Ιλίου φαεινότερον
Εύγεστα, δημιουργικά, οικονομικά πιάτα σε ένα περιβάλλον που δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τις «μεγάλες» κουζίνες του κέντρου.
Το OilResto άνοιξε πριν 2,5 περίπουχρόνια και ξαφνικά όλοι συζητούσαν γι'αυτό. Μέσα σε δυο τρεις μήνες το Ίλιονέγινε hot γαστρονομικόςπροορισμός. Φυσικό επακόλουθο για μέναήταν να μην πάω. Γνωστός αντιδραστικόςάλλωστε - για να καταλάβετε, τον Τιτανικότόσα χρόνια αρνούμαι να τον δω (βλέπετε,αν και το στομάχι μου λόγω δουλειάς έχεισκληραγωγηθεί, υπάρχει ένα όριο στηναηδία που μπορώ να χωνέψω εγκεφαλικά).Επέμενα ξεροκέφαλα να μην το επισκέπτομαι,όσα κολακευτικά και αν άκουγα για τοπρώτο «ζεύγος» σεφ που επιμελούνταντη δημιουργική ελληνική κουζίνα τουεστιατορίου. Οι Μπαλάσκας και Τσαγκάρηςαποχώρησαν από την Κουζίνα, ο ΔημήτρηςΣούτσος και η Νίκη Τρέσσου άφησαν τοπιο glamorous κέντρο, και τα48 και Passaji αντίστοιχα, γιατο «λαϊκό» Ίλιον, οι γνωστοί μουσυνέχιζαν να μου μιλούν για «τονυπέροχο κήπο με το φοίνικα και τηντεράστια άγρια φιστικιά», άλλοιμιλούσαν για υπέροχο φαγητό, άλλοι γιακάμψη. Πάντως το μόνιμο επιφώνημα απόόλους ήταν «ΤΙ; ΔΕΝ έχεις πάει;».Και προκειμένου να τους ξεφορτωθώ, πήγα.
Για μένα το Ίλιον είναι σε μεγάλο βαθμόterra incognita.Άρα το Oil Restoπαραλίγο να γινόταν Vresto(sic), αν δεν είχα για οδηγότη φοβερή Κατερίνα. Αν θέλετε να πάτεκάπου δύσκολα, σας τη συνιστώ - τραγουδάεικαι τη «Χαβάη» της Πρωτοψάλτη,δυνατότερα από το cd, άραεξασφαλίζετε και το entertainmentστη διαδρομή. Φτάσαμε εύκολα λοιπόν,παρκάραμε εξίσου άνετα και μπήκαμε στηναυλή του πατρικού σπιτιού του ΝίκουΚαλλέργη. Ο ένας εκ των ιδιοκτητών (ΝίκοςΜπουντουβάς ο έτερος) γυρίζοντας μαζίμε το φίλο και συνέταιρό του, και τοσημερινό υπεύθυνο και σομελιέ τουεστιατορίου Δημοσθένη Λυβιδίκο από τηΝέα Υόρκη αποφάσισαν το «κόλλημά»τους με τη γαστρονομία και το κρασί πουαπέκτησαν στο Big Appleκατά τη διάρκεια των '90sνα το μετουσιώσουν σε κάτι απτό. Καιεπιτυχημένο, όπως αποδείχτηκε. Το απλόσπιτάκι μεταμορφώθηκε σε κάτι σεμνάμοντέρνο, και παράλληλα αρκετά ζεστό.Χαμηλοί φωτισμοί, vintageφοβερές ταπετσαρίες, απλά έπιπλα σελιτές γραμμές, τζάκι και... πολύ νέοιάνθρωποι. Και δεν εννοώ μόνο στηνπελατεία, αυτό θα ήταν αυτονόητο ότανπληρώνεις σκάρτα €25 για τέτοιο φαγητό,αλλά στο σέρβις (ο Χρήστος Γιαννόπουλοςείναι γλυκύτατος, suigeneris ισορροπιστής μεταξύεπαγγελματισμού και φιλικότητας) και,φυσικά, στην κουζίνα, όπου οι 30άρηδεςσεφ δίνουν το δικό τους ρεσιτάλ.
Αρχήτου εστιατορίου, και φυσικά του Δημήτρηκαι της Νίκης, είναι η χρήση αποκλειστικάελληνικών πρώτων υλών, με σήμα κατατεθέντο δικής τους παραγωγής μεσσηνιακόαγουρέλαιο. Τα πιάτα τους στην πλειοψηφίατους νόστιμα, ελληνοπρεπέστατα σε γεύσηκαι ουσία, με σαφείς δημιουργικέςανησυχίες. Τα υπέροχα κομματάκια απόμοσχαρίσιο συκώτι, ας πούμε, συνοδεύονταιαπό έναν αφρό παντζαριού, τα κανταϊφάκιαμε αρνί φρικασέ από παγωτό (!) αβγολέμονο,τα ψητά πράσα με σύγκλινο από σάλτσαπορτοκάλι. Highlight η ζακυνθινήμακαρονάδα με κοτόπουλο και λαδοτύριαπό το νησί, και το πιάτο ημέρας αρνάκιμε καυκαλήθρες. Γλυκαθήκαμε με μουςπικρής σοκολάτας και γλυκό κυδώνι. Ταδείγματα, εκτός δυο τριών πιάτων πουείχαν μικροπροβληματάκια στην εκτέλεση,δείχνουν πως το νέο δίδυμο του Oilείναι σε πολύ καλό δρόμο. Πιο κοντινό(σε μένα τουλάχιστον) σύντομα, μιας καισκέφτονται κάθοδο και στο κέντρο. Μακάρι,γιατί τόση Άλκηστη δεν ξέρω αν θα τηνξαναντέξω.