Κανείς δεν μπορεί να δίνει τη δέουσα προσοχή σε ό,τι συμβαίνει γύρω του. Δεν υπάρχει αρκετός χρόνος ή πνευματική ικανότητα για κάτι τέτοιο. Ωστόσο, οι περισσότεροι από εμάς κάνουμε μία προσπάθεια να ενδιαφερόμαστε για τους συνανθρώπους μας. Εκτός κι αν είμαστε πλούσιοι, οπότε τα πράγματα αλλάζουν. Για την ακρίβεια, υπάρχει ολόκληρο υπόβαθρο επιστημονικής έρευνας που αποδεικνύει ότι να έχει κανείς πολλά χρήματα αλλάζει τον τρόπο που βλέπει τον κόσμο – ή τον τρόπο που τον αγνοεί – και μαζί μ’ αυτόν και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει.
Μια πρόσφατη τέτοια έρευνα δημοσιεύθηκε στην επιστημονική επιθεώρηση “Psychological Science” και σ’ αυτήν ψυχολόγοι από το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης αποδείκνυαν το πώς εύποροι άνθρωποι, χωρίς να το συνειδητοποιούν, ελάχιστα ενδιαφέρονται για τους περαστικούς στον δρόμο. Συγκεκριμένα, οι ερευνητές περιέγραφαν τα αποτελέσματα πειραμάτων που έκαναν προκειμένου να ορίσουν την επίδραση της κοινωνικής τάξης σ’ αυτό που αποκαλούμε «κινητήριο ενδιαφέρον» σε σχέση με τους ανθρώπους γύρω μας.
Υπάρχουν διάφορες «σχολές σκέψης» στην ψυχολογία: μία από αυτές επιμένει ότι κινητοποιούμαστε να ενδιαφερθούμε για κάτι, όταν αυτό έχει κάποια αξία, ή όταν νιώθουμε ότι απειλούμαστε από αυτό ή προσφέρει την πιθανότητα κάποιου είδους ανταλλάγματος.
Κινητοποιούμαστε να ενδιαφερθούμε για κάτι, όταν αυτό έχει κάποια αξία, ή όταν νιώθουμε ότι απειλούμαστε από αυτό ή προσφέρει την πιθανότητα κάποιου είδους ανταλλάγματος.
Όσο για το πείραμα των ψυχολόγων του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης πήγαινε ως εξής: σε 61 συμμετέχοντες δόθηκαν ένα ζευγάρι γυαλιά της Google και η οδηγία να περπατήσουν σε ένα οικοδομικό τετράγωνο του Μανχάταν, για να τεστάρουν –όπως τους είπαν- τη νέα τεχνολογία. Αργότερα, τους δόθηκε να συμπληρώσουν ένα ερωτηματολόγιο, βάσει τους οποίου, τους εζητείτο να προσδιορίσουν την κοινωνική τους τάξη.
Αναλύοντας τα όσα είχαν καταγράψει τα Google Glasses, οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι όσοι είχαν αυτοπροσδιοριστεί ως εύποροι δεν άφηναν για πολύ το βλέμμα τους στους συνανθρώπους τους – πόσω μάλλον σε επαίτες -, τουλάχιστον όχι όση ώρα το έκαναν αυτοί που είχαν δηλώσει ότι προέρχονταν από χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα.
Οι ερευνητές δεν έμειναν σε αυτό το συμπέρασμα. Προχώρησαν σε κάποια ακόμη παρόμοια πειράματα, αυτή τη φορά χρησιμοποιώντας ένα προηγμένο τεχνολογικό σύστημα παρακολούθησης της όρασης. Αυτή φορά, οι συμμετέχοντες στο πείραμα ήταν φοιτητές που έπρεπε να δουν μια σειρά φωτογραφιών τραβηγμένων από τον περίφημο πανόπτη της Google, το Google Street. Αυτή η ομάδα, τις φωτογραφίες τις είδε από τον υπολογιστή της και μετά κλήθηκε να απαντήσει στο ίδιο ερωτηματολόγιο με την πρώτη.
Κατά τον ίδιο τρόπο, οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι οι φοιτητές που είχαν αυτοπροσδιοριστεί ως οικονομικά εύποροι, δεν έχαναν τον χρόνο τους στο να παρατηρούν τους ανθρώπους γύρω τους.
Στο τελευταίο, πλέον, στάδιο του πειράματος, οι ψυχολόγοι επιχείρησαν να απαντήσουν στο κρισιμότερο ερώτημα: οι άνθρωποι που αφιέρωναν λιγότερο χρόνο στο να παρατηρήσουν τους γύρω τους, το έκαναν ορμώμενοι από μία ξεκάθαρα συνειδητή απόφαση ή ήταν μία αυθόρμητη αντίδραση;
Για να απαντήσουν σ’ αυτό χρειάστηκαν 400 συμμετέχοντες για μία online επιπρόσθετη έρευνα. Οι συγκεκριμένοι έπρεπε να κοιτάξουν μερικά ζεύγη εναλλασσόμενων εικόνων, στις οποίες υπήρχαν διάφορα αντικείμενα. Σε κάθε εικόνα, πάντα, υπήρχε ένα πρόσωπο και πέντε αντικείμενα (ένα φρούτο, μία συσκευή, κ.λπ). Η μία εικόνα θα εμφανιζόταν για πολύ λίγο στην οθόνη τους και μετά θα αντικαθίστατο από μία δεύτερη εικόνα, λιγότερο ή περισσότερο πανομοιότυπη με την πρώτη. Οι δύο εικόνες θα εναλλάσσονταν με τέτοιο τρόπο, μέχρι ο συμμετέχοντας, να πατούσε το διάστημα στο πληκτρολόγιο του, προκειμένου να ενημερώσει ότι αντιλήφθηκε μία αλλαγή σε ό,τι είχε να κάνει με τα αντικείμενα ή το πρόσωπο της φωτογραφίας, ή ότι είχε αποφασίσει ότι δεν υπήρχε η παραμικρή διαφορά ανάμεσα στις φωτογραφίες.
Και πάλι, άτομα που είχαν αυτοπροσδιοριστεί ως οικονομικά ασθενέστερα εμφανίζονταν ασύλληπτα ταχύτερα στον εντοπισμό αλλαγών στις φωτογραφίες, από όσους αυτοπροσδιορίζονταν ως πλούσιοι. Οι ερευνητές εστίασαν σ' αυτή την ένδειξη κυρίως από τον τρόπο που αυτά τα άτομα κινητοποιούνταν από τις εκφράσεις των προσώπων που αντίκριζαν στις φωτογραφίες.
"Σε όλο το φάσμα της έρευνας μας - στον δρόμο, στο εργαστήριο και στο online πείραμα μας- εκείνο που αποδεικνύεται είναι ότι κάποιοι άνθρωποι είναι σε θέση να παρατηρούν συνανθρώπους τους που ανήκουν σε κατώτερα κοινωνικά στρώματα και λιγότερο αυτούς που ανήκουν στις ανώτερες τάξεις", εξηγεί η Pia Dietze, διδακτορική φοιτήτρια στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και επικεφαλής της έρευνας. Και κατά την ίδια, πρόκειται για μία μαζική και αυθόρμητη αντίδραση σε ό,τι αφορά και τους μεν και τους δε, πλούσιους και λιγότερο ευκατάστατους.
Οι πλούσιοι μπορούν να προσλάβουν κάποιον άλλο για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες τους (από το να τους μεγαλώσει το παιδί, μέχρι να τους φτιάξει το σπίτι). Δεν εξαρτώνται από τον γείτονα ή κάποιον φίλο. Οι φτωχοί συντονίζονται καλύτερα σε ό,τι αφορά τις διαπροσωπικές σχέσεις, γιατί οφείλουν να το κάνουν, ενώ οι πλούσιοι όχι.
Δεν είναι, όμως, η μόνη έρευνα που αποδεικνύει κάτι τέτοιο. Κατά το παρελθόν έχουν διεξαχθεί κι άλλες παρόμοιες, προκειμένου να καταγραφεί η αλληλεπίδραση των εύπορων με τους ανθρώπους γύρω τους και τα αποτελέσματα δεν ήταν και τόσο ωραία. Για παράδειγμα, σε μία σειρά μελετών που δημοσιεύθηκαν το 2012, ψυχολόγοι από το Πανεπιστήμιο του Berkeley, είχαν βάλει φοιτητές να παρακολουθήσουν δύο βίντεο. Στο ένα, εμφανιζόταν ένας άντρας με συμβουλές για το χτίζεται ένα αίθριο. Στο δεύτερο καταγράφονταν οι ζωές παιδιών με καρκίνο και μαζί οι προσπάθειες των οικογενειών τους. Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι φοιτητές από εύπορες οικογένειες μετά βίας ένιωσαν κάποια συμπόνια για τα όσα παρακολούθησαν στο δεύτερο βίντεο.
Προηγουμένως, οι ερευνητές είχαν ενημερωθεί για παράγοντες, όπως η εθνικότητα, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις και το φύλο, παράγοντες, δηλαδή, που σε μεγάλο βαθμό επηρεάζουν τα αισθήματα συμπόνιας κάθε ανθρώπου. Επίσης, οι συμμετέχοντες, κατά τη διάρκεια παρακολούθησης των δύο βίντεο, φορούσαν παλμογράφους, καθώς η επιστημονική έρευνα έχει αποδείξει ότι ο καρδιακός παλμός μας επιβραδύνεται, όταν "συντονιζόμαστε" με τον πόνο ή τα πάθη ενός άλλου ανθρώπου. Στην περίπτωση του συγκεκριμένου πειράματος, κάτι τέτοιο συνέβη μόνο από την πλευρά των μη ευκατάστατων φοιτητών...
Άλλη προγενέστερη μελέτη που δημοσιεύθηκε από την επιθεώρηση "Psychological Sciences" από ερευνητές του Πανεπιστημίου του Σαν Φρανσίσκο, έδειξε ότι άνθρωποι ανώτερου κοινωνικού και οικονομικού επιπέδου, εμφανίζονται τουλάχιστον άπειροι στην ανίχνευση των συναισθημάτων άλλων ανθρώπων...
Κι άλλο παράδειγμα: Μελέτη του 2009 αποδείκνυε ότι φοιτητές ανώτερου κοινωνικο-οικονομικού στάτους αδυνατούσαν να εστιάσουν την προσοχή τους σε έναν ξένο - με τον οποίο τους ζητήθηκε να ανταλλάξουν λίγες κουβέντες για μερικά λεπτά- ακόμη κι αν αυτός προερχόταν από την ίδια οικονομική τάξη με τη δική τους. Οι ψυχολόγοι επισημαίνουν ότι οι εύποροι γενικώς δίνουν ελάχιστη προσοχή σε οποιονδήποτε, ανεξάρτητα από την κοινωνική του θέση, γεγονός που φυσικά επηρεάζει τις σχέσεις τους με φίλους και οικογένεια...
Γιατί, όμως, συμβαίνει αυτό; Ένας λόγος ίσως είναι - σύμφωνα με τους επιστήμονες πάντα- ότι οι πλούσιοι μπορούν να προσλάβουν κάποιον άλλο για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες τους (από το να τους μεγαλώσει το παιδί, μέχρι να τους φτιάξει το σπίτι). Δεν εξαρτώνται από τον γείτονα ή κάποιον φίλο. Σύμφωνα με Dacher Keltner, καθηγητή ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Berkeley, αλλά και σύμφωνα με άρθρο του ψυχολόγου Daniel Goleman στους New York Times, "η οικονομική υπεροχή και διαφοροποίηση δημιουργεί διαφοροποίηση και στις συμπεριφορές. Οι φτωχοί συντονίζονται καλύτερα σε ό,τι αφορά τις διαπροσωπικές σχέσεις, γιατί οφείλουν να το κάνουν, ενώ οι πλούσιοι όχι."
Στις μέρες μας, με όλη αυτή την ανισότητα οικονομιών ολόκληρων -και όχι μόνον ανθρώπων-, όλο αυτό το παιχνίδι αλληλεπίδρασης εξουσίας, χρήματος και ενσυναίσθησης γίνεται ακόμη πιο ανησυχητικό. Τόσο ο Goleman, όσο και άλλοι, ανησυχούν για το αν οι πλούσιοι που δεν "βλέπουν" τους γύρω τους (κυριολεκτικά και μεταφορικά) και δη τους φτωχούς, κάνουν ακόμη πιο ανέφικτη την αντιστροφή των όρων της οικονομικής ανισότητας. Όπως λέει ο ίδιος “είναι αδύνατο να μειώσεις το οικονομικό χάσμα, αν ταυτόχρονα δεν αναπληρώσεις την έλλειψη ενσυναίσθησης".
Και μπορεί οι το 1% των μεγιστάνων του πλανήτη να μην ενδιαφέρεται για την οικονομική ανισότητα -επισημαίνει-, ίσως όμως ενδιαφερθεί στο άμεσο μέλλον για κάτι άλλο: την κατεστραμμένη ικανότητα τους να απολαύσουν τα οφέλη ισχυρών διαπροσωπικών σχέσεων, που αποτελούν τη μεγαλύτερη ανταμοιβή, ίσως και το κλειδί της πραγματικής ευτυχίας, σύμφωνα με μία άλλη μελέτη του Χάρβαρντ. Οι άνθρωποι είναι πλασμένοι για να ζουν μέσα στον κόσμο, μαζί με τους υπόλοιπους ανθρώπους και χωρίς αυτούς μεγιστοποιείται το ρίσκο για μία μοναχική ζωή, γεμάτη από κατάθλιψη, καρδιακές παθήσεις, ίσως και πρόωρο θάνατο. Και αυτά τα έχει αποδείξει η επιστήμη. Αλλά όλα έχουν το τίμημα τους. Ακόμη και ο πλούτος.
Με στοιχεία από το Quartz
σχόλια