Ο Αθηναίος αυτού του τεύχους είναι ο συγγραφέας Μένης Κουμανταρέας. Αργήσαμε να τον κάνουμε - αν και αυτός ήταν από τους πρώτους που έβαλε την πραγματική Αθήνα στα βιβλία του, αρκετά πριν από την Κυψέλη του Βακαλόπουλου και τα Οπωροφόρα του Σωτηρίου.
Υπάρχουν κι άλλοι συγγραφείς που κάνουν αθηναιογραφία - ορισμένοι επειδή δεν έχουν φαντασία και γράφουν μόνο για ό,τι βλέπουν, άλλοι διότι στο ομιχλώδες βλέμμα τους η πόλη αποκτά διαστάσεις που δεν έχει. Ελάχιστοι έχουν ταυτόχρονα διαύγεια και ποίηση: βλέπουν την πόλη στα κυβικά της, δίνοντάς της όμως την προοπτική του ονείρου (τους). Π.χ. η Μήτσορα στη Σκόρπια Δύναμη (κανείς δεν έχει μιλήσει έτσι για την Ομόνοια, εκφράζοντας το βίωμα μιας ολόκληρης εποχής - ούτε καν ο Ιωάννου, που είδε πάνω της επιμεριστικά ένα κομμάτι της αμαρτωλής ζωής του). Και ασφαλώς ο Βακαλόπουλος, αυτός ο μάστορας της βαριεστημένης φωνής, που μέσα από ελάχιστα επίθετα, ελάχιστη πλοκή και μηδέν δράμα μιλά για την ανέμελη παραίτηση της αθηναϊκής συνοικίας, η οποία στον βόμβο και την κάψα της μεσημεριάτικης σιέστας συνομιλεί παράδοξα με τη mod μελαγχολία, τα λακωνικά τραγούδια των Κinks και τη σύγχρονη πόλη/μύθο, έτσι όπως την επανεφεύρε ο Βέντερς στην Αλίκη στις Πόλεις.
Ε, λοιπόν, ο Κουμανταρέας ήταν ο πρώτος που μίλησε αντιδραματικά για την Αθήνα, ωστόσο ποιητικά. Ειδικά στη Βιοτεχνία Υαλικών (1975), που είναι κατά τη γνώμη μου το πιο καλό βιβλίο του. Ως τότε, κανείς δεν ασχολιόταν με τις βιομηχανικές συνοικίες, τις βιοτεχνίες στο Γκάζι και το Ρουφ, τα μικροαστικά ζευγάρια που προσπαθούν να σώσουν τη μικρή τους επιχείρηση - τα μέτρια σπίτια, τα μέτρια φώτα, τις μέτριες ζωές. Εθεωρείτο λίγο - όχι υλικό για Τέχνη. Και χρειαζόταν δύναμη να τα τοποθετήσεις πρώτος στη θυμέλη σου.
Αλλά ο Μένης κέρδισε το στοίχημα. Και έκανε κάτι που άφησε ίχνος στην ελληνική λογοτεχνία, σε αντίθεση με τους δεκάδες επιγόνους του που μπέρδεψαν το χαμηλόφωνο με το μονότονο, το αντιδραματικό με το πλαδαρό και την πεζογραφία με τον πεζόδρομο στο Γκάζι.
σχόλια