Σάββατο, 14:00, στο σπίτι
Ξυπνάω αργά, όπως τα περισσότερα Σάββατα, και περιφέρομαι σε ημιάγρια κατάσταση, με τρελά μαλλιά, σαν την υπνωτισμένη, μέσα στο σπίτι, ανάμεσα σε στοίβες με βιβλία. Προχτές που γύρισα σπίτι από τη δουλειά, η πόρτα δεν άνοιγε και το χολ μού θύμιζε πεδίο μάχης. Νόμιζα ότι με είχαν κλέψει, αλλά όχι, τα πάνω ράφια της βιβλιοθήκης είχαν πέσει πάνω σε μια σακούλα με κορνίζες που είναι στο χολ εδώ και τέσσερις μήνες («όταν είμαι έτοιμη θα τις κρεμάσω. Όχι, δεν ξέρω πότε θα είμαι έτοιμη», λέω στη μητέρα μου κάθε φορά που έρχεται στο σπίτι μου). Έχω δεν έχω ανοίξει τα μάτια μου, τα παντζούρια είναι ακόμα κλειστά, κάνει ζέστη και πατάω με γυμνές πατούσες πάνω σε συλλογές ποίησης και καταλόγους εκθέσεων (τα ράφια της βιβλιοθήκης που κατέρρευσαν περιείχαν ποίηση και θέατρο, ναι, είμαι geek και ταξινομώ τα βιβλία ανά κατηγορία και ύψος), όταν ακούω από την τηλεόραση ότι η ΔΕΗ κάνει απεργίες και σήμερα. Ανακαλύπτω ότι σε μισή ώρα θα κοπεί το ρεύμα για δυο ώρες. Θα είμαι χωρίς ανεμιστήρα ή αιρ-κοντίσιον 3-5 το μεσημέρι κι έξω λιώνουν και τα ντουβάρια. Στην περιοχή του σπιτιού μου δεν κυκλοφορούν ούτε μέσα μαζικής μεταφοράς - οι δρόμοι έχουν κλείσει λόγω των Special Olympics, οπότε απλώς περπατάω μέχρι το Σύνταγμα και ψάχνω με το ζόρι να βρω κάπου που να έχει αιρ-κοντίσιον για να περάσω τις επόμενες δυο ώρες. Περιφέρομαι σε μια Αθήνα γεμάτη αθλητές των Special Olympics.Οι Αθηναίοι, πάντως, είναι άφαντοι.
Σάββατο, 22:00, στον δρόμο για ένα πάρτι
Σ’ ένα οικοδομικό τετράγωνο κοιμούνται τέσσερις άστεγοι στις προθήκες καταστημάτων με φωτεινές βιτρίνες. Συνεχίζω το περπάτημα - μετά την Κλαυθμώνος, σε όλη τη Σταδίου συναντάω 4 ανθρώπους, όλοι άντρες. Ο δρόμος είναι τόσο άδειος που φοβάμαι και κοιτάω συνέχεια πίσω μου. Στρίβω για να βγω στην πλατεία Κοτζιά μια ώρα αρχύτερα. Στη μέση του οδοστρώματος δυο πρεζάκια έχουν βγάλει όλη τους την πραμάτεια για να πάρουν τη δόση τους. Μπρίκι, κουταλάκι, λάστιχο, όλα τα καλά. Στην πλατεία λίγος κόσμος κάθεται κάτω απ’ το σιντριβάνι - κι εδώ είναι όλα άδεια. Στην οδό Αθηνάς ψάχνω γι’ άλλη μια φορά, μάταια μάλλον, τις γυναίκες. Ένας τύπος με παίρνει από πίσω στο ύψος του δημαρχείου. Τον κοιτάω όλο αγωνία καθώς αρχίζω να περπατάω νευρικά προς το Μοναστηράκι.
Κυριακή, 17.00, στο λεωφορείο 550
Στο λεωφορείο παρατηρώ ένα μάτσο κορίτσια με τη στολή των εθελοντών των Special Olympics: άσπρο πορτοκαλί και μπλε- είναι όλες γύρω στα 25. Έχουν μόλις γνωριστεί και μιλάνε η μία στην άλλη με τον τρόπο που μιλάς όταν πασχίζεις να σε αποδεχτούν σε μια παρέα. Στο ύψος του «Υγεία» ακούγεται μια φωνή δίπλα μου. «Συγγνώμη, δεσποινίς, να σας ρωτήσω κάτι;». Κοιτάω τον διπλανό μου. Όλη αυτή την ώρα ήμουν τόσο αφηρημένη, που δεν είχα καν προσέξει ότι η ηλικιωμένη κυρία που καθόταν δίπλα μου είχε φύγει και στη θέση της είχε έρθει ένας κύριος που φορούσε μάλλινο πουλόβερ και μακρύ παντελόνι. «Γιατί είστε ντυμένη έτσι; Βλέπω κι άλλο κόσμο ντυμένο έτσι στο κέντρο. Κάνετε κάτι;». Ενώ η κοπέλα πασχίζει να του εξηγήσει τι ακριβώς είναι τα Special Olympics, εγώ αναρωτιέμαι αν τον είχαν απαγάγει οι εξωγήινοι την τελευταία εβδομάδα, αν και δεν μπορώ να κατηγορήσω οποιονδήποτε απέχει από οποιουδήποτε είδους ειδήσεις. Ίσως και να είναι απαραίτητο για να μην κυλήσει κανείς στην παραφροσύνη. Οι δρόμοι είναι τόσο άδειοι, που φτάνουμε από την Κηφισιά στο Καλλιμάρμαρο σε μισή ώρα, παρά τις στάσεις. Βγαίνω και περπατάω γι’ άλλη μια φορά στην άδεια Αθήνα. Κάθε καλοκαίρι η Αθήνα αδειάζει τα τριήμερα. Αυτήν τη φορά, όμως, η πόλη μοιάζει διαφορετική. Μπορεί να την αισθάνομαι εγώ έτσι, μπορεί και να είναι στ’ αλήθεια. Περπατάω μ’ έναν κόμπο στο στομάχι στον άδειο δρόμο και περιμένω. Ούτε κι εγώ δεν ξέρω τι πια.
σχόλια