Όποιο διήγημα του Μπρις Ντ' Τζ. Πάνκεϊκ και να πιάσεις –αν και το πιθανότερο είναι να σε πιάσει αυτό από τον λαιμό– νιώθεις σαν να επιστρέφεις πάντα στον ίδιο τόπο: σε αυτό το περιβάλλον της απόγνωσης, στο Ροκ Καμπ, στη φανταστική γη των Απαλαχίων. Άνθρωποι εγκλωβισμένοι, ανθρακωρύχοι, εργάτες, αυτοσχέδιοι μποξέρ, διοργανωτές κοκορομαχιών, ξεπροβάλλουν από τα κατεστραμμένα σπίτια και δραπετεύουν διαρκώς με προορισμό την άβυσσο. Ονειρεύονται τη ζωή σε αλλότριους τόπους –το Σικάγο, το Μίσιγκαν ή την Κίνα– μέσα από φαντασιώσεις, μνήμες ακόμα και φαντάσματα και, αντ' αυτής, βιώνουν, σαν ήρωες αρχαίας τραγωδίας, τη μοίρα τους ήσυχα και καταστροφικά. Μόνο που, σε αντίθεση με την αρχαία τραγωδία, δεν υπάρχει γι' αυτούς καμία εξιλέωση ούτε κάθαρση, παρά μόνο η ανάμνηση κάποιας πρόσκαιρης σπίθας και της εμμονής τους να γδέρνουν τις σάρκες και τις ψυχές τους. Σάμπως να σχηματίζουν μόνοι τους τον μαύρο ρέοντα ποταμό, γεμάτο αίμα και σκοτεινά νερά, που ξεβράζει κουφάρια ζώων, και ανθρώπινα απομεινάρια. Όταν μάλιστα τα νερά στεγνώσουν, εκεί κάπου στη Δυτική Βιρτζίνια, αυτό που εμφανίζεται είναι στεγνή γη και μια σκόνη που σκεπάζει τα χείλη. «Σε τέτοια μέρη δεν γλιτώνει κανένας» ή «Τα σκατά πάντα βουλιάζουν και όλες αυτές οι πόλεις ρίχνουν τα σκατά τους στο ποτάμι και εκείνα καταλήγουν στο Δέλτα». Αλλά τι το ψάχνεις; «Όλα τα νερά των αρχαίων βουνών κυλούσαν προς τη Δύση. Όμως το έδαφος ανυψώθηκε. Τίποτα πια δεν έχω, μόνο τις ισιάδες της όχθης και τα απολιθώματα που μαζεύω. Ανοιγοκλείνω τα μάτια και ανασαίνω. Ο πατέρας είναι ένα γκρίζο σύννεφο μες στις καλαμιές και η Τζίνι μονάχα η αποφορά των βάτων ψηλά στην πλαγιά».
Ο Τσέχοφ σίγουρα θα καταλάβαινε πολύ καλά τι κινεί τους χαρακτήρες του Πάνκεϊκ, τι τους οδηγεί και κυρίως τι έκανε τον ίδιο τον συγγραφέα να καρφώσει στο κεφάλι του μια καραμπίνα και να τινάξει τα μυαλά του στον αέρα.
Και κάπως έτσι, μνήμες, άνθρωποι, έδαφος, χθόνιο στοιχείο, αίμα, ενοχή, πληγές και εσωτερικά αδιέξοδα ενώνονται σε αυτόν το φανταστικό τόπο που έχει στήσει τόσο μαστόρικα το δαιμονικό πλάσμα, ο Ντ' Τζ. Πάνκεϊκ, ο οποίος κατέθεσε στη σύντομη ζωή του μια σειρά από αριστοτεχνικά διηγήματα, γραμμένα κυριολεκτικά με τα σπλάχνα, την καρδιά και το αίμα. Όσοι αναρωτιούνται πώς μπορεί κανείς να γράφει ενορατικά και ταυτόχρονα καλοδουλεμένα, αρκεί να δει πώς κεντάει με αιματοβαμμένη πένα ο νεαρός αυτός Αμερικανός λίγο προτού προβεί στο απονενοημένο διάβημα μόλις στα 27 του χρόνια. Τα διηγήματα του Πάνκεϊκ (γεννήθηκε το '52 και αυτοκτόνησε το '79), τα περισσότερα εκ των οποίων ανακαλύφθηκαν post-mortem, τον ανέδειξαν –τραγική ειρωνεία, είναι αλήθεια– «σε έναν από τους πέντε καλύτερους διηγηματογράφους των τελευταίων πενήντα ετών», όπως έγραφε χαρακτηριστικά η «Guardian», με μια «γραφή ασθμαίνουσα, χαραγμένη στο μυαλό του αναγνώστη», όπως έλεγε η Μάργκαρετ Άτγουντ. Η μία και μοναδική συλλογή που κληροδότησε στους αναγνώστες ο συγγραφέας κυκλοφορεί τώρα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μεταίχμιο με τον τίτλο Τριλοβίτες. Ευτύχησε, μάλιστα, να πέσει στα χέρια του διηγηματογράφου Γιάννη Παλαβού, ο οποίος φαίνεται να κατοίκησε για λίγο στο δυστοπικό σύμπαν του Πάνκεϊκ, μεταφράζοντάς τον αριστοτεχνικά και γράφοντας μια όμορφη εισαγωγή γι' αυτά τα άρρηκτα συνδεδεμένα με τη γη της Δυτικής Βιρτζίνια, όπου γεννήθηκε ο συγγραφέας, κείμενα: «Οι χαρακτήρες του Πάνκεϊκ είναι βγαλμένοι από τα σπλάχνα αυτής της φτωχής Πολιτείας των Απαλαχίων – και η φράση "από τα σπλάχνα" δεν είναι σχήμα λόγου αλλά κυριολεξία, μια και αρκετοί ήρωες των διηγημάτων είναι ανθρακωρύχοι ή αγρότες» επισημαίνει εύστοχα ο Παλαβός. Όχι τυχαία, στα περισσότερα από τα διηγήματά του παρακολουθούμε τους πρωταγωνιστές να σκάβουν βαθιά στη γη ή να ψάχνουν για απολιθώματα, να ξεθάβουν πτώματα, να ξεκοιλιάζουν ζώα σε μια προσπάθεια ανεύρεσης του βαθύτερου εαυτού – κι αυτό που μονίμως ανακαλύπτουν δεν είναι παρά κόκαλα, σάρκα και αίμα. Το «Λάβετε, φάγετε, τούτο μου εστί το σώμα» θα μπορούσε να λειτουργεί ως λάιτ μοτίφ στα διηγήματα του πιστού και καθολικού Πάνκεϊκ, ο οποίος βλέπει τον Εσταυρωμένο ριγμένο καταμεσής της Βιρτζίνια. Τον δικό τους σταυρό –στο ξύλο του Σταυρού αναφέρεται η συλλογή του «Εν τω Ξηρώ»– σέρνουν άλλωστε και οι πρωταγωνιστές του: ο νεαρός Κόλι στους Τριλοβίτες, που θέλει να παραμείνει στη γη του και να ζήσει τον έρωτά του με την Τζίνι, η οποία του υποσχόταν ότι θα «ζούμε με μάνγκο και αγάπη» και τον αφήνει τώρα προδομένο, να νιώθει λες και είναι «εκατό χρόνων». Έτσι νιώθουν σχεδόν όλοι οι πρωταγωνιστές του, όπως ο Σκίβι και ο Γκίμπσον στον «Καβγατζή», οι οποίοι χτυπιούνται μέχρι θανάτου, ξέροντας εκ των προτέρων πως στον αγώνα της πάλης είναι όλοι ηττημένοι. Ζώντες τε και τεθνεώτες, νεαροί που γλίτωσαν τον πόλεμο του Βιετνάμ, προτιμώντας να κόψουν τα άκρα τους –βλέπε διήγημα «Τιμή στους πεσόντες»–, αλλά και ο έφηβος που αναζητά τα υλικά από τα οποία είναι φτιαγμένα τα όνειρα, διορθώνοντας αμάξια στη «Σωτηρία μου», είναι εγκλωβισμένοι στην ίδια αδιέξοδη μοίρα. Το ίδιο νιώθει ακόμα κι ο πιτσιρικάς, ο Μπο, στο «Κυνήγι της αλεπούς», γιατί επιμένοντας στην έκπληξη, ο Πάνκεϊκ δεν προτιμά αρματωμένους ενήλικες κυνηγούς αλλά έναν ατζαμή έφηβο. Άλλωστε, οι γέροι είναι ανήλικοι και οι μεγάλοι ενήλικες στην άχρονη γη του Ροκ Άιλαντ που ξεβράζει στεγνές ψυχές και τρωγλοδύτες: σπαρακτική είναι η ιστορία με τη δεκαπεντάχρονη πόρνη στο «Ένα μόνιμο δωμάτιο» που δείχνει το αδιέξοδο των σχέσεων στα μέρη εκείνα. Κανένα έλεος για τους κατατρεγμένους που ζουν περιμένοντας την τιμωρία ή την οιμωγή, ούτε καν η αυγή δεν ξημερώνει την ελπίδα: «Η αυγή είναι η σπίθα που καίει την κορυφογραμμή. Το πρωινό φως αλλάζει τους τόνους της ομίχλης και απλώνει ένα κοκκινωπό χρώμα στα λιθόστρωτα του Ροκ Καμπ. Οι φανοστάτες τρεμοπαίζουν και σβήνουν. Στην άλλη άκρη της φουρκέτας το φανάρι αναβοσβήνει. Έρημος ο δρόμος μπροστά του. Ποιος να στρίψει, ποιος να σταματήσει, να πάει πού».
Προφανώς, πουθενά. Είναι σίγουρο ότι εδώ το αμερικανικό όνειρο ξεπατώνεται συθέμελα και βλέπει τα ξέφτια του να σκορπίζονται μαζί με τις στάχτες των νεκρών του πολέμου του Βιετνάμ. Βαθιά πολιτικό, το έργο του Πάνκεϊκ διαθέτει, σε κάθε διήγημα σχεδόν, αναφορές στις αμαρτίες των πολιτικών: στο ψευδεπίγραφο «κόλπο του Κένεντι για να τσιμπήσει ψήφους», λανσάροντας στους Αμερικανούς, αντί το ραδιόφωνο, την τηλεόραση, στην αμφισβητούμενη «Ομιλία της Ατιμίας» του Περλ Χάρμπορ, στους hobo, τους πλανόδιους, δηλαδή, εργάτες που μετακινούνταν σε αναζήτηση εποχικής εργασίας κατά την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης και αργότερα. Εκτεταμένες αναφορές γίνονται επίσης στους ανθρακωρύχους και στη μεγάλη απεργία των αρχών του αιώνα που στιγμάτισαν τα μέρη όπου μεγάλωσε ο συγγραφέας. Πολιτική μαζί και μεταφυσική καταγράφουν μια αέναη άνωθεν τιμωρία που στοιχειώνει όλες τις γενιές, διαμορφώνοντας έναν μοναδικό καμβά και μια τεράστια πινακοθήκη όπου πεσόντες άγγελοι συνευρίσκονται με τους ζωντανούς νεκρούς της νεκρής αυτής χώρας της Δυτικής Βιρτζίνια. Μόνο που εδώ η κόλαση αποκτά τη μορφή ενός ντραγκστόρ και οι φωτιές τής καίνε εσωτερικά τα σπλάχνα. Στέρφες μένουν εδώ οι αγκαλιές, όπως και τα τοπία, στέρφες από χάδια και αγάπη στο άνυδρο τοπίο. Ο Τσέχοφ σίγουρα θα καταλάβαινε πολύ καλά τι κινεί τους χαρακτήρες του Πάνκεϊκ, τι τους οδηγεί και κυρίως τι έκανε τον ίδιο τον συγγραφέα να καρφώσει στο κεφάλι του μια καραμπίνα και να τινάξει τα μυαλά του στον αέρα: «Τίποτα δεν θέλησα περισσότερο στη ζωή μου, αλλά μη με ρωτάτε γιατί δεν το έκανα και μη ρωτάτε τι έγινε το όνειρο, γιατί δεν ξανάρθε ποτέ να μου ψιθυρίσει το τραγούδι του» έγραφε στη «Σωτηρία μου». Έφυγε νωρίς και δεν είχε καν την ηλικία του Ιησού. Άφησε όμως ανεκτίμητες λέξεις που καίνε ακόμα.
σχόλια