ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΠΟΛΥΖΟ
Είμαι πρακτικός άνθρωπος» μου είπε ο Βασίλης στο τηλέφωνο καθώς μου έδινε οδηγίες για να βρω το στούντιο της Original Replica στη Λέοντος Σοφού. «Γι' αυτό θα προτιμούσα η συνέντευξη να είναι ροκ εν ρολ. Δηλαδή να μην κάτσουμε να αναλύσουμε με τις ώρες το κόνσεπτ πίσω από τη δουλειά μας, το βάθος της σκέψης του σχεδιαστή κ.λπ. Δεν μας αρέσει αυτή η φάση, που κάποιοι προσπαθούν να παρουσιάσουν τη δουλειά τους, έτσι, ιντελεκτουέλ ας πούμε, μέσα από τα μίντια, και να της δώσουν μ' αυτό τον τρόπο μεγαλύτερη αξία απ' ό,τι έχει. Εμείς κάνουμε αυτό που κάνουμε και είναι αυτό που βλέπεις, τέλος πάντων».
Το επόμενο μεσημέρι, κάνοντας μια μικρή βόλτα στην περιοχή της Βαλαωρίτου, σκέφτομαι πως η τοποθεσία του στούντιο πράγματι εμπνέει μουσικούς συνειρμούς: πίσω ακριβώς από το Κρατικό Ωδείο και λίγα βήματα πιο κάτω από τη Βιοτεχνία. Κλασική και πανκ, μελωδία και θόρυβος, αυστηρότητα και ελευθερία – η γειτονιά είναι γεμάτη δονήσεις. Χώρια τα δεκάδες προβάδικα, διάσπαρτα ένα γύρο. Πρόβες κάνουνε κι ο Βασίλης Μητσιόπουλος με την Άννα Γερμανού. Μόνο που αντί για κιθάρα, μπάσο και τύμπανα, χρησιμοποιούν μελάνια, σπάτουλες και τελάρα. «Στη μεταξοτυπία μού άρεσε η αμεσότητα», εξηγεί ο Βασίλης, «ότι κάνεις κάτι με τα χέρια. Η αλήθεια είναι ότι, αν είσαι καιρό στην αγορά, ο υπολογιστής γίνεται λίγο περιοριστικός. Η μεταξοτυπία είναι ένα κομμάτι που σου επιτρέπει να δημιουργήσεις εικόνες χωρίς να παρεμβάλλεται ο υπολογιστής. Να λερώσεις τα χέρια σου με λίγα λόγια, να φύγεις απ' την οθόνη όσο γίνεται. Όχι πως έχω θέμα, μου αρέσουν οι υπολογιστές, εκεί έχω μάθει να σχεδιάζω, αλλά το να χρησιμοποιείς κι άλλες μεθόδους ίσως ιντριγκάρει και άλλα κομμάτια στη σκέψη».
Προσπαθούμε κάθε φορά να οπτικοποιήσουμε κάποια χαρακτηριστικά της μουσικής, πέρα από τον τίτλο ή τους στίχους, που μπορεί να είναι υφές. Υπάρχει texture και στη μουσική φυσικά και προσπαθούμε, ακούγοντας το υλικό, να δούμε πώς μπορούμε να το αποδομήσουμε και να το αποδώσουμε οπτικά.
Περίμενα να τον βρω μισοκαλυμμένο με μελάνια όταν θα με υποδεχόταν στην πόρτα, αλλά τελικά εγώ κάνω τη μεγάλη εμφάνιση, με την κιθάρα στο χέρι (τώρα, χωρίς πλάκα, ήταν ευκαιρία να την πάω για σετάρισμα, μια και κατέβηκα στο κέντρο – στο κάτω-κάτω, ροκ εν ρολ συνέντευξη δεν ζήτησε;). «Εγώ παίζω τρομπέτα» μου λέει καθώς μπαίνουμε στο στούντιο. «Προσπαθώ να μάθω δηλαδή, αλλά δεν έχω προχωρήσει και πολύ». Ε, εντάξει, πνευστό είναι και μάλλον το πιο δύσκολο. Μου συστήνει την Άννα, που με ρωτάει αν θέλω καφέ. Αρνούμαι ευγενικά κι εκείνη επιστρέφει στον υπολογιστή για να επιμεληθεί τις μουσικές επιλογές: Alice Coltrane, Boards of Canada, Shigeto, Charles Mingus, Karate. «Ο χώρος εδώ έχει ζωτική σημασία για τη δουλειά μας», θα μου πει αργότερα, «και η μουσική είναι αναπόσπαστο κομμάτι του».
Το στούντιο έχει δύο παράθυρα που βλέπουν στην οδό Τύπου. Σ' εκείνο που βρίσκεται δίπλα στο γραφείο με τους υπολογιστές οι κουρτίνες είναι τραβηγμένες. Απ' το άλλο μπαίνει το χλωμό φως του χειμωνιάτικου μεσημεριού. Ο Βασίλης με ξεναγεί στον χώρο, δείχνοντάς μου καταρχάς τα μηχανήματα για τη μεταξοτυπία: την επιφάνεια εκτύπωσης, το εμφανιστήριο, το καρουζέλ για τα μπλουζάκια. Από την πρώτη στιγμή καταλαβαίνω ότι έχει τρέλα με τη Γραφιστική. Μπορώ να φανταστώ ότι του «μίλησε» σε μικρή ηλικία, πιθανόν στη μέση της εφηβείας, πράγμα που ο ίδιος επιβεβαιώνει: «Tα πρώτα ερεθίσματα ήτανε για μένα εξώφυλλα δίσκων. Θεωρώ την επίδραση της μουσικής τεράστια –έχουμε γενικώς κόλλημα με τη μουσική– στον τρόπο σκέψης, στις εικόνες που δημιουργεί. Αλλά και το μέσο καθαυτό, πάντοτε άκουγα βινύλια, οπότε υπήρχε και το οπτικό κομμάτι, οι εικόνες που συνόδευαν τη μουσική. Οπότε, ναι, οι σχεδιαστές εξώφυλλων δίσκων, όπως ο Peter Saville και ο Vaughan Oliver, ήτανε για μένα η αρχή. Πώς λένε κάποιοι, ας πούμε, έμαθα να μιλάω αγγλικά από τα τραγούδια;».
Του είχε περάσει όμως απ' το μυαλό η ιδέα να γίνει γραφίστας; «Το πρώτο έναυσμα ήταν το περιοδικό “Οξύ”, το μηδέν, που ήταν ένα τεράστιο τεύχος –μάλιστα θυμάμαι ότι έγραφε «ένα αρκετά μεγάλο περιοδικό»– το οποίο είδα σ' ένα βιβλιοπωλείο στα Γρεβενά και ήταν, ξέρεις, μεγάλη στιγμή... Εεε, βέβαια, ήταν και το “01”, ήταν η εποχή του David Carson, όλο αυτό το μεταμοντέρνο, ας πούμε, design που είχε αρχίσει να φεύγει από το μινιμαλιστικό, λόγω του Ray Gun κ.λπ. Αυτή ήταν, λοιπόν, η μεγάλη στιγμή. Θυμάμαι πως αμέσως άρχισα να ψάχνομαι. Είχα πάρει τηλέφωνο τον Πάρη τον Κούτσικο και η πρώτη ερώτηση που του έκανα ήτανε: “Τι είναι Γραφιστική;”. Τελείως basic δηλαδή, δεν ήξερα τίποτα. Και αμέσως μετά ήταν το “Άκρο” του Άγγελου Μπάκα, το πρώτο ελληνικό περιοδικό για την τυπογραφία και το design. Ο Άγγελος ήταν ο άνθρωπος που με βοήθησε να ξεκαθαρίσω σταδιακά το χάος που είχα στο μυαλό μου σχετικά με τη Γραφιστική».
«Μικρή ούτε εγώ ήξερα τι είναι Γραφιστική» παραδέχεται και η Άννα. «Είχα κάνει σπουδές Πληροφορικής, αλλά δεν μ' ενδιέφερε τελικά. Σκεφτόμουνα ν' ασχοληθώ με την Αρχιτεκτονική, με τη Διακόσμηση. Κάποια στιγμή, κάπως έτσι κι εγώ, έπιασα ένα έντυπο στα χέρια μου, τρελάθηκα, τι είναι αυτό κ.λπ., κι έκανα μαθήματα εδώ, στην Applied. Μετά, με τη μεταξοτυπία ήρθα σε επαφή σ' ένα workshop που συνδιοργάνωσε ο Βασίλης με τους Palefroi, το '11 αν δεν κάνω λάθος».
Το στούντιο το στήσατε...; «Το '10». Δηλαδή αφού άρχισε η κρίση; «Ναι, ουσιαστικά ξεκινήσαμε μες στην κρίση. Μόνος μου στην αρχή και μετά ήρθε η Βαρβάρα Παναγιωτίδου, με την οποία συνεργαζόμαστε ακόμα» λέει ο Βασίλης. «Δούλευα τότε στην Altervision, αλλά είχα ήδη, δηλαδή και από πιο παλιά, την τάση να θέλω να παίρνω εγώ ο ίδιος τις αποφάσεις για το τελικό αποτέλεσμα. Ή αισθάνθηκα, τέλος πάντων, μπορεί και λίγο εφηβικά, κάπως... δεν ξέρω αν είναι η σωστή λέξη...» «Παρορμητικά;» προτείνει η Άννα. «Ναι, παρορμητικά πήρα την απόφαση, αισθάνθηκα ότι μπορούσα να τα καταφέρω και στην πορεία βλέπεις ότι αυτό το πράγμα απλώς είναι, ξέρεις, προχωράς, μαθαίνεις, δεν τελειώνει ποτέ, κάθε δουλειά, κάθε πρότζεκτ είναι ένα μάθημα».
Το όνομα του γραφείου μού έφερε στο μυαλό Jamie Reid, ντανταϊστές, Fluxus, Xerox Art. «Είναι οξύμωρο βασικά» παρατηρεί ο Βασίλης. «Περιέχει δύο πράγματα, εεε... πώς το είπαμε προχτές, πρώτη φορά που το μετέφρασα; Αυθεντική αντιγραφή;» «Κόπια» τον διορθώνει η Άννα. «Ναι, αυθεντική κόπια. Θεώρησα ότι ταιριάζει πολύ καλά με αυτό που είναι η μεταξοτυπία. Είναι ένα αυθεντικό έργο που γίνεται σε πολλές κόπιες. Και η αλήθεια είναι ότι μου άρεσε και η λέξη ρέπλικα – όταν έψαχνα για όνομα την είχα δει σ' ένα κόμικ. Ίσως μου άρεσε επειδή είναι και λίγο προβοκατόρικο. Γιατί στον χώρο μας υπάρχει μια τάση για το φρέσκο, το καινοτόμο, το αυθεντικό και, εντάξει, ένα γραφιστικό γραφείο που ξαφνικά λέει “ουσιαστικά κοπιάρουμε”, δεν ξέρω, μου φάνηκε καλή ιδέα».
Αναρωτιέμαι αν ακολουθούν κάποια συγκεκριμένη δημιουργική διαδικασία όταν αναλαμβάνουν ένα πρότζεκτ. Κάποιο ritual, ας πούμε. «H δημιουργική διαδικασία είναι, ξέρεις, η εξής: ανοίγουμε ένα βιβλίο και κλέβουμε» λέει ο Βασίλης γελώντας. «Εγώ έχω σίγουρα να αναφέρω ένα», προσθέτει η Άννα, γελώντας κι εκείνη. «Παρατήρησα πρόσφατα ότι όταν σχεδιάζουμε για συγκεκριμένο μουσικό, σίγουρα ακούμε τη δουλειά του, αλλά το τελευταίο διάστημα τρώγαμε και το αντίστοιχο φαγητό!» Δηλαδή η μουσική σάς άνοιγε την όρεξη για κάτι συγκεκριμένο; «Όχι», συνεχίζει γελώντας, «σχεδιάζαμε π.χ. για έναν Ιάπωνα και έτυχε εκείνο το διάστημα να τρώμε ασιατική κουζίνα». Ο οποίος Ιάπωνας έχει κάποια σχέση με τη μαγειρική, είναι σεφ; «Όχι, μουσικός είναι!» Καλά, η σπιρτάδα μου κοντεύει να τη ρίξει απ' την καρέκλα. «Ναι, είναι ο Daisuke Tanabe», διευκρινίζει ο Βασίλης, «που έπαιξε πρόσφατα στο Fragile. Κάναμε ένα πόστερ γι' αυτόν και τρώγαμε γιαπωνέζικο». «Ή κάναμε το εξώφυλλο για μια άλλη δουλειά που είχε ανατολίτικες επιρροές», καταλήγει η Άννα, «και τρώγαμε φαλάφελ!»
«Η αλήθεια είναι ότι έχουμε κάνει αρκετά εξώφυλλα για την τοπική σκηνή» λέει σοβαρεύοντας ο Βασίλης. «Δηλαδή, αν τα μετρήσουμε, σίγουρα είναι πάνω από δέκα. Ναι, ένα είδος ritual, όταν η δουλειά αφορά τη μουσική, ας πούμε, είναι ότι σίγουρα θέλουμε να έχουμε το υλικό για να το ακούμε. Και προσπαθούμε κάθε φορά να οπτικοποιήσουμε κάποια χαρακτηριστικά της μουσικής, πέρα από τον τίτλο ή τους στίχους, που μπορεί να είναι... υφές. Υπάρχει texture και στη μουσική φυσικά, και προσπαθούμε, ακούγοντας το υλικό, να δούμε πώς μπορούμε να το αποδομήσουμε και να το αποδώσουμε οπτικά». Χμ, για πρακτικός άνθρωπος καλά τα πάει και με τη θεωρία. «Για παράδειγμα, το δεύτερο άλμπουμ των This is Nowhere μας έδινε την εικόνα της έκρηξης, ότι είσαι πλέον μέσα στην ίδια την έκρηξη, ότι το άλμπουμ, καθώς προχωράει, ακούγεται πάντα σαν να έχει γίνει κάτι, ότι έχει φτάσει κάπου και ακούς από κει και πέρα – πιθανότατα έχει να κάνει με το κομπρεσάρισμα, είναι σαν να έχει καλύψει όλο το φάσμα ηχητικά, και οπτικά είναι σαν να μην υπάρχουν κενά, σαν να μην υπάρχει περιθώριο να δεις κάτι άλλο μέσα σ' αυτό».
Το αυτί μου κολλάει στη λέξη «υφές». Μήπως αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό που κέντρισε το ενδιαφέρον του για τη μεταξοτυπία; «Η μεταξοτυπία έχει texture, ναι, γιατί δεν είναι μελάνι που ψεκάζεται όπως στην ψηφιακή εκτύπωση. Είναι μελάνι που έρχεται και κάθεται πάνω στο χαρτί. Και η offset επίσης έχει μια υφή, δημιουργεί άλλο ράστερ, αλλά η μεταξοτυπία, επειδή χρησιμοποιούμε γάζα, το τονίζει ακόμα πιο πολύ – είναι και άλλα τα μελάνια κι έτσι δημιουργείται αυτή η υφή. Ναι, σίγουρα το “αισθητικό” κομμάτι, με βάση τις αισθήσεις δηλαδή, έπαιξε μεγάλο ρόλο. Η μεταξοτυπία έχει συγκεκριμένη υφή, όψη...» «Μυρωδιά» προσθέτει η Άννα. «Αλλά, εντάξει, ο κύριος λόγος που την προτιμώ από την ψηφιακή ή και την offset ακόμα», ξαναπιάνει το νήμα ο Βασίλης, «είναι ότι έχει περιορισμούς. Και μέσα από τους περιορισμούς βγαίνουνε πολύ ωραία πράγματα. Πλέον, επειδή σχεδιάζουμε κυρίως για το Ίντερνετ, μπορείς να μην έχεις κανένα περιορισμό κι έτσι να παγιδευτείς στο χάος των επιλογών. Ενώ, αν περιοριστείς με κάποιον τρόπο απ' την αρχή, π.χ. όσον αφορά το ποια χρώματα θα χρησιμοποιήσεις, ποια είναι η παλέτα σου, αυτό μπορεί να είναι πολύ πιο δημιουργικό».
Η σκέψη του τρέχει πάλι στη μουσική: «Μπορείς να πεις, για παράδειγμα, έχω μπάσο, ντραμς, κιθάρα, αυτά έχουμε, με αυτά παίζουμε. Αν όμως πεις: “Οk, έχω και μια συμφωνική, τώρα τι κάνω; Να βάλω και τη συμφωνική. Αλλά δεν ξέρω να διευθύνω συμφωνική”» λέει γελώντας και συνεχίζει: «Πώς έλεγε ο Iggy στο ντοκιμαντέρ για τους Stooges...» «Μέχρι είκοσι πέντε λέξεις max» κάνει η Άννα, δίχως καν να κοιταχτούν. «Ναι, για τους στίχους είχε βάλει όριο απ' την αρχή, σε κάθε τραγούδι μέχρι είκοσι πέντε λέξεις: no fun, my babe, no fun. Ροκ εν ρολ, ξέρεις, δεν χρειάζεται παραπάνω. Δεν του είπε κανείς να κάνει αυτό το πράγμα, μόνος του έβαλε τα όρια. Θεωρούσε ότι αν δεν μπορείς να πεις αυτό που θέλεις με είκοσι πέντε λέξεις, οι πεντακόσιες δεν θα καταφέρουν κάτι παραπάνω. Η μεταξοτυπία λοιπόν, για να ξαναγυρίσω σ' αυτό που λέγαμε, έχει μια άλλη διαδικασία που σε βάζει να σκεφτείς διαφορετικά για τον σχεδιασμό».
Γι' αυτό είναι καλό, κατά τη γνώμη του, ένας σχεδιαστής να προσφέρει υπηρεσίες και πέρα από την αγορά: «Να χρησιμοποιεί, για παράδειγμα, τα εργαλεία του, τη σκέψη του, τις ικανότητές του για έναν καλό σκοπό. Δεν είναι απαραίτητο να κάνεις κοινωνική εργασία, μπορεί να βοηθάς ένα συγκρότημα φίλων, κάνοντάς τους ένα εξώφυλλο, μια αφίσα... Είναι μια διαδικασία που σε απελευθερώνει». Η Άννα συμφωνεί: «Και σου μαθαίνει παράλληλα και πολλά άλλα πράγματα». «Ναι, θα το εξομολογηθώ» λέει γελώντας ο Βασίλης. «Κάποια στιγμή συζητούσαμε με την Άννα –μπορεί ν' ακούγεται λίγο cheesy– και λέγαμε ότι ευτυχία –μεγάλη λέξη, τέλος πάντων–, όχι ευτυχία, ικανοποίηση είναι να μαθαίνουμε κάτι κάθε μέρα. Κάτι που δεν χρειάζεται απαραίτητα να είναι σχετικό με τη Γραφιστική. Γιατί θα μπορούσαμε να κάνουμε και κάτι άλλο, δεν ήρθαμε σ' αυτό τον κόσμο για να σχεδιάζουμε και να κάνουμε μεταξοτυπίες».
Αυτός ίσως είναι κι ένας λόγος που διοργανώνουν τα workshops στο χώρο του στούντιο; Για να μοιραστούν τις γνώσεις τους; «Ναι, όταν ανακοινώνουμε ένα workshop το σημειώνουμε αυτό, ότι η εμπειρία δεν είναι απαραίτητη για να συμμετάσχει κάποιος» λέει ο Βασίλης. «Ο στόχος κάθε φορά είναι να έχουμε ένα τελικό προϊόν, ένα βιβλιαράκι ας πούμε, που να το σχεδιάζουν, να το τυπώνουν και να το βιβλιοδετούν οι συμμετέχοντες». Η Άννα δίνει ένα παράδειγμα: «Στο workshop για τα φανζίν, που ήταν βασισμένο σε μια ιδέα του Marco Nicotra, οι συμμετέχοντες διάλεξαν το μέσο, φωτογραφία, σχέδιο κ.λπ., και με εργαλείο το φωτοτυπικό έφτιαξαν από ένα μικρό φανζίν. Όλα είχαν κοινό εξώφυλλο που ήταν μεταξοτυπία – εκεί μπήκε και αυτό το στοιχείο. Το θέμα ήταν η Θεσσαλονίκη, οπότε το πρώτο κομμάτι του εργαστηρίου ήταν να βγούνε στην πόλη, να μαζέψουν υλικό, να βγάλουν φωτογραφίες. Στη συνέχεια κάνανε ένα έντυπο για τη Θεσσαλονίκη, ο καθένας με τη δική του τη ματιά».
Έχω μια τελευταία ερώτηση. «Τι ζώδιο είστε;» με αιφνιδιάζει ο Βασίλης και σκάμε κι οι τρεις στα γέλια. Όχι, ε, ποιες δουλειές σας θα ξεχωρίζατε, είτε γιατί τις γουστάρετε πολύ είτε γιατί σας έχει μείνει κάποια ωραία ανάμνηση; «Το δεύτερο “Nowhere"» λένε κι οι δυο με μια φωνή. «Γιατί το είχαμε ακούσει πάρα πολύ μαζί», εξηγεί ο Βασίλης, «και σε διάφορες φάσεις, μέχρι να το ολοκληρώσουμε. Α ναι, και το “Débruit” επίσης, το πόστερ. Γιατί και με το “Débruit” ακούγαμε τη μουσική και είχαμε κοιμηθεί εδώ γιατί σχεδιάζαμε και...» «Τρώγαμε φαλάφελ!» παρεμβαίνει η Άννα μ' ένα γέλιο. «Ναι, και δεν θέλαμε να το αφήσουμε, και επειδή ήταν πιεστικό το deadline αλλά και λόγω του δημιουργικού οίστρου» –τώρα ούτε ο Βασίλης μπορεί να συγκρατήσει το γέλιο του– «προτιμήσαμε να μείνουμε εδώ, να το δουλέψουμε όλο το βράδυ και αυτό... είναι ένα ωραίο τριπ, ξέρεις, νιώθεις ότι κάπου πάει, κάτι γίνεται εκείνη τη στιγμή και το ακολουθείς».
* Οι Original Replica θα διοργανώσουν ένα workshop μεταξοτυπίας στη Λάρισα το Σάββατο 17 Δεκέμβρη, στο χώρο του Wise Dog, όπου και θα εκθέσουν και έργα τους υπό το γενικό τίτλο Respond in Silence μέχρι τις 31 Γενάρη 2017.
σχόλια