Όπως αισθάνεται η Αλίκη όταν βυθίζεται στη σουρεαλιστική Χώρα των Θαυμάτων από την τρύπα του κουνελιού, έτσι ακριβώς πρέπει να νιώθει και ο ανυποψίαστος επισκέπτης, όταν ένα νωχελικό ιταλικό απόγευμα βρεθεί στη βίλα των δύο σχεδιαστών. Αυτό τουλάχιστον συνέβη στον Hamish Bowles,τον επικεφαλής των ευρωπαϊκών Vogue, όταν επισκέφτηκε για πρώτη φορά τη βίλα των Domenico Dolce και Stefano Gabbana στο Portofino. Η απάντηση στο γιατί, βρίσκεται κρυμμένη στην λίγο από 70s disco ατμόσφαιρα σε συνδυασμό με τα στοιχεία από την Dallas (της γνωστής σαπουνόπερας) αισθητική. Η βίλα που είχε παρουσιαστεί στις σελίδες της Vogue το 2005 και παρουσιάστηκε και πάλι με αφορμή το φετινό σόου για την "άνοιξη 2017" συλλογή τους, είναι χωρίς καθόλου να εκπλήσσει, η επιτομή της μαξιμαλιστικής αισθητικής. Η πλούσια σε όγκο βλάστηση, τα άφθονα επιχρυσωμένα στοιχεία και ο ιταλικός σχεδιασμός φαίνεται ήταν από τότε οι προάγγελοι των αισθητικών κανόνων που θα εδραίωνε η εταιρεία μέσα στα επόμενα χρόνια.
Η αγορά ενός σπιτιού στο Portofino δεν ήταν μέσα στα σχέδια των Dolce και Gabbana. Είχαν μόλις ολοκληρώσει το σπίτι τους κοντά στο Monte Carlo, όταν η τότε ιδιοκτήτρια της βίλας επέμενε πως αυτοί ήταν οι δύο μοναδικοί άνθρωποι που θα έπρεπε να ζήσουν εκεί μετά από την ίδια. Και βέβαια οι δύο άντρες βλέποντας τις πολλαπλές κατοικίες στην έκταση της γης δεν δίστασαν να συμφωνήσουν.
Είναι κάπως σοκαριστικό το γεγονός πως αυτός που ανέλαβε την ανακαίνιση των κατοικιών (οι οποίες ήταν σύμφωνα με τον Gabbana εγκαταλειμμένες) ήταν ο David Chipperfield, Βρετανός αρχιτέκτονας και διάσημος για τη μινιμαλιστική του προσέγγιση. Η δουλειά του Chipperfield πάντως παρείχε τον τέλειο καμβά για να αναδειχτεί το συνολικό βάρος της πολυτελούς διακόσμησης. Και ενώ και οι δύο σχεδιαστές είναι ξεκάθαρα εστέτ, «ο Dolce έχει μια εμμονή», σύμφωνα με τον Gabbana. «Θέλει να ανακαινίζει τα σπίτια κάθε 6 μήνες ακριβώς όπως κάνει και με τις collection!». Πάντως η γιν- γιανγκ δυναμική του ντουέτου δεν είναι σίγουρα πρόβλημα. Όπως ισχυρίζεται ο Gabbana, «κοιτάζουμε το ίδιο πράγμα από δύο διαφορετικές οπτικές, αλλά καταλήγουμε στο ίδιο. Ο Dolce αγαπά το λευκό του Lucio Fontana, ενώ εγώ αγαπώ το κόκκινό του», λέει αναφερόμενος στη δουλειά του Ιταλού καλλιτέχνη της Arte Povera. «Αλλά παρ' όλα αυτά παραμένει Fontana».