Χρειάστηκε να πάω δύο μέρες για να μπορέσω να μπώ σε ένα από τα πιο ωραία μουσεία του Παρισιού. Η ουρά ξεκινούσε από τα ταμεία, έκανε οχτάρια στον κήπο με τη “τροπική” βλάστηση και έφτανε στο δρόμο, απέναντι περίπου από τη γέφυρα Branly. Γέροι bikers, ρωμαλέοι μπαμπάδες με αλογοουρά και κατάστικτα μπράτσα (γυμνά, βέβαια), κορίτσια στην εφηβεία με γοτθικά τατουάζ στο κάτασπρο δέρμα τους- ένα ετερόκλητο πλήθος με ανθρώπους που ήταν ζόρικοι, αλλά κυρίως ήθελαν να μοιάζουν ζόρικοι.
Καθόλου παράξενο. Το τατουάζ είναι η μεγαλύτερη μόδα της δεκαετίας. Σύμφωνα με μια προπέρσινη έρευνα του Γαλλικού Ινστιτούτου Δημοσκοπήσεων (IFOP) ένας στους πέντε Γάλλους μεταξύ 25-34 ετών έχει τατουάζ. Η πυκνότητα είναι ακόμα μεγαλύτερη στην Αμερική. Και αυξάνεται αλματωδώς. Είναι κάτι σαν συλλογική μανία. Ξεκίνησε στα 1990s και πυροδοτήθηκε από τη μόδα, το ντιζάιν, τη διαφήμιση και τις νεανικές κουλτούρες. Τώρα είναι παντού. Αλλά δεν εμφανίστηκε από το πουθενά. Το τατουάζ είναι αρχαίο όσο ο άνθρωπος. Η σχετικά πρόσφατη ανακάλυψη του ανθρώπου των πάγων στις Οτζαλικές Άλπεις, με 57 τατουάζ στο συρικνωμένο δέρμα του, έδειξε ότι η πρακτική ήταν γνωστή ήδη πριν 5.000 χρόνια!
Η γοητεία της επιτυχημένης έκθεσης έγκειται στο ότι ενώ έχει πρωτοφανές εθνογραφικό υπόστρωμα (ταιριαστό σε ένα τέτοιο μουσείο), είναι ένα πανηγύρι σωματικής έκφρασης. Βλέπεις πού και πώς οι λαοί χρησιμοποιούσαν το τατουάζ για να εξαίρουν ή να στιγματίζουν ομάδες, αλλά βλέπεις και την αισθησιακή χάρη που έχει το ζωγραφισμένο σώμα, την αυτοπεποίθηση στα μάτια εκείνων που ποζάρουν περήφανοι, αλλιώτικοι, εικονογραφημένοι (μου έκανε εντύπωση πάντως που από την ενδελεχή βιβλιογραφία απουσίαζε το “Illustrated Man” του Μπράντμπερυ). Το πλήθος έβλεπε τις εκατοντάδες εικόνες, όχι με ιστορική ή επιστημονική απόσταση, αλλά σαν κάτι που τους αφορά προσωπικά. Υπήρχε χαλαλοή στις αίθουσες, σα να μπούκαρε σχολείο εφήβων.
Η πιο έυκολη διαπίστωση: δεν υπάρχει λαός που να μη κάνει τατουάζ. Είτε επειδή θέλει να ζήσει στο κέντρο είτε στο περιθώριο της κοινωνίας. Από το παραδείσια νησιά του Ειρηνικού, μέχρι τις ερημιές των Ινδιάνων της Αμερικής, από τους Ιάπωνες γιακούζα μέχρι τους αφρικανούς που αλατίζουν τις ουλές τους για να εξογκώνονται- όλοι οι λαοί του πλανήτη εγχέουν μελάνι κάτω από το δέρμα τους. Κάθε πολιτισμός, έχει την δική του αισθητική. Κάθε εποχή, έχει τη δική της στάση.
Με οδηγό, ορισμένες από τις φωτογραφίες της έκθεσης που μού έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση, θα προσπαθήσω να σας δείξω άκρες-μέσες, τα βασικά μοτίβα της αρχαίας πράκτικής.
Ιδιαίτερη θέση στην ιστορία της φωτογραφίας έχουν φωτογραφίες, σαν αυτές, του Γάλλου Μarc Garanger, με γυναίκες της Αλγερίας το 1960. Όταν τις έβγαλε, ο Μarc ήταν 25 ετών, δούλευε ήδη ως επαγγελματίας φωτογράφος και ήξερε ότι συμμετείχε σε ένα βρώμικο πόλεμο.
Ο ντε Γκωλ για να τιμωρήσει τα ορεινά χωριά που συνεργαζόταν με την αλγερινή αντίσταση (το διαβόητο FLN), τα ισοπέδωσε και μετέφερε τον πληθυσμό τους σε κατ' ευφημισμόν νέα χωριά- ουσιαστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Εκεί τους εξέδωσαν καινούριες ταυτότητες και τις φωτογραφίες τους ανέλαβε να βγάλει ο Μarc.
Κάτι τόσο απλό και τετριμένο, αυτός το ύψωσε σε αληθινή τέχνη. Εκμεταλλέυτηκε το γεγονός ότι οι γυναίκες αυτές έπρεπε να βγάλουν μπροστά του το πέπλο τους (κάτι αδιανόητο υπό κανονικές συνθήκες και βασικό ταμπού για τις μουσουλμάνες) αποκαλύπτοντας το πρόσωπό τους, με το ευθύ, εχθρικό ή φοβισμένο βλέμμα, τα τατουάζ της φυλής τους, τα υπογραμμισμένα μάτια τους.
Έχουν κάτι από τις πρώτες δαγκεροτυπίες αυτά τα πορτρέτα –οξύ και μνημειακό- που δύσκολα ξεχνιέται.>
Yπήρχαν ασφαλώς κι άλλα πολλά πράγματα στην μοναδική αυτή έκθεση. Αλλά νομίζω ότι ήδη έχουμε μακρυγορήσει. Το σίγουρο είναι ότι ανέδειξε το τατουάζ ως μία σαφή μορφή καλής τέχνης, με αισθητικούς κανόνες, αίσθημα, τεχνική, ποιητικούς συνειρμούς. Έδωσε μια γερή επιστημονική βάση σε όσους θέλουν να ψάξουν την σχέση του με την ιστορία, τους μύθους και τις δοξασίες των φυλών (π.χ. οι Ινδιάνες της Αμερικής χτυπάνε τα άστρα ορισμένων αστερισμών). Και ήταν μια ανεξίθρησκη ματιά στην ανάγκη των ανθρώπων να στολίζουν το δέρμα τους με ιδιαίτερα μοτίβα, που κατά κάποιον τρόπο διαρκούν για πάντα- ή έστω περισσότερο από αυτούς. Να κλείσω με τρείς σκόρπιες φωτογραφίες που ξεχώρισα:
Το άρθρο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο LIFO.gr το φθινόπωρο του 2013