Το stand up comedy είναι ένα είδος κωμωδίας που τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει και γίνεται πολύ δημοφιλές στην Ελλάδα. Αυτή τη στιγμή στην Αθήνα μπορείς να βρεις παραστάσεις που είναι πάντα sold out, συζητιούνται πολύ και διαδίδονται στόμα με στόμα χωρίς να γίνουν μεγάλο θέμα στα μέσα και μάλλον αθόρυβα, παρόλη την μεγάλη επιτυχία.
Ο Γιώργος είναι ένας πολύ ξεχωριστός αντιπρόσωπος αυτής της γενιάς κωμικών γύρω στα 40 και από τους καλύτερους performer που ξεπήδησαν από το stand up comedy. Έχει αρκετή εμπειρία στο stand up comedy και από το 2003 κάνει παραστάσεις με δικό του σχήμα. Έχει συμμετάσχει στα τηλεοπτικά «Σκερτσάκια» του ΑΝΤ1, στα «Σφηνάκια» του Alpha και το 2007 ήταν ο πρώτος που έφερε το stand up comedy μόνιμα σε ελληνική θεατρική σκηνή (μαζί με τον Σίλα Σεραφείμ).
—Πες μου για σένα, πού έχεις μεγαλώσει;
Μεγάλωσα στη Λειβαδιά επειδή είναι ο τόπος καταγωγής της μητέρας μου. Μέχρι 18 ετών έμεινα εκεί, το’ 96 ήρθα στην Αθήνα για να παρακολουθήσω μαθήματα μάρκετινγκ σε ένα ιδιωτικό κολέγιο και στη συνέχεια έπιασα δουλειά στη διαφήμιση.
—Είναι καλή η εμπειρία σου από τη διαφήμιση;
Μου άρεσε πολύ. Ήταν πολύ καλή εποχή μέχρι το 2002, 2003.
Ίσως είναι λίγο παρεξηγημένο είδος το stand up comedy, για αυτό δεν ασχολούνται μαζί του και τα μέσα. Δεν το αγγίζουν, γιατί θεωρούν ότι δεν είναι τόσο σοβαρό όσο το υπόλοιπο θέατρο.
—Και γιατί την παράτησες;
Μου άρεσε γενικά το γράψιμο, έγραφα από τότε. Στα 24 είδα μια παράσταση stand up στις Νύχτες Κωμωδίας και μου φάνηκε κάτι ενδιαφέρον. Μάλιστα δεν ήθελα να παίξω εγώ, με ενδιέφερε να γράψω κείμενα για άλλους, αλλά μου είπε η Ρικάκη που ήταν υπεύθυνη «όχι, ο καθένας γράφει, ανεβαίνει και παίζει» και λέω εντάξει, ας το κάνω. Ξεκίνησα βήμα-βήμα και στα 30 αποφάσισα να το κάνω επαγγελματικά. Πήγα παραιτήθηκα στη διαφημιστική, πέρασα πείνες, αλλά δεν το μετάνιωσα ποτέ. Η εταιρία έκλεισε μετά από καιρό –μεγάλη εταιρία- και εντάξει, πέρασα δύσκολα για αρκετό διάστημα, αλλά το πίστευα αυτό που έκανα. Ένα κέρδος που ακόμα και τώρα το εκτιμώ είναι ότι γνώρισα φοβερούς ανθρώπους που δεν θα τους γνώριζα αν είχα μείνει στη διαφημιστική.
—Ασχολήθηκες με ένα είδος που δεν είχε δοκιμαστεί στην Ελλάδα και ακόμα δεν ξέρω πόσο ταιριάζει στον Έλληνα, δεν σε φόβιζε αυτό;
Όχι. Υπάρχει ένα ιστορικό κωμωδίας αυτού του είδους στην Ελλάδα από πιο παλιά, κάποια στοιχεία είχε ο Χάρρυ Κλυν ο οποίος είχε κάνει performance και στην Αμερική, αλλά κάτω από το όνομα stand up comedy οργανωμένο -είτε σε ομάδες, είτε με κωμικούς που κάνουν σόλο- δεν υπήρχε. Άργησε να έρθει εδώ. Το stand up comedy είναι ένα λαϊκό θέαμα, είναι η κύρια έξοδος ενός Άγγλου ή ενός Αμερικάνου. Το αντίστοιχο στην Ελλάδα ήταν και παραμένουν ως ένα βαθμό τα μπουζούκια. Και ο κόσμος άρχισε να το θεωρεί κάτι καλό όταν το άκουγε να του το λέει κάποιος άλλος που είχε πληρώσει για να το δει. Όσο ήταν Comedy Lab αργούσε να περάσει σε πολύ κόσμο, αλλά όταν άρχισε να αυτονομείται και να έχει κοινό, σταδιακά διαδόθηκε από στόμα και στόμα. Το stand up comedy είναι φτιαγμένο για live, αλλά τα τελευταία χρόνια άρχισε να ασχολείται η τηλεόραση με το είδος και βοήθησε να διαδοθεί περισσότερο. Το Stand Up for U που έκανε ο Alpha είναι η πρώτη ολοκληρωμένη τηλεοπτική παρουσία με ένα best of κωμικών, αλλά θεωρώ ότι το είδος αρχίζει και γίνεται δυνατό και μπαίνει στις επιλογές επειδή πλέον υπάρχουν αρκετοί κωμικοί.
—Η δικιά μου η αίσθηση είναι ότι ακόμα για πολύ κόσμο θεωρείται ένα «δεύτερο» είδος, ίσως επειδή ένα μεγάλο μέρος του κοινού έχει γνωρίσει το stand up comedy μέσα από το YouTube και το έχει συνδέσει με την καφρίλα και τον χαβαλέ.
Αυτό είναι μια ευθύνη που έχει δύο αφετηρίες. Η μία ευθύνη είναι δική μας, των κωμικών, να κάνουμε καλές δουλειές, να τις προστατέψουμε και να μην κάνουμε ό, τι να ’ναι, υπάρχει όμως και η ευθύνη του κοινού που καλείται να κρίνει. Δεν μπορείς να δεις ένα έργο του Σέξπιρ, να είναι κακή η παράσταση και να πεις ο Σέξπιρ δεν είναι καλός. Πρέπει να το δεις ως καινούργιο είδος. Δεν είναι τυχαίο που το stand up έχει απορροφήσει την πλειοψηφία των μεγαλύτερων κωμικών παγκοσμίως, διαχρονικά. Από τον Woody Allen μέχρι τον Έντι Μέρφι, παρουσιαστές της τηλεόρασης, είναι πάρα πολλοί αυτοί που έχουν θητεύσει στο stand up. Τα αντανακλαστικά που σου καλλιεργεί είναι φοβερά. Οι κακές παραστάσεις δεν είναι κάτι που μπορείς να αποφύγεις. Τον κακό κωμικό ή τον κωμικό που δεν πουλάει περιεχόμενο δουλειάς αλλά μία εικόνα μόνο δεν τον γλιτώνεις, αλλά πρέπει να υπάρχει και λογική και έρευνα από την πλευρά του κόσμου.
Ίσως είναι λίγο παρεξηγημένο είδος το stand up comedy, για αυτό δεν ασχολούνται μαζί του και τα μέσα. Δεν το αγγίζουν, γιατί θεωρούν ότι δεν είναι τόσο σοβαρό όσο το υπόλοιπο θέατρο. Πώς μπορείς να συναγωνιστείς ένα βίντεο στο YouTube που είναι εκεί συνέχεια, μπορεί να το δει οποιοσδήποτε και έχει κάνει εκατομμύρια views; Είναι πολύ δύσκολο να αλλάξεις την εικόνα που έχει σχηματίσει ο κόσμος. Είναι άλλο πράγμα όμως να βλέπεις σκετσάκια στο YouTube και άλλο να πληρώνεις για να δεις κάποιον, έχει διαφορά. Είναι και θέμα επιλογής και γούστου. Και δεν είναι τυχαίο που stand up ανεβαίνει συνεχώς.
Θα έλεγα ότι οι καλοί κωμικοί αυτή τη στιγμή είναι υπερδιπλάσιοι σε σχέση με τους κακούς ή τους μέτριους. Ευελπιστώ ότι και οι κακοί ή οι μέτριοι θα εξελιχθούν, όλοι έχουν το περιθώριο να δουλέψουν και να αλλάξουν. Στην ουσία, όμως, δεν έχω νιώσει ποτέ ότι βάλλομαι από μία κακή δουλειά, οι θεατές αποφασίζουν τι θα δουν και τι όχι, αργά ή γρήγορα θα βρουν την καλή δουλειά. Εξαρτάται και από τις ηλικίες που βλέπουν stand up comedy.
—Τι ηλικίες έρχονται να σε δουν;
Το κύριο κοινό είναι 25-44. Αλλά έχω και 18-20 και 50άρηδες και 60άρηδες, είναι ωραίο που οι γονείς φέρνουν τα παιδιά και τα παιδιά τους γονείς. Στην Αγγλία αν πας σε μια παράσταση stand up θα δεις από τον πιτσιρικά, μέχρι ανθρώπους στην ηλικία του πατέρα μου. Βλέπουν τον ίδιο κωμικό, καταλαβαίνουν το ίδιο χιούμορ, έχουν τις ίδιες αναφορές. Αυτό σιγά-σιγά γίνεται και εδώ.
—Πόσο δύσκολο είναι να κρατήσεις το ενδιαφέρον του κόσμου τόση ώρα σε μια παράσταση χωρίς ρόλο και σκηνικά;
Είναι ρόλος. Όσον αφορά τις δικές μου παραστάσεις, ο ρόλος είμαι εγώ, με μεγεθυμένα τα χαρακτηριστικά μου, λίγο πιο ελεύθερος.
—Υπάρχει κείμενο ή αυτοσχεδιάζεις;
99% είναι κείμενο. Αρκετά πράγματα μπορεί να έρθουν εκείνη τη στιγμή, αλλά πρέπει να έχεις κάποιο κείμενο να βασίζεσαι. Υπάρχει ένα κεντρικό θέμα, μια θεματική που σε βοηθάει να διαφημίζεις την παράσταση. Το να κρατήσεις το ενδιαφέρον του κόσμου είναι πάρα πολύ δύσκολο, το ίδιο και η συγκέντρωση που πρέπει να έχεις πάνω στη σκηνή.
Όταν τελειώνει μια παράσταση, αν μου πεις να την ξανακάνω είναι αδύνατο, δεν θυμάμαι τι έχω πει. Μου φαίνεται αδιανόητο. Το ίδιο μου φαίνεται και πριν την παράσταση. Είναι σαν να είναι άλλος εκείνη την ώρα. Το αποτέλεσμα που βγαίνει στην σκηνή όμως πάρα πολλές πρόβες, πάρα πολλή προετοιμασία, πολλές δοκιμές, δεν βγαίνω να παίξω ένα κείμενο για πρώτη φορά στο κοινό.
—Υπάρχει κάποιος που δοκιμάζεις αυτά που γράφεις;
Ο πρώτος μου κριτής είναι η κοπέλα μου, και είναι πάρα πολύ αυστηρός κριτής. Γενικά, εμπιστεύομαι τους ανθρώπους που δεν γελάνε εύκολα. Κάποιες φορές προσεγγίζω ένα θέμα με κάποιον τρόπο και μου λέει ίσως αυτό θα έπρεπε να το δεις από την άλλη πλευρά, γιατί από εκεί είναι προκλητικό. Ο απόλυτος κριτής όμως είναι το κοινό. Πάντα κάνω κάποιες παραστάσεις μικρές, με λίγο κόσμο, και εκεί είναι το πιο ειλικρινές φίλτρο. Αυτός που πληρώνει έχει άποψη, δεν σου χαρίζεται.
—Αυτολογοκρίνεσαι;
Σε κάποια πράγματα που πιστεύω ότι δεν θα κάνουν το θεατή να γελάσει αλλά ίσως τον προσβάλλουν, ναι. Το θέμα της θρησκείας ή της πίστης είναι ιδιαίτερα θέματα για τη χώρα μας. Μπορεί να κάνω κάποια αστεία, να πω κάποια πράγματα, αλλά στο πλαίσιο του ανθρώπου που πιστεύει κι έχει παρατηρήσει κάποια παράλογα που ακούγονται. Δεν βρίσκω λόγο κάνω κάποιον να ενοχληθεί. Για μένα δεν υπάρχει όριο ούτε στη σάτιρα ούτε στην κωμωδία, υπάρχει μόνο το όριο που βάζει ο ίδιος ο κωμικός βάσει της φιλοσοφίας του και της παιδείας του.
Είναι κάτι εντελώς προσωπικό. Θεωρώ όμως ότι τα πάντα μπορούν να σατιριστούν, αρκεί η σάτιρα να γίνει με έναν τρόπο που στόχος είναι να γελάσει ο θεατής και μετά να προβληματιστεί. Το stand up είναι κωμωδία. Και υπάρχει μία άποψη ότι ο κωμικός πρέπει να είναι οξύς, να θίγει θέματα, όμως η προϋπόθεση στην κωμωδία είναι το γέλιο. Τελείωσε. Άρα, αν η σωστή σειρά είναι γελάει ο άλλος και μετά να προβληματίζεται, αν όμως πρώτα τον προβληματίσεις και μετά τραβήξεις από τα μαλλιά το γέλιο του, κάτι έχει γίνει στραβά.
—Πού σταματάει η σάτιρα και πού ξεκινάει η καφρίλα;
Θα σου πω ένα παράδειγμα: Όταν έφτιαχνα αυτή την παράσταση ήθελα να μιλήσω σε ένα κομμάτι για την εφηβεία. Άρχισα να σκέφτομαι πώς ήμουν εγώ έφηβος, να θυμάμαι τι συζητούσαμε και μοιραία μπήκα και σε ροζ θέματα. Στο συγκεκριμένο κομμάτι, αν χρησιμοποιήσω την ορολογία που χρησιμοποιούσα τότε με τους άλλους εφήβους, δεν προβάλλεται κανείς, όσο συντηρητικός και να είναι, γιατί όλοι έχουν περάσει από αυτή τη φάση. Αλλά αν το κάνεις σε κάτι άλλο, το οποίο έχεις σαν πρόθεση να το υποβαθμίσεις, π.χ. να μιλήσεις για τον έρωτα ως ιδανικό και να το κάνεις με όρους πορνογραφίας, μπορεί να ενοχληθεί κάποιος. Γιατί εκεί δεν χρειάζεται.
Στο stand up comedy υπάρχει μια συμφωνία άτυπη ότι για τις επόμενες δύο ώρες που είμαστε εδώ οι κανόνες είναι αυτοί που θέτει ο κωμικός και εσείς ξεχνάτε τι πιστεύετε, τι νιώθετε, πώς μιλάτε, πώς σκέφτεστε, και τον αφήνετε να σας παρασύρει. Δεν θα σας πετάξει μέσα στο ποτάμι, αλλά ας βουτήξουμε λιγάκι σε πιο βαθιά νερά. Αυτό δεν προέρχεται μόνο από την ελευθεριότητα της γλώσσας, προκύπτει και από τη θεματολογία.
Υπάρχει στην παράσταση ένα κομμάτι που σχολιάζω πόση λεπτομέρεια χρησιμοποιούν οι γυναίκες στην περιγραφή της σχέσης τους, σε σχέση με τους άντρες. Οι άντρες δεν μπαίνουν σε τέτοιες λεπτομέρειες που μερικές φορές είναι σοκαριστικές. Γελάνε όλες οι γυναίκες όταν τις ακούνε, γιατί ισχύει αυτό που έλεγε ο Μαρκ Τουαίην, ότι αναγνωρίζουν τον εαυτό τους στην κωμωδία αυτή.
—Έχει χιούμορ ο Έλληνας;
Ναι, θα έλεγα ότι έχει μια διάθεση να είναι κάπου ανάμεσα στο χιούμορ και το χαβαλέ, τον καλώς εννοούμενο χαβαλέ. Και θεωρώ ότι υπάρχει μια πολύ μεγάλη μερίδα κοινού που έχει χιούμορ και δεν έχει βρει τηλεοπτική ή ραδιοφωνική εκπροσώπηση, έτσι την αναζητεί στο θέατρο, στις παραστάσεις του stand up. Άρα υπό αυτές τις συνθήκες, ναι, έχει χιούμορ και είναι διπλός ο δρόμος: να τον ψάξεις εσύ και να σε ψάξει κι αυτός.
—Έχεις ποτέ προσωποποιήσει την σάτιρα σε κάποιον θεατή;
Δεν το κάνω. Ζητάω να μου απαντήσουν κάποια πράγματα δια βοής: αν υπάρχουν παντρεμένοι, αν υπάρχουν χωρισμένοι, αλλά σαν άνθρωπος δεν εμπνέω φόβο, ούτε κλειδώνει κανείς. Ίσα-ίσα με βλέπουν σαν έναν φίλο. Αυτό το έχω διαπιστώσει, γιατί στην σκηνή εισπράττεις πολλά πράγματα από την ψυχολογία του κοινού.
Ποτέ δεν έχω επιχειρήσει να κάνω κάτι σε βάρος του κοινού, με αφορμή όμως κάτι που θα πούμε θα πάω παρακάτω την παράσταση. Η κουβέντα που γίνεται αυτό εξυπηρετεί. Επίσης είναι και ένας τρόπος να σπάσει ο πάγος. Ακόμα και σε ένα σοβαρό meeting για δουλειά, θα πεις δυο τρία πράγματα για τον καιρό, την πολιτική κατάσταση, και μετά μπαίνεις στο κύριο κομμάτι της δουλειάς. Κάπως έτσι είναι κι εκεί.
—Στον Έλληνα δεν αρέσει το διαδραστικό. Δεν θέλει να συμμετέχει σε μια παράσταση, το λέω κρίνοντας από τον εαυτό μου.
Στο stand up είναι ελάχιστα έως ανύπαρκτα τα κομμάτια που κάνεις διάλογο με το κοινό. Και πάλι εδώ φαίνεται η διαφορά του καλού από τον κακό κωμικό. Εάν κάποιος κάνει αστεία σε βάρος του κοινού, είναι ένας κακός κωμικός, εάν αστειευτεί με μία αφορμή, είναι καλός κωμικός. Η κωμωδία ξεκλειδώνει τα συναισθήματα.
Έχει τύχει να ρωτήσω κάποιον στο πρώτο μέρος κάτι, να μην απαντάει και μετά από μία ώρα που με έχει δει να παίζω και τον ξαναρωτάω εκεί που γελάει, να απαντάει εντελώς φυσικά. Υπάρχουν κωμικοί που έχουν κάνει σφραγίδα τους αυτό το διαδραστικό με τον κόσμο. Ο Jimmy Carr έχει πάντα στην παράσταση διάλογο με το κοινό, αλλά ο κόσμος ξέρει ότι θα τους κάνει να τον προσβάλλουν και μετά θα τους βρίσει. Δεν είναι ανυποψίαστοι.
Ένα σκοτεινό σημείο για κάθε χώρα που αναπτύσσει το stand up είναι το εξής: ανήκω σε μια γενιά που το stand up το έμαθα από την Ελλάδα. Δεν υπήρχε ούτε YouTube τότε, ούτε κάτι άλλο, οπότε δεν είχα δει ξένες παραστάσεις. Πολλοί κωμικοί που ξεκινάνε τώρα και βλέπουν στο ίντερνετ κωμικούς σαφώς έχουν αυτούς ως επιρροή και προσπαθούν να τους αντιγράψουν. Διαλέγουν όμως κωμικούς από μια χώρα που είναι δέκα βήματα μπροστά.
Εδώ πρέπει να κάνουμε τα πρώτα βήματα, το ένα-δύο και μετά να πάμε εκεί, δεν μπορείς ξεκινώντας να πας στο πέντε. Να κάνεις, δηλαδή, ένα είδος χιούμορ που η χώρα δεν είναι έτοιμη. Επίσης, το αμερικάνικο χιούμορ που βλέπουμε σε παραστάσεις που είναι γυρισμένες στο Λος Άντζελες ή στη Νέα Υόρκη είναι άλλο πράγμα από αυτό που κάνουν όταν περνάνε από το Τέξας ή το Τενεσί που είναι ο άλλος με την πιστόλα, δεν λένε τα ίδια παντού. Θέλει πολύ μεγάλη προσοχή. Και στην Ελλάδα υπάρχει ποικιλία αντιδράσεων. Π.χ. έχω δει μεγάλη διαφορά την δεύτερη φορά που πήγα σε μια πόλη της επαρχίας από την πρώτη. Στην πρώτη παράσταση χρειάστηκε κάποιος χρόνος για να τους απορροφήσει το κλίμα. Για να καταλάβουν τι βλέπουν, πώς πάει και ποιοι είναι οι κανόνες.
—Με την πολιτική ασχολείσαι στις παραστάσεις σου;
Όχι. Υπάρχουν κάποια πράγματα, αλλά τα χρησιμοποιώ για τα θέμα που θέλω να μιλήσω εγώ, δεν αφήνω την πολιτική να με παρασύρει. Θεωρώ ότι ό, τι έχει σχέση με πολιτική υπερκαλύπτεται χιουμοριστικά από το ίντερνετ, την τηλεόραση και το ραδιόφωνο και επίσης είναι ένα θέμα στο οποίο οριακά κινδυνεύεις να γίνεις πάστορας και όχι κωμικός. Είναι θέμα και του τι αρέσει στον καθέναν. Το δικό μου είδος κωμωδίας είναι πιο προσωπικό και πιο παρατηρητικό. Στη σάτιρα μου αρέσει να βλέπω απ’ έξω προς τα μένα γιατί έτσι παράγω καλύτερη κωμωδία, το αντίστροφο δεν με ενέπνευσε ποτέ.
—Σχεδόν σαράντα λέγεται η παράσταση. Μετά τα σαράντα τι; Πώς φαντάζεσαι τον εαυτό σου;
Είναι ένα από τα σημεία που αναφέρω στην αρχή της παράστασης και είναι αλήθεια: όταν σκέφτομαι τα σαράντα είναι σαν να βλέπω ένα τούνελ, χωρίς φώτα, που δεν έχω ιδέα τι έχει μετά. Είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που δεν μπορώ να με φανταστώ. Όταν ήμουν 15-20 σκεφτόμουν πώς θα είμαι στα 30. Στα 30 δεν σκεφτόμουν, γιατί είναι η αυταπάτη της μονιμότητας, ότι θα είμαι για πάντα 30. Και από εκεί ήρθε η αρχική ιδέα, ότι φοβάμαι να κοιτάξω μπροστά, οπότε τι κάνω; Κοιτάω πίσω: πώς πέρασε έτσι ο καιρός και τι αηδίες έκανα τόσα χρόνια. Είναι τρία κομμάτια η παράσταση, τι το έγινε μέχρι τώρα, τι συμβαίνει τώρα και τι προσδοκώ στο εγγύς μέλλον. Στα επόμενα δύο χρόνια ας πούμε.
—Τι προσδοκείς;
Πρώτα απ’ όλα να μην αλλάξω ιδιαίτερα σε διάθεση, μου αρέσει η διάθεση που έχω τώρα. Μεγαλώνοντας συνειδητοποιείς ότι έχεις ηρεμήσει, ίσως επειδή μεγάλωσες και δεν έχεις αντοχές, αλλά 9 στις 10 φορές αυτό συμβαίνει επειδή ή έχεις καλύψει κάποια πράγματα που έπρεπε να κάνεις ή πας πιο αργά γιατί έχει μεγαλύτερη χάρη. Θέλω αυτή την ψυχραιμία που έχω τώρα να τη διατηρήσω. Δεν θέλω πολλά πράγματα. Και να έχω καθαρό μυαλό να γράφω. Είμαι μεσήλικας αν σκεφτείς το προσδόκιμο ζωής για τον άντρα.