Σάββατο βράδυ, στο σπίτι
Ο Κ. και ο Θ. ήρθαν με το ζόρι να δούνε το αγώνα. Έχουν βάλει δυο καρέκλες μπροστά από τον ανεμιστήρα και έχουν σχεδόν κολλήσει το πρόσωπό τους στην οθόνη, σαν συνταξιούχοι στο καφενείο. Εγώ κάτι φτιάχνω στη βιβλιοθήκη. «Αυτός ο αγώνας είναι πάρα πολύ σημαντικός γιατί πρέπει να μπούμε στους οκτώ του Μουντομπάσκετ και παίζουμε με τους Ισπανούς. Εδώ και τέσσερα χρόνια, όπου μας πετυχαίνουν οι Ισπανοί, μας γ...νε. Κατάλαβες;», μου λέει ο Θ. «Α-χα», απαντάω. Λίγο αργότερα πλένω τα πιάτα - κλείνω συνέχεια το νερό γιατί νομίζω ότι κάτι θέλουν, αλλά αυτοί απλώς φωνάζουν «άντε... γ... σου ρε» στην οθόνη. Αναρωτιέμαι αν πρέπει να κλείσω τα παράθυρα. Μπαίνω στο σαλόνι με την πετσέτα των πιάτων στο χέρι και βρίσκω τον Κ. όρθιο να ουρλιάζει: «Έλα, ρε κότα Ζήση, κουνηηηηηησου» - ο μόνος που τον σιγοντάρει με υπόκωφες κραυγούλες είναι ο γείτονας της αριστερής πολυκατοικίας (που είναι και ο μόνος που παίζει τάβλι στη γειτονιά). Αντικρίζω δυο νέους ανθρώπους. Χρησιμοποιούν φράσεις που δεν έχω ξανακούσει όπως «Τρεχάτε ποδαράκια μου να μη σας χέσει ο κώλος μου» και καπνίζουν τα τσιγάρα δυο δυο. «Άγχος, άγχος, έχω πάρα πολύ άγχος», μου λέει ο Κ. και βαράει τον καναπέ με ένα μαξιλάρι. Κοιτάω το σκορ, ενώ ο Θ. χτυπιέται. «Μόνος σου Μήτσο. Έλα Μήτσο! Είσαι μόνος σου, ρε Μήτσο!». Το θέαμα μού φαίνεται κάπως αστείο και τρομακτικό ταυτόχρονα.
Σάββατο 3:10 μ.μ., Εθνικός Κήπος
Μπαίνουμε από την είσοδο της Βασιλίσσης Σοφίας, προσπερνώντας τους τσολιάδες. Εγώ πρότεινα να έρθουμε και δεν ξέρω καν γιατί - ίσως γιατί βαριόμουν να πάω για έναν ακόμα καφέ. Την τελευταία φορά που ήρθα εδώ, πρέπει να ήμουν γύρω στα 15: είχαμε έρθει με τον αδερφό μου ένα από εκείνα τα θρυλικά Σαββατοκύριακα που οι γονείς μας πήγαιναν ταξίδι και μας άφηναν μόνους μας. Τότε είχε διάφορα άγρια ζώα κλεισμένα σε κλουβιά - θυμάμαι ακόμα ένα θλιβερό λιοντάρι κι έναν λύκο να πηγαίνει πάνω κάτω με παρανοϊκό βλέμμα, σαν τρόφιμος ψυχιατρείου μέσα σε μια ξύλινη κατασκευή. Ευτυχώς, δεν έχει ζώα πια, μόνο χωμάτινα παρτέρια και έναν αέρα χαριτωμένης παλιομοδίτικης εγκατάλειψης. Αντί για πάπιες, η παιδική ατραξιόν είναι πλέον μια λίμνη με νεροχελώνες που συνωστίζονται μαζί με κάτι βρομερά περιστέρια που είδαν ότι έχει παρτάκι και είπαν να το καταστρέψουν με την παρουσία τους (τα φαντάζομαι να τραγουδάνε στον αέρα την ώρα που κατευθύνονται προς τον Εθνικό Κήπο: «έχουμε πάρτι εδώ, έχουμε πάρτι»με τη φωνή του Γιάννη Αγγελάκα). Περπατάμε για λίγο δίπλα σε ένα ρυάκι και χαζεύουμε κάτι αδέσποτα που κοιμούνται ευτυχισμένα μέσα σε ένα παρτέρι από γλαδιόλες. Ξαπλώνουμε στο γρασίδι κάπως ατσούμπαλα, δεν είναι πολύ πυκνό, έχει μικρά κενά χώματος. Απέναντί μας είναι κάτι τουρίστες που τρώνε Μακντόναλντς και παίζουνε χαρτιά με φόντο τους φοίνικες της λεωφόρου Αμαλίας. Στο παγκάκι δίπλα μας είναι δυο κυρίες γύρω στα 50 με κλαρωτές φούστες, που έχουν μια από αυτές τις παθιασμένες γυναικείες συζητήσεις, οπού συζητιούνται θέματα «ψυχούλας» (κάποια εγχείρηση γοφού, ένας αλκοολικός σύζυγος, ένας γιος που βουτάει παπάκια κ.λπ.). «Δεν το αντέχει η καρδιά μου», λέει η μία στην άλλη κάποια στιγμή. Σχεδόν δίπλα τους, σε απόσταση αναπνοής, έρχεται και κάθεται ένας κύριος γύρω στα 60 με πελώρια κοιλιά, με βαμμένες τις λιγοστές τρίχες πάνω στην καράφλα του και ανοιχτό πουκάμισο, που τις κοιτάει επίμονα με λάγνο βλέμμα. Μοιάζει να είναι έτοιμος να σκύψει και να τους ψιθυρίσει κάτι στο αυτί ή να ξεκουμπώσει το παντελόνι του. Μια Νορβηγίδα που άντεξε στην Αθήνα έναν ολόκληρο χρόνο μού έλεγε πως οι μόνοι άνθρωποι που συχνάζουν στον Εθνικό Κήπο είναι οι τουρίστες και οι επιδειξίες. Σκέφτομαι ότι ξέχασε μια κατηγορία - τους ανώμαλους. Και μετά σκέφτομαι ότι η λέξη «ανώμαλος» δεν σημαίνει απολύτως τίποτα πια - είναι τόσο αστεία όσο και η λέξη αλήτης.
Δευτέρα 12;30 μ.μ., στην Πανεπιστημίου
Περπατάω αμέριμνη στο κέντρο όταν κάτι κάνει «πλαφ» στον ωμό μου. Κοιτάω αριστερά και αντικρίζω μια μάζα από πράσινα κακά. Είναι η δεύτερη φορά που με έχει κουτσουλήσει πουλί στο κέντρο της Αθήνας μέσα σε δυο μήνες. Τι σκατά; Με ψάχνουνε για να με χέσουνε;
Τετάρτη 11:30 μ.μ., Ζάππειο
Έχουμε πιάσει μια από αυτές τις βραδινές συζητήσεις με «ψυχούλα» (χωρίς παπάκια και εγχείρηση γοφού όμως), όταν στα μαρμάρινα σκαλιά του Ζαππείου εμφανίζεται ένας αρουραίος που περπατάει απτόητος προς το μέρος μας. Η παρουσία μας δεν τον αποτρέπει: έρχεται καμαρωτός καμαρωτός να κάνουμε παρεούλα, ενώ εγώ τρέχω σαν την τρελή προς την Αίγλη. Έλεος με τα ζώα - δεν θέλω να με ξαναενοχλήσουν αυτήν τη βδομάδα, εκτός κι αν πρόκειται για κάποιο χαριτωμένο πάντα ή κοάλα, ή το μικρό μου Πόνι. Έχω αρχίσει και αισθάνομαι σαν τον Ντόκτορ Ντούλιτλ.
σχόλια