Σάββατο πρωί, στο Καλλιμάρμαρο
Στην αρχή, όταν έλεγα ότι θα ξεκινήσω να τρέχω στον λόφο του Αρδηττού, πίσω από το Καλλιμάρμαρο, κανείς δεν με πίστευε. «Εάν σηκωθείς αύριο για τζόγκινγκ, εμένα να μου γράψεις. Ή, μάλλον, όχι.Τρέξε μερικά χιλιόμετρα κι εμείς θα σε περιμένουμε από κάτω, με τις πίτσες, στο Colibri», μου έλεγαν ο Α. με τη Ρ. κοροϊδευτικά μια Παρασκευή βράδυ σ’ ένα μπαρ. Από τότε έχουν περάσει δυο μήνες και περιέργως δεν τα έχω παρατήσει. Σήμερα δεν θέλω με τίποτα να πάω, νυστάζω και κρυώνω, αλλά περπατάω μέχρι εκεί, σκουντουφλώντας σχεδόν ψυχαναγκαστικά. Πρώτα σκαρφαλώνω στον λόφο του Αρδηττού ανάμεσα από άπειρα πεύκα και παγκάκια που δεν έχουν πια τάβλες. Έχει τόσο κρύο που βλέπω την αναπνοή μου - ειδικά στις ανηφόρες νιώθω σαν να έχει ματώσει ο λαιμός μου. Όπως σκαρφαλώνω, ξεπροβάλλουν άπειρα κομμάτια της Αθήνας: η Ακρόπολη, το Ζάππειο, τα σπίτια στο Μετς.
Μετά κατεβαίνω στο πέταλο πίσω απ’ το Καλλιμάρμαρο και τρέχω μπρος-πίσω, φορώντας κάτι πελώρια μπλε ακουστικά. Κοιτάω με φοβερή περιέργεια τους άλλους ανθρώπους που τρέχουν γύρω μου: μοναχικοί δρομείς αγκαλιά με το mp3 player τους, ζευγάρια με λίκρα κολάν, κοριτσάκια που έρχονται ντυμένα με ροζ φόρμες και περπατάνε, κουτσομπολεύοντας ακατάπαυστα. Οι πιο φοβιστικοί είναι κάτι άντρες που τρέχουν μαζί, πειθαρχημένα, σαν κοπάδι Αμερικανών νεοσύλλεκτων - τους λείπει μόνο η στολή, ένας αυταρχικός αλλά δίκαιος εκπαιδευτής κι ένα ρυθμικό τραγούδι: «Well, I don’t know, but I ‘ve been told / Those Navy wings are made of gold». Κάθε φορά που τους βλέπω κολλάω στον τοίχο σαν απροστάτευτο ελαφάκι και κοιτάω το σύννεφο σκόνης που σηκώνουν πίσω τους. Μετά από 3,5 χιλιόμετρα δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου, όλο σταματάω. Χαζεύω κάτι φοβερούς παλαίμαχους αθλητές με άσπρα μαλλιά που κάνουν ασκήσεις στα παλιομοδίτικα μπρούντζινα όργανα. Πίσω μου τρέχει, ασθμαίνοντας, ένας χοντρός. Ντρέπομαι που το λέω, αλλά χαίρομαι που υπάρχει κάποιος χειρότερος από μένα. «Τουλάχιστον, είμαι καλύτερη απ’ τον χοντρό», σκέφτομαι. Τρία λεπτά αργότερα με προσπερνάει.
Κυριακή μεσημέρι, στο λεωφορείο 550
Έχει πολύ κόσμο και στέκομαι όρθια. Κοιτάω την κίνηση στη Βασιλέως Κωνσταντίνου – στο Χίλτον αραιώνει πάντα. Πίσω μου κάθεται ένας ηλικιωμένος κύριος με πελώρια αυτιά. Είναι σαν να έχει κεφάλι μόνο για να στηρίζει τ’ αυτιά του. Μιλάει με τον διπλανό του.«Αυτή η κατάσταση, Γιώργο μου, πού θα πάει; Όσο για την τρόικα, καντήλι θα έπρεπε να τους ανάψουμε και να τους προσκυνάμε. Τα Ελληνόπουλα από 4 έως 18 ετών θα έπρεπε να πηγαίνουν οικότροφοι σε γερμανικά σχολεία, να μαθαίνουν μόνο απ’ τους Γερμανούς, να μην έρχονται σ’ επαφή με Έλληνες, με την εφορία, την κλεψιά και τη διαφθορά», λέει ο πνευματικός εγγονός της Φρειδερίκης. «Μπρρρρρ», σκέφτομαι και ακουμπάω το κεφάλι μου στο τζάμι. Ξυπνάω στο ύψος των Αναβρύτων. Το λεωφορείο έχει σχεδόν αδειάσει και κανείς δεν μιλάει, εκτός από έναν κύριο που κάθεται δυο θέσεις πίσω μου. «Ποια είναι η σοκολατίτσα μου, ε;», λέει όλο νάζι στο τηλέφωνο. «Καλά, έτσι και τηνείχα τώρα μπροστά μου τη σοκολατίτσα μου, ξέρεις τι θα της έλεγα, έτσι; Ότι είμαι ερωτευμένος μαζί της, ότι τη θέλω, ότι δεν μπορώ να ζήσω μακριά της. Δεν κρατιέμαι, δεν κρατιέμαι», λέει και μετά, ξαφνικά, αρχίζει να μιλάει με μωρουδίστικη φωνή. « Έλα, εδώ, μωρή,» λέει στο τηλέφωνο, πάντα σε μελιστάλαχτους τόνους και προσθέτει, «παπ, παπ, παπ, παπ», όπου το παπ είναι ο ήχος ενός πιστολιού. Προσπαθώ να μη γελάσω. Τον κοιτάζω λίγο καλύτερα. Είναι καραφλός, γύρω στα σαράντα, με μια πελώρια ελιά στη μύτη και φοράει μοκασίνια με άσπρες αθλητικές κάλτσες. Μοιάζει με γλοιώδη Σατανά.
σχόλια