρραγεί εξαιτίας επιμειξιών. Αυτή είναι, με πολύ απλά λόγια, η θεωρία του ντε Γκομπινό, που θεωρείται «πατέρας του ρατσισμού». Η διαφορετική αξιολόγηση των πολιτισμών είναι αυτή που οδηγεί στη συνέχεια στη διαφορετική αξιολόγηση των ίδιων των «φυλών», ως βιολογικές οντότητες. Παίρνοντας αυτά ως δεδομένα, ο ντε Γκομπινό ερμήνευσε όλη την ανθρώπινη ιστορία ως μια αέναη σύγκρουση ανάμεσα σε διαφορετικές φυλές και ερμήνευσε επίσης τη δημιουργία των μεγάλων πολιτισμών ως δημιουργήματα μιας ανώτερης φυλής. Στη συνέχεια είδε την παρακμή των μεγάλων πολιτισμών ως αποτέλεσμα της εξαφάνισης της ανώτερης φυλής –εξαφάνιση, που, δήθεν, συνέβη είτε επειδή εξολοθρεύτηκε από κάποια εχθρική φυλή, είτε επειδή σταδιακά υποκαταστάθηκε από μια άλλη φυλή (μέσω της αφομοίωσης μελών άλλων φυλών), είτε επειδή έχασε τα αρχικά της χαρακτηριστικά ως αποτέλεσμα επιμειξιών με άλλες φυλές. Αν δει κανείς αυτά, τότε αντιλαμβάνεται τα κύρια χαρακτηριστικά της πολιτικής των ρατσιστών παλιότερα και σήμερα: θεωρούν αναπόφευκτο –και αναγκαίο– τον πόλεμο με λαούς άλλων «φυλών», αντιτίθενται σφόδρα στην κοινωνική και πολιτική ένταξη ανθρώπων από άλλες «φυλές» (π.χ. παιδιά μεταναστών και μεταναστριών), πολεμούν με όλα τα μέσα τους «μικτούς» γάμους. Γι αυτό τα πιο αμιγή ρατσιστικά καθεστώτα, με πιο χαρακτηριστικό το καθεστώς του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική, έρχονταν με σχετικούς νόμους και κοινωνικές πρακτικές να αποτρέψουν όλα αυτά που σύμφωνα με τη ρατσιστική θεωρία θεωρούνται επικίνδυνα.
Το ίδιο συνέβαινε με το ναζισμό, ο οποίος, όμως, είχε και έχει μία επιπλέον διάσταση: εκτός από την ανισότητα των φυλών ασπάζεται επίσης το αξίωμα ότι ανισότητα υπάρχει και στο πλαίσιο της ίδιας φυλής και ότι αυτή, ως δήθεν, «φυσικός νόμος», πρέπει να ληφθεί υπόψη στην οργάνωση του κράτους. Συνάμα, θεωρεί ότι η φυλή κινδυνεύει και από «εκφυλιστικά» φαινόμενα, ως αποτέλεσμα της κοινωνικής προστασίας των αδύναμων, οι οποίοι στη φύση θα ήταν καταδικασμένοι σε εξαφάνιση. Γι αυτό, το ναζιστικό κράτος και η ναζιστική ιδεολογία χαρακτηρίζονται από απόλυτη εχθρότητα απέναντι στη δημοκρατία, απέναντι στην αλληλεγγύη με τους αδύναμους και απέναντι στις αρχές της ισότητας των ανθρώπων –όπως π.χ. εκφράζονται από το Χριστιανισμό ή τη Γαλλική επανάσταση. Δηλαδή, ο ναζιστικός λόγος είναι ρατσιστικός λόγος εμπλουτισμένος με κοινωνικό δαρβινισμό. Αυτή είναι η περίπτωση της Χρυσής Αυγής. Αυτά διδάσκουν στη Χρυσή Αυγή. Είναι διδασκαλίες που μπορούν να αντιμετωπιστούν εύκολα διότι βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με βαθιά ριζωμένα ιδανικά των ανθρώπων, βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με τον ορθό λόγο, βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με τα σχέδια ζωής και τα όνειρα της συντριπτικής πλειοψηφίας των πολιτών.
Το «εγέρθουτου», θεωρήθηκε γραφικό στοιχείο ενός αγράμματου και άξεστου ανθρώπου, αλλά στην πραγματικότητα η χρήση της προστακτικής –δηλαδή, «η διαταγή»– αποτελεί συστατικό στοιχείο της ναζιστικής ρητορικής, με στόχο την απαξίωση του ισότιμου διαλόγου και την υποταγή του άλλου.
Τώρα στην ερώτησή σας σχετικά με το περιεχόμενο και τη μορφή των κειμένων που χρησιμοποιούνται στα «μαθήματά τους». Δεν ξέρω εάν υπάρχουν ειδικά εγχειρίδια, υπάρχουν όμως πολλές δημοσιεύσεις που δείχνουν ότι οι προσεγγίσεις τους σε όλους τους τομείς υποτάσσονται στις βασικές ιδεολογικές αρχές τους. Έτσι, η Ελληνική Ιστορία είναι η ιστορία μιας ανώτερης «καθαρής φυλής» που βρίσκεται σε αέναη σύγκρουση με άλλες φυλές, η φυλή διατρέχει πάντοτε τον κίνδυνο να υποκατασταθεί από μέλη άλλων φυλών που έρχονται ως εισβολείς ή μετανάστες, στους εχθρούς της φυλής συγκαταλέγονται και δικά της «εκφυλισμένα» άτομα. Στο πλαίσιο αυτό η επιμόρφωση δεν αποσκοπεί στην πληροφόρηση σχετικά με ιστορικά γεγονότα αλλά στην άκριτη αποδοχή της βασικής αρχής ότι όλη η ιστορία είναι ιστορία σύγκρουσης φυλών και όλες οι ηρωικές πράξεις είναι απόρροια της ιδιαίτερης βιολογικής σύστασης των φυλών και των ατόμων. Βεβαίως, για να επιβληθεί αυτή μονοδιάστατη και λανθασμένη προσέγγιση, η διδασκαλία επικεντρώνεται σε ορισμένες μόνον πτυχές της ιστορίας –που, επιπλέον, παρουσιάζονται σαν, δήθεν, να αποκρύβονται από την επίσημη επιστήμη- ενώ αποσιωπούνται ή/και διαστρεβλώνονται οι πιο σημαντικές, πτυχές της ιστορίας, αφού κατά κανόνα αντιβαίνουν στη θεωρία τους. Έτσι, αποσιωπάται η σχέση των Ελλήνων που προετοίμασαν την επανάσταση του 1821 με τις αρχές και τα μηνύματα της Γαλλικής Επανάστασης, εξαφανίζεται οτιδήποτε έχει σχέση με τη δημοκρατία στην Αρχαία Ελλάδα και το ρόλο της σε αυτό που χαρακτηρίστηκε «θαύμα πολιτισμού», εξοβελίζεται από τα θρησκευτικά η χριστιανική διδασκαλία για την υποδοχή και αποδοχή του «Ξένου».
Παρόμοια είναι η ενασχόλησή τους με τις άλλες επιστήμες, με πιο χαρακτηριστικές τη βιολογία, τη γλωσσολογία και τη φιλολογία, ενώ το θρησκευτικά εντάσσονται στη λογική ότι η θρησκεία αποτελεί πολιτιστική έκφανση της φυλής. Γενικά, η ρατσιστική και ναζιστική «επιμόρφωση» θεμελιώνεται σε κάποια ανορθολογικά αξιώματα του 19ου αιώνα «περί φυλής» και χαρακτηρίζεται από συνειδητή στρέβλωση ή παράλειψη όλων των δεδομένων της επιστήμης που, από μόνα τους, αποδομούν το ρατσιστικό και ναζιστικό λόγο. Το ότι αυτό μέχρι σήμερα έχει γίνει κατορθωτό από μέρους τους, έστω και με μικρή επιτυχία, σχετίζεται με πολλές και σοβαρές ελλείψεις του εκπαιδευτικού μας συστήματος σε αυτόν τον τομέα.
Ποιος ο ρόλος των ΜΜΕ στη διάδοση του ρατσιστικού λόγου;
Τα ΜΜΕ είναι εκείνα που δημιούργησαν και διέδωσαν την ψεύτικη εικόνα της Χρυσής Αυγής, ως μια οργάνωση που, δήθεν, ασκεί φιλανθρωπία, προστατεύει πολίτες από την εγκληματικότητα, και είναι ικανή να απειλήσει με βία, να εκφοβίσει και να «τιμωρήσει» τους αντιπάλους της. Όμως τίποτε από αυτά δεν ισχύει.
Ας δούμε το θέμα της προσφοράς τροφίμων. Η έννοια της φιλανθρωπίας είναι απόλυτα συνδεδεμένη με την έννοια της μυστικότητας του προσώπου που προσφέρει και της διακριτικότητας σε σχέση με την ταυτότητα αυτού που βρίσκεται σε ανάγκη και αποδέχεται την προσφορά. Όμως στη Χρυσή Αυγή βλέπουμε τον απόλυτο φαρισαϊσμό –«κοιτάξτε, εγώ είμαι που δίνω!»– σε συνδυασμό με την τηλεοπτική αποκάλυψη και τον εξευτελισμό του προσώπου όσων βρίσκονται σε ανάγκη να καταφύγουν στη φιλανθρωπία. Κι επιπλέον: ποιο είναι το μέγεθος αυτής της βοήθειας; Το σύνολο όσων δόθηκαν μέχρι σήμερα από τη Χρυσή Αυγή δεν πλησιάζει αυτά που παρέχει μια ενορία της πρωτεύουσας ή της Θεσσαλονίκης μέσα σε μία μόνο εβδομάδα. Και σε ότι αφορά την δήθεν δύναμή της, η αλήθεια είναι ότι όπου οι πολίτες αποφασίζουν να την αντιμετωπίσουν –κι αυτό συμβαίνει όλο και πιο συχνά– εκεί αποδεικνύεται ότι αρκεί η αντίσταση και ενός μόνον ατόμου για να τους στείλει από εκεί που ήλθαν, όπως συνέβη με την ηλικιωμένη γυναίκα στη λαϊκή αγορά του Μεσολογγίου ή όπως έκαναν οι πολίτες των Χανίων που έριξαν τους νταήδες της Χρυσής Αυγής στη θάλασσα. Αυτά τα δεδομένα δεν εμφανίζονται ποτέ στα ΜΜΕ, τα οποία, αποπλαισιώνοντας τις συγκεκριμένες κοινωνικές πρακτικές γίνονται φορείς της ψεύτικης εικόνας που ζωγραφίζουν οι ακροδεξιοί αγύρτες.
Γενικά, η ρητορεία της Χρυσής Αυγής συγκροτείται,
-πρώτον, γύρω από την «υπόσχεση» ενός διαφορετικού, αρμονικού, κόσμου, την οποία υπηρετούν κείμενα και πρακτικές, όπως αυτές που περιέγραψα προηγουμένως, και,
-δεύτερον, γύρω από την απειλή και τον εκφοβισμό των αντιπάλων, που υπηρετεί η χρήση της προστακτικής στη γλώσσα.
Το «εγέρθουτου», θεωρήθηκε γραφικό στοιχείο ενός αγράμματου και άξεστου ανθρώπου, αλλά στην πραγματικότητα η χρήση της προστακτικής –δηλαδή, «η διαταγή» – αποτελεί συστατικό στοιχείο της ναζιστικής ρητορικής, με στόχο την απαξίωση του ισότιμου διαλόγου και την υποταγή του άλλου (που απειλείται με τιμωρία σε περίπτωση ανυπακοής). Είναι τραγικό να βλέπει κανείς δημοσιογράφους να μην αντιλαμβάνονται το «παιχνίδι» αυτό και ουσιαστικά να υποτάσσονται, στο όνομα, δήθεν, της δημοσιογραφικής δεοντολογίας ή της «τυπικής» ευγένειας.
Πώς καταπολεμάται τελικά ο ρατσιστικός λόγος;
Ξέρω ότι ξαφνιάζονται οι περισσότεροι όταν λέω ότι η αντιμετώπισή του ρατσιστικού και ναζιστικού λόγου στην Ελλάδα είναι σχετικά εύκολη. Αυτή είναι όμως η αλήθεια, καθώς ο συγκεκριμένος λόγος στην Ελλάδα είναι πολύ πρωτόγονος και δεν μπορεί να αντέξει ούτε μια στιγμή απέναντι στον συγκροτημένο αντιρατσιστικό λόγο. Ο τελευταίος όμως απαιτεί σοβαρή ενασχόληση με το θέμα και απομάκρυνση από απλουστευτικές προσεγγίσεις, κάτι που αρκετοί από τους αντιπάλους του ρατσισμού και του ναζισμού δεν αντιλαμβάνονται ακόμη. Η σχετική αγωνία του Ερνστ Μπλοχ την παλιά εποχή παραμένει επίκαιρη: Αναρωτήθηκε από πού άραγε να προέρχεται «η πρόληψη ότι η αλήθεια από μόνη της μπορεί να ανοίξει το δρόμο» και κατέληξε αξιολογώντας το λόγο των βαρβάρων και τον δικό μας λόγο: «Οι ναζί μιλούσαν εξαπατώντας, αλλά μιλούσαν σε ανθρώπους, οι σοσιαλιστές μιλούσαν εντελώς αληθινά, αλλά μιλούσαν για πράγματα (θέματα). Αυτό που χρειάζεται τώρα είναι να μιλήσουμε εντελώς αληθινά σε ανθρώπους για τα δικά τους θέματα». Έτσι θα πράξουμε.