Το 1929, ένας νεαρός δικηγόρος που σχετιζόταν με το κομμουνιστικό κόμμα της Βουλγαρίας έφυγε από την πατρίδα του υπό τον φόβο πολιτικής δίωξης. Έχοντας ζήσει για λίγο καιρό σε Γαλλία και Αργεντινή, ο Pétar Stefanov Rúsev εγκαταστάθηκε τελικά στο Σάο Πάολο όπου ξεκίνησε δική του επιχείρηση. Μετά τον γάμο του με την δασκάλα Dilma Jane Silva, αποφάσισε να αλλάξει το όνομά του στο πορτογαλικό Pedro Rousseff. Μαζί έκαναν τρία παιδιά- τους Igor, Dilma Vana και Zana Lúcia τα οποία και μεγάλωσαν σε ένα περιβάλλον αρκετά εύπορο.
Η Ρουσέφ γεννήθηκε στις 14 Δεκεμβρίου 1947 στο Μπέλο Οριζόντε της νοτιο-ανατολικής Βραζιλίας με τους γονείς της να την μυούν από πολύ νωρίς στα βιβλία των Μπαλζάκ, Ζολά, Ντοστογέφσκι.
Σπούδασε οικονομικά στο Πανεπιστήμιο του Ρίο και κατά την διάρκεια των σπουδών της ήρθε σε επαφή με την παράνομη τότε μαρξιστική οργάνωση Comando de Libertação Nacional- COLINA (Διοίκηση Εθνικής Απελευθέρωσης), με την ίδια να αποτελεί αργότερα έναν από τους έξι επικεφαλής της οργάνωσης VAR Palmares. Αυτή ήταν και η πρώτη της επαφή με την πολιτική.
Στη διάρκεια της δικτατορίας, μετείχε σε παράνομες ένοπλες αριστερές οργανώσεις με τα ψευδώνυμα "Εστέλα", "Βάντα", "Λουίζα". Το 1970, όταν ήταν σε ηλικία 22 ετών, συνελήφθη από την δικτατορική κυβέρνηση του 1964 και βασανίστηκε, περνώντας τρία χρόνια στη φυλακή.
Είναι παντρεμένη 2 φορές και έχει μια κόρη την Πάουλα και έναν τετράχρονο εγγονό. Έχει χωρίσει από τον πατέρα της κόρης της, τον Κάρλος ντε Αραούζο, που επίσης είχε φυλακιστεί επί δικτατορίας και μαζί με τον οποίο μετείχε, το 1979, στην ίδρυση του Εργατικού Κόμματος της Βραζιλίας (PDT, του Λεονέλ Μπριζόλα). Στο παρελθόν είχε ανακοινώσει πως έπασχε από λέμφωμα, σε αρχικό στάδιο, το οποίο αντιμετώπισε με άμεση επέμβαση αφαίρεσης όγκου.
Τον 2003 της ανατέθηκε το υπουργείο Ορυχείων και Ενέργειας της Βραζιλίας και παρέμεινε στην θέση της υπουργού μέχρι τον Ιούνιο του 2005 οπότε και ανέλαβε προσωπάρχης του γραφείου του προέδρου Λούλα ντα Σίλβα.
Στα τέλη Μαρτίου του 2010 ανακοίνωσε την υποψηφιότητά της για την θέση του Προέδρου της Βραζιλίας, παρόλο που μέχρι τότε δεν είχε θέσει ποτέ υποψηφιότητα για οποιοδήποτε αξίωμα. Στον πρώτο γύρο των εκλογών δεν κατάφερε να εκλεγεί, συγκεντρώνοντας ποσοστό 46,91% αλλά στον επαναληπτικό γύρο έλαβε ποσοστό 56,05% έναντι 43,94% του αντιπάλου της Ζοζέ Σέρα. Στις προεδρικές εκλογές του 2014 επανεξελέγη πρόεδρος στον δεύτερο γύρο και ορκίστηκε για δεύτερη θητεία την 1η Ιανουαρίου 2015.
Η Ρούσεφ είναι η πρώτη γυναίκα Πρόεδρος της Βραζιλίας. Μετά την αρχική τεράστια υποστήριξη από τον λαό της χώρας, ήρθε η φθορά η οποία σήμερα την οδήγησε σε ατιμωτική απομάκρυνσηαπό την εξουσία της χώρας. Τα ποσοστά της άρχισαν να καταρρέουν το 2013. Τρία χρόνια αργότερα, η Βραζιλία βίωσε την χειρότερη ύφεση που είχε καταγραφεί ποτέ από την δεκαετία του '30 κι έπειτα, με την Ρούσεφ να έχει να διαχειριστεί τα τεράστια οικονομικά προβλήματα που ανέκυψαν στη χώρα και την δημοτικότητά της να βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση.
Στις 18 Απριλίου 2016, το κοινοβούλιο ψήφισε υπέρ του να προχωρήσει στη Γερουσία η διαδικασία καθαίρεσης της Ρούσεφ από την προεδρική θέση με την κατηγορία πως διέπραξε εγκλήματα που δικαιολογούν την καταδίκη της, καθώς παραποίησε τα στοιχεία για το δημόσιο έλλειμμα και ενέκρινε με διατάγματα δαπάνες του δημοσίου χωρίς να έχει την έγκριση του Κογκρέσου.
Μετά την πρόταση για την παραπομπή της, χιλιάδες υποστηρικτές της κατέβηκαν στους δρόμους δυσαρεστημένοι με την εξέλιξη και συγκρούστηκαν με τις αστυνομικές δυνάμεις σε διαδηλώσεις υπέρ της. Ανάμεσα στους υποστηρικτές της συγκαταλέγονται και οι Ναόμι Κλάιν, 'Ολιβερ Στόουν, Νόαμ Τσόμσκι, Σούζαν Σάραντον, Αρουντάτι Ρόι και δεκάδες ακόμη ακτιβιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, διανοούμενοι και δημόσια πρόσωπα. Σε επιστολή που έστειλαν την Τετάρτη στην κυβέρνηση της Βραζιλίας, καταδίκασαν τη μομφή κατά της Ντίλμα Ρουσέφ και ζήτησαν από τη Γερουσία της Βραζιλίας να "σεβαστεί την εκλογική διαδικασία του Οκτωβρίου 2014 στην οποία συμμετείχαν περισσότεροι από 100 εκατομμύρια πολίτες", κάνοντας ταυτόχρονα λόγο για " εξελίξεις που μπορεί να πάνε πίσω δεκαετίες ολόκληρες την πρόοδο της χώρας προς την κοινωνική και οικονομική ένταξη".
Το στρατόπεδο της Ρουσέφ υποστήριξε πως όλοι οι προκάτοχοί της είχαν ακολουθήσει τις ίδιες πρακτικές και καταγγέλλουν ένα θεσμικό «πραξικόπημα» ενορχηστρωμένο από τον πρώην αντιπρόεδρό της και νυν σκληρότερο πολιτικό αντίπαλό της, τον Μισέλ Τέμερ, 75 ετών.
Όμως τελικά η Γερουσία δεν πείσθηκε και απόψε και με τη ψήφο της, τερμάτισε μετά από 13 χρόνια, τη διακυβέρνηση της κεντροαριστεράς στη μεγαλύτερη χώρα της Λατινικής Αμερικής.
Η παραπομπή της Ρουσέφ είναι ο θλιβερός επίλογος μιας μη αναστρέψιμης πολιτικής "κατρακύλας", που ξεκίνησε με την απόλυτη λαϊκή εμπιστοσύνη στο πρόσωπό της και έναν λαό να στηρίζει το κόμμα της με κλειστά μάτια, απολαμβάνοντας στην αρχή μια άνευ προηγουμένου ευημερία και καταλήγοντας σε μαζικές διαδηλώσεις στους δρόμους της χώρας.
Ωστόσο, η "Dilma", όπως συνηθίζουν να την αποκαλούν οι Βραζιλιάνοι, δεν ευθύνεται εξ' ολοκλήρου για την τραγική κατάσταση στην οποία περιήλθε μες στα χρόνια η χώρα της με την ίδια να κάνει λόγο για "πραξικόπημα", αναφορικά με την πρόταση παραπομπής της. Η ραγδαία ύφεση, η κατάρρευση του τομέα των εμπορευμάτων, τα δημοσιονομικά προβλήματα, η απουσία ξένων επενδυτών και οι επαναλαμβανόμενες αποκαλύψεις οικονομικών σκανδάλων στα πρόσωπα της ηγεσίας σε συνδυασμό με την έλλειψη στήριξαν από το υπόλοιπο κοινοβούλιο συνετέλεσαν σε μια χλιαρή και αναποτελεσματική τελικά αντιμετώπιση όλων όσων μάστιζαν τη χώρα.
Η Ρουσέφ, έχοντας να αντιμετωπίσει την αλλαγμένη στάση των πολιτών πλέον απέναντι στο πρόσωπό της, είχε και να διαχειριστεί ταυτόχρονα τον "πόλεμο" που δεχόταν από την πλειονότητα των βουλευτών της αντιπολίτευσης που την κατηγορούσαν συνεχώς για διαφθορά.
Την Τετάρτη, παρακολούθησε την ψηφοφορία από το προεδρικό μέγαρο Αλβοράντα έχοντας στο πλευρό της τον μέντορά της, τον πρώην πρόεδρο Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα και αμέσως μετά έδειξε πως δεν θέλει να εγκαταλείψει χωρίς μια ακόμη μάχη. Η Ρούσεφ κατήγγειλε σήμερα, για άλλη μια φορά, ένα "κοινοβουλευτικό πραξικόπημα" σε βάρος της και έκανε λόγο για μαι μεγάλη αδικία επαναλαμβάνοντας ότι είναι αθώα. Παράλληλα ανακοίνωσε πως θα προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο και θα ασκήσει έφεση στην απόφαση για την καθαίρεσή της. "Θα επιστρέψουμε" είπε μετά την ανακοίνωση πως κρίνεται ένοχη, όμως οι διεθνείς πολιτικοί αναλυτές κρίνουν πως το παιχνίδι έχει κριθεί και πως η Ρούσεφ δεν θα έχει άλλη ευκαιρία.
Με πληροφορίες από Guardian, BBC, CNN, Wikipedia, Quartz και medium.com