Aπό τη Δέσποινα Τριβόλη
Αναπολούμε τις πρώτες διακοπές που πήγαμε όλοι μαζί, σαν σοφοί γέροι. Τότε, τα καλοκαίρια μας θύμιζαν χαρούμενη κολεκτίβα. Πηγαίναμε μπουλούκι και μέναμε 4-4 σε κάθε δωμάτιο. «Νομίζω ότι ήμουνα τόσο καλά προετοιμασμένη για τις διακοπές-κολεκτίβα γιατί πήγαινα εφτά χρόνια κατασκήνωση» λέω και κοιτάω αφηρημένη κάτι κουστουμαρισμένους δικηγόρους. «Εγώ τη σιχαινόμουνα. Ένα βράδυ πήγα και μετά πήρα τους γονείς μου τηλέφωνο και τους είπα ότι αν δεν με πάρουν θα κάνω απεργία πείνας», λέει η Κ. «Υπάρχει κάτι ανατριχιαστικό στις κατασκηνώσεις», προσθέτει ο Σ. με ξινισμένο ύφος. «Αυτές οι χαρές της ομαδικής ζωής που πλένονται όλοι μαζί, τρώνε όλοι μαζί και παίζουν ομαδικά παιχνίδια έχουν απόηχους ναζιστικής νεολαίας. Γι' αυτό μισώ και τους προσκόπους».
Εγώ πάλι λάτρευα την κατασκήνωση - μέσα σε εφτά χρόνια πήγα σε όλες τις κατασκηνώσεις του Λεκανοπεδίου. Η χειρότερη χρονιά ήταν σίγουρα η πρώτη - μας είχαν στείλει με τη σατανική ξαδέρφη μου σε μια κατασκήνωση στο Σούνιο. Το πρώτο πράγμα που μας ρώτησαν τα υπόλοιπα κοριτσάκια, όταν μπήκαμε στη σκηνή, ήταν «Σε ποιο ταμείο ανήκει ο πατέρας σου;». Δεν είχα ιδέα τι ήταν το ταμείο, αλλά μετά κάποιος μου εξήγησε και έτσι πέρασα τις υπόλοιπες είκοσι μέρες παπαγαλίζοντας αμήχανα
«Με λένε Δέσποινα, είμαι εφτά χρόνων και είμαι ιδιώτης». Δέκα εφτάχρονα κορίτσια που μιλάγανε για το ΙΚΑ το ΤΕΒΕ και το ΤΣΜΕΔΕ σε μια σκηνή με τσιμεντένιο πάτωμα στο Σούνιο - να μια εικόνα που θα μου μείνει αξέχαστη. Κάθε σκηνή είχε το δικό της όνομα και τραγούδι. Εμείς βαφτιστήκαμε «Οι τεμπέλες» και τραγουδούσαμε «Τα κρεβάτια άστρωτα, οι βαλίτσες χάλια, όλο γέλιο, τεμπελιά, ούτε λέξη για δουλειά, στη σκηνή ζωγραφισμένες δυο ταμπέλες που το λένε καθαρά. Τι είμαστε παιδιά; Τεμπέλες;». Ένας Θεός ξέρει ποιο μικρομέγαλο σκατό το 'χε σκεφτεί αυτό το τραγουδάκι - ακούγοντάς το θα πίστευε κανείς πως ζούσαμε στη δεκαετία του '60 και διαβάζαμε τον Μικρό Ηρωα (Γιώργος Θαλάσσης, το ηρωϊκό Ελληνόπουλο).
Καμία μας δεν ήθελε να ανήκει σε αυτήν τη σκηνή, θέλαμε όλες να ανήκουμε στη σκηνή «Εντελβάις» γιατί όλα τα κορίτσια έμοιαζαν με ξανθές πριγκίπισσες, λες και ήταν οι κόρες του Μένγκελε. Τα πρωινά πλέναμε τα δόντια μας όλες μαζί σε μεγάλες τσιμεντένιες γούρνες, πίναμε γάλα Carnation και μετά πηγαίναμε για μπάνιο σε μια παραλία στο Σούνιο. Η σατανική ξαδέρφη μου, αφού τσακώθηκε με όλα τα υπόλοιπα κορίτσια της σκηνής, με έπεισε ότι ήταν φοβερά καλή ιδέα να κυκλοφορούμε με το βρακί και τη φανέλα αντί για κανονικά ρούχα («σιγά μην καταλάβουν τη διαφορά») κι έτσι δεν μας μιλούσε κανένας. Χάρη στον προβατόμορφο αυτό σατανά είπα, εξάλλου, και το πιο κακεντρεχές ψέμα της ζωής μου - κρύψαμε το μαγιό μιας ομαδάρχισσας και είπαμε ότι το έκλεψε μια άλλη ομαδάρχισσα, η Ζανέτ.
Ιδέα δεν έχω πώς συμφώνησα σε μια τόσο μεγάλη πράξη κωλοπαιδισμού. Δεν μας είχε κάνει τίποτα η Ζανέτ - εκτός από το ότι είχε ένα όνομα-προσβολή στη νεανική κουλτούρα- ήταν, απ' ο,τι θυμάμαι, μια χαρά κοπέλα. Υπήρχαν και στιγμές συγκίνησης. Θυμάμαι ένα Σαββατοκύριακο που είχε βρέξει καταρρακτωδώς και κρυώναμε - ο θείος μου δεν μπορούσε να μπει κι έτσι μας έδινε κουβέρτες και μπισκότα κανέλας πίσω από τα κάγκελα, ενώ εμείς κλαίγαμε σπαρακτικά σαν ξεριζωμένες προσφυγοπούλες. Κυρίως, όμως, η ομαδική ζωή ήταν μια εισαγωγή στη ρουφιανιά: «Μαμά, το φαγητό εδώ είναι χάλια. Κάθε φορά που έχουμε επισκεπτήριο, μας ταΐζουν πίτσα για να μας ρωτάτε τι φάγαμε το μεσημέρι και εμείς να λέμε πίτσα και να νομίζετε ότι τρώμε καλά».
σχόλια