ERICH FROMM
Ο Φόβος μπροστά στην Ελευθερία
Αναζητώντας τη χαραμάδα απ' όπου θα τρυπώσει η ελπίδα.
Κι όμως, η λύση στο γενικότερο αίσθημα ανασφάλειας δεν είναι ο κομφορμισμός, ούτε η προσφυγή στην κοινή λογική και στον κοινό τόπο (κοινοτοπία). Από τότε ο Έριχ Φρομ είχε διακρίνει την ασθένεια που μαστίζει τις δυτικές κοινωνίες, δηλαδή τη βαθιά προσωπική ανελευθερία και την οικειοθελή υποτέλεια, ειδικά σε περιόδους μεγάλων αναταραχών και κοινωνικών μετατοπίσεων. Επηρεασμένος τα μάλα από τον Φρόιντ, αλλά διαφωνώντας απόλυτα ως προς τον βαθύ πεσιμισμό του για την ανθρώπινη φύση, ο Έριχ Φρομ έσκυψε με κατανόηση και συμπάθεια πάνω στα κοινωνικά αδιέξοδα, προσπαθώντας διαρκώς να διακρίνει τη χαραμάδα απ' όπου θα τρύπωνε το φως. Όπως επισημαίνεται πολύ καίρια στον πρόλογο του βιβλίου, η απάντηση στο ερώτημα για την κατάκτηση της πολυπόθητης ελευθερίας είναι ο ίδιος ο άνθρωπος, καθώς αυτός «είναι το πιο σημαντικό δημιούργημα της συνεχούς ανθρώπινης προσπάθειας, το αποτύπωμα της οποίας αποκαλούμε Ιστορία». Απλώς, κατά τη μετάβαση από τη μία εποχή στην άλλη γίνονται συμπαντικές αλλαγές σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο, μεταλλάσσοντας τις δομές και κλονίζοντας τους χαρακτήρες. Αλλά ακριβώς γι' αυτό ο άνθρωπος οφείλει στην ίδια την άνω θρώσκουσα ταυτότητά του να υποδείξει έναν δρόμο ανυψωτικό, προς την απελευθέρωση και τη δημιουργία. Για να γίνει αυτό δεν αρκεί απλώς να προσαρμοστεί στις κοινωνικές συνθήκες –βλέπε τις περίφημες θεωρίες περί προσαρμογής– αλλά και να συνειδητοποιήσει τις βαθιές παρορμήσεις, να συμφιλιωθεί μαζί τους και να καταφέρει να ενωθεί αρμονικά με τον κόσμο.
ΘΩΜΑΣ ΚΟΡΟΒΙΝΗΣ
Σκίρτημα Ερωτικόν — Ο Καβάφης εις την πόλΙΝ
Ο νεαρός Καβάφης στο Νιχώρι του Βοσπόρου.
Είναι γνωστή η διαρκής αναζήτηση και αναμέτρηση του Κοροβίνη με τη γλώσσα: άλλοτε φτιασιδωμένη, άλλοτε λαϊκή, άλλοτε υβριστική, άλλοτε καθωσπρέπει, περνάει από πολλαπλές ατραπούς αναζήτησης και έκφρασης. Καταφεύγοντας διαρκώς στους πραγματικούς ή επινοημένους ανένταχτους ήρωές του, ο Κοροβίνης δείχνει να αναζητά εναγωνίως τα όρια των γλωσσικών ιδιωμάτων τους, αφουγκραζόμενος την αναλογία λεκτικής έκφρασης-ψυχικού κόσμου. Ευχάριστη έκπληξη προκαλεί, επομένως, η απόφασή του να χρησιμοποιήσει τα ερωτικά σκιρτήματα του ποιητή Καβάφη για να στήσει έναν νέο τρόπο λεκτικής αποτύπωσης στα ίχνη της καθαρεύουσας, υιοθετώντας το γλωσσικό ιδίωμα του ποιητή. Πρόκειται για έναν νέο τύπο απομνημονευματικού πεζογραφήματος, που ακροβατεί ανάμεσα στο φανταστικό, στο πραγματικό και στο στοιχειώδες, αντλώντας πλήθος βιογραφικών στοιχείων απ' όσα ήδη γνωρίζουμε για τον νεαρό Κωνσταντίνο Καβάφη την εποχή της διαμονής του στο Νιχώρι του Βοσπόρου. Ο αυτοαναφορικός αυτός μονόλογος παρακολουθεί τις σκέψεις και τις φαντασιώσεις του νεαρού αναφορικά με τον Ανατολίτη συνοδοιπόρο του στην επιβλητική, μεγαλοπρεπή και κοσμοπολίτικη Κωνσταντινούπολη. Αισθησιακές αναπολήσεις στα δημόσια λουτρά και τολμηρές σκέψεις του ντροπαλού Κωνσταντίνου, ο οποίος δείχνει να αναρωτιέται γιατί κράτησε για τον εαυτό του τον ρόλο του παρατηρητή και «πότε εις άπαντα τον βίον μου έφθασα εις το σημείον να αποκτήσω μέθοδον τολμηράν ήτις να μοι βοηθή εις την εκπλήρωσιν των ερωτικών μου επιθυμιών».
ALEJANDRO ZAMBRA
Η ιδιωτική ζωή των δέντρων
O Χιλιανός συγγραφέας μας παρασύρει στα βάθη μιας γοητευτικής ιστορίας.
Ένα βιβλίο που φέρει έντονα τα στοιχεία της νοσταλγίας και της μελαγχολίας, με πρωτότυπο όμως τρόπο, όπως συνηθίζει ο Χιλιανός συγγραφέας Alejandro Zambra, ακολουθώντας πιστά την παράδοση της λατινόφωνης λογοτεχνίας που ξέρει πώς να αφηγηθεί μια ιστορία που θα σε παρασύρει στη γοητεία του παραμυθιού της. Στη συγκεκριμένη παρακολουθούμε τον Χουλιάν που κάθε Κυριακή ασχολείται με τη συγγραφή ενός μυθιστορήματος. Κάθε βράδυ, όμως, αυτοσχεδιάζει, αφηγούμενος στη θετή του κόρη Ντανιέλα, λίγο πριν κοιμηθεί, πρωτότυπες ιστορίες με δέντρα. Όμως ένα βράδυ η μητέρα της Ντανιέλα, Βερόνικα, αργεί ανεξήγητα να γυρίσει στο σπίτι. Όσο η ώρα περνά και η Βερόνικα δεν επιστρέφει, ο Χουλιάν αναπολεί τη ζωή τους και φαντάζεται τι σκέψεις μπορεί να κάνει για το μυθιστόρημά του η Ντανιέλα καθώς θα μεγαλώνει... χωρίς μητέρα. Καταφέρνει να φτιάχνει ιστορίες, δημιουργώντας εναλλακτικές πραγματικές πραγματικότητες που ίσως τον βοηθήσουν να αντιμετωπίσει την όντως πραγματική, ότι η Βερόνικα δεν επιστρέφει. Όπως γράφτηκε πολύ εύστοχα: «Είναι σπάνιο να βρεθεί μια ιστορία –ακόμη δυσκολότερο μια μικρή ιστορία– που να προσφέρει αυτή την απόλαυση και να καταφέρνει να παραμείνει στο μυαλό του αναγνώστη ως ένα άλυτο μυστήριο, τόσο συναρπαστικό όσο και η καλύτερη ονειροπόληση».
ΕΜΑ ΚΛΑΪΝ
Τα κορίτσια
Ένα μυθιστόρημα πέρα από το θρίλερ.
Η Έμα Κλάιν αφηγείται την ιστορία της μοναχικής και ψαγμένης Ίβι Μπόιντ, που βιώνει την εφηβεία κάπου στη Βόρεια Καλιφόρνια, κατά τη διάρκεια του βίαιου τέλους της δεκαετίας του 1960. Η συνάντησή της με μια παρέα κοριτσιών είναι καθοριστικής σημασίας για την ίδια, αφού, σαγηνευμένη από την ελευθερία τους και τον εν γένει αμέριμνο τρόπο ζωής τους, παρασύρεται στους κόλπους μιας σέκτας και του χαρισματικού ηγέτη της, που εκείνο το καλοκαίρι πρόκειται να γράψουν ανατριχιαστική ιστορία. Καθώς προσκολλάται εμμονικά σε μία από τις κοπέλες της παρέας, αδυνατεί να συνειδητοποιήσει ότι πλησιάζει επικίνδυνα στην πηγή της αδιανόητης βίας, του ζόφου και της σήψης που η εν λόγω σέκτα υποθάλπει.
Η συγγραφέας αντλεί την έμπνευσή της από τη δράση της «οικογένειας Μάνσον», αλλά ουσιαστικά αυτό που την ενδιαφέρει είναι να «αποτυπώσω την αληθινή ψυχολογία ενός ανθρώπου που βρίσκεται στο περιθώριο. Η μυθοπλασία ήταν ο τρόπος να μπω στο μυαλό ενός ανθρώπου που βρίσκεται στα όρια». Και το καταφέρνει, παρά το νεαρό της ηλικίας της, πετυχαίνοντας παράλληλα να δει το θέμα της και από τη σκοπιά των κοριτσιών, δημιουργώντας έτσι όχι ένα θρίλερ, όπως θα περίμενε κανείς λόγω θέματος, αλλά κυρίως ένα μυθιστόρημα για κορίτσια, τον έφηβο ψυχισμό τους και το πώς αντιλαμβάνονται τον κόσμο σε αυτό το οδυνηρό, πολλές φορές, πέρασμα, στον ανδροκρατούμενο κόσμο των ενηλίκων.
HENRY JAMES
Έντεκα ιστορίες και ένας αποχαιρετισμός, Aνθολόγηση
Κλασικά διαμάντια.
Έχει δίκιο η Κατερίνα Σχινά που στην εμπεριστατωμένη της εισαγωγή επιμένει πως ο Χένρι Τζέιμς εστιάζει στις καταστάσεις, στη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στα δύο η περισσότερα πρόσωπα γύρω από τα οποία στήνει και εξυφαίνει περίτεχνα τον λογοτεχνικό του ιστό. Ακόμα και αν κάποιες περιγραφές του φαίνεται ότι εξοκέλλουν, όλες, μα όλες, βρίσκουν εν τέλει τη δική τους θέση στο καλοδουλεμένο αφήγημα. Μπορεί, λοιπόν, σε πολλές περιπτώσεις ο συγγραφέας να μοιάζει αδυσώπητα λεπτομερής, σίγουρα όμως οι περιγραφές του είναι απαραίτητες για τον αναγνώστη, που θα βρει σε αυτές έναν αρτιότατο τεχνίτη, ικανό να ενσωματώνει στην εξιστόρησή του όλες τις μετατοπίσεις της ανθρώπινης αντίδρασης. Για πρώτη φορά, πάντως, μπορούμε να σχηματίσουμε εμπεριστατωμένη εικόνα για τον Χένρι Τζέιμς ως διηγηματογράφο με τη συγκεκριμένη συλλογή, σε ανθολόγηση, μετάφραση και σημειώσεις της Κατερίνας Σχινά, η οποία μας εξηγεί αναλυτικά στην εισαγωγή της τη θέση του διηγήματος στο συνολικό έργο του Τζέιμς: «Καθώς σταδιακά μεταβαίνει από ένα διαυγές, περιγραφικό, "ρεαλιστικό" ύφος σε ένα πιο σκοτεινό και περίτεχνο: καθώς καθιστά ολοένα και πιο σαφές ότι η γλώσσα, γι' αυτόν, δεν είναι αποκλειστικά μέσο επικοινωνίας αλλά μια επικράτεια αναπαραστάσεων και πυκνών σημασιοδοτήσεων: καθώς αναδεικνύει ότι η λογοτεχνία δεν είναι ένα απόθεμα πληροφοριών που παρέχονται σε μια απολύτως προβλεπτή ακολουθία και καλούν σε παθητική ή υποτελή ανάγνωση, αλλά ένας τόπος διαδραστικής ερμηνείας και κριτικής πρόσληψης». Στην παρούσα συλλογή, εκτός από τα διηγήματα, μπορεί κανείς να βρει και τον αποχαιρετισμό που υπαγόρευσε ο συγγραφέας στη γραμματέα του ενόσω ήταν κατάκοιτος, μετά από ένα σοβαρό εγκεφαλικό επεισόδιο που τελικά του στοίχισε την ίδια του τη ζωή.
JOSEPH ROTH
Το κάλπικο ζύγι – Η ιστορία ενός επιθεωρητή επί των μέτρων και σταθμών
Ένα από τα αρτιότερα μυθιστορήματα που μόλις κυκλοφόρησε.
Ίσως να είναι η πρώτη φορά που ο Γιόζεφ Ροτ χρησιμοποιεί έναν αγαθό ήρωα για να ξορκίσει το κακό που μάστιζε την εποχή του αλλά και για να δημιουργήσει τον πιο ολοκληρωμένο χαρακτήρα σε ένα από τα αρτιότερα μυθιστορήματά του. Έναν άνθρωπο παραδομένο στα βρόμικα τερτίπια της μοίρας, στην προσωπική κατάθλιψη και στο ανέφικτο του έρωτα. Έναν άνθρωπο που, όπως και ο Ροτ, μοναδικό καταφύγιο έχει τον παραισθησιακό κόσμο του αλκοόλ και θέλγεται, ακριβώς όπως κι εκείνος, από τις εξωτικές γυναικείες φιγούρες. Η θέση του Άνζελμ Άιμπενσιτς ως αρμοδίου για τα μέτρα και τα σταθμά τον φέρνει αντιμέτωπο με μια σειρά από λωποδύτες, απατεώνες και εμπόρους που δεν μπορούν παρά να στραφούν ενάντια στον εσωτερικό κανόνα και την τιμιότητα που τον χαρακτηρίζουν. Συγκλονιστικές οι περιγραφές για την αντιστοιχία ψυχικής κατάστασης και εξωτερικού περιβάλλοντος: «Τις πρώτες ημέρες ο Άιμπενσιτς ένιωθε λες και είχε χάσει ξαφνικά την ακοή του. Ο τόπος μιλούσε με τρομακτικές λέξεις, σε μια γλώσσα πλασμένη από χιόνι, σκοτάδι, παγωνιά και σταλακτίτες – κι ας έλεγε το ημερολόγιο πως ήταν άνοιξη, κι ας είχαν ανθίσει από καιρό οι μενεξέδες στα δάση γύρω από το βοσνιακό φρουραρχείο του Σιπόλγιε». Σε έναν τόσο αδυσώπητο τόπο, στη μεθόριο της Αυτοκρατορίας, οι εσωτερικές συγκρούσεις φαντάζουν εξίσου τεράστιες, φέρνοντας στο φως το κατεξοχήν πρόβλημα του Ροτ, την αυτογνωσία. «Οι περισσότεροι άνθρωποι πεθαίνουν χωρίς να έχουν μάθει ούτε μια στάλα αλήθειας για τον εαυτό τους» γράφει στην αρχή ενός κεφαλαίου και αυτό είναι που προσπάθησε ο ίδιος να ανατρέψει με τα βαθυστόχαστα βιβλία του.
ΤΖΟ ΝΕΣΜΠΟ
H δίψα
Η επιστροφή του Χόλε.
Το «λυσσασμένο πιλ πουλ», όπως ονόμαζε τον αδαμάντινο διάδοχό του ο Ελρόι, είναι και πάλι εδώ. Επέστρεψε, κάνοντας τους αμέτρητους φαν του να παραληρούν και να οργανώνουν ειδικές βραδιές και επικές αναγνώσεις για το νέο του βιβλίο που μόλις πήρε τη θέση του στα βιβλιοπωλεία όλου του κόσμου με τον τίτλο Δίψα. Μπορεί ο συγγραφέας του να έχει διαγράψει μακρά πορεία από τότε που η αυστραλιανή Νυχτερίδα του κέρδιζε τις εντυπώσεις μακριά ακόμα από τα παγωμένα περιβάλλοντα και τις σαιξπηρικά σκοτεινές σκηνές, ωστόσο δεν κατέκτησε τυχαία τον αιματοβαμμένο θρόνο των νουάρ του Βορρά. Ο λόγος που ο Νέσμπο παραμένει τόσα χρόνια Νούμερο 1 είναι απλός: τολμά να χώνει ακόμα βαθύτερα το μαχαίρι στην πληγή, την ώρα που πονάει, προτάσσοντας, σαν γνήσιος ροκάς, την αυτονομία της τέχνης του έναντι της συμπάθειας προς τον αναγνώστη. Δεν τον νοιάζει, για παράδειγμα, αν χρειαστεί να εγκαταλείψει για λίγο τον Χόλε, όπως έκανε στον Πατέρα, για να εμπνευστεί ή να αφοσιωθεί στον αγαπημένο του Μάκβεθ και στον Ριχάρδο, αντί στο επόμενο μπεστ σέλερ. Και πάντοτε ρισκάρει, αυξάνοντας διαρκώς τον αριθμό των σελίδων. Στη Δίψα, ο αμετανόητα πότης και εργένης Χόλε επιτέλους αποκαθίσταται και παντρεύεται την αγαπημένη του Ράκελ (συνέχεια από την Αστυνομία). Όλα δείχνουν ότι διάγει έναν παράδοξο, ευτυχισμένο βίο, μέχρι που τη γαλήνια ευτυχία του ταράζει ένας ασύλληπτος δολοφόνος. Και ένας ελεύθερος φονιάς είναι αρκετός λόγος για να δυστυχήσει ο Χόλε. Το συγκλονιστικό, όμως, είναι ότι η αντιστικτική δύναμη του φονικού προς την οικογενειακή ευτυχία είναι πιο έντονη από ποτέ, με τη βαμπιρική διάσταση να διαπερνά ταυτόχρονα τις οθόνες και τις σελίδες. Έτσι, το Tinder συνομιλεί ιδανικά με τις γκοθ φαντασιώσεις και ίσως να μην έχουν άδικο όσοι λένε πως ο Τζο Νέσμπο είναι πιο διψασμένος για αίμα, πιο ανελέητος και καλύτερος από ποτέ. Ενώ τα μηνύματα είναι ακόμα περισσότερο κρυμμένα, οι χαρακιές της συνείδησης είναι αυτές που διαπερνούν το εσωτερικό της σκέψης –και όχι μόνο η πλοκή– και αυτό ο Νέσμπο το έχει μάθει καλύτερα από όλους, μελετώντας τον Σαίξπηρ. Ώριμος, δραματουργικά ολοκληρωμένος και πάντοτε μοναδικά ευφυής, ο Νέσμπο σολάρει χορεύοντας με την πένα του πάνω στη λεπτή γραμμή της «κόκκινης» αρτιότητας που ενώνει τον μοντέρνο κόσμο με τη μεσαιωνική διάσταση της αβύσσου. Όμορφη και πολύ ζωντανή η μετάφραση από την Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη.
Πάντως, η άφιξη της νέας περιπέτειας του επιθεωρητή Χάρι Χόλε ήταν πανηγυρική και στο Μεταίχμιο: τον υποδέχτηκαν βάζοντας τα καλά τους και οργανώνοντας ειδικούς διαγωνισμούς, δίνοντας την ευκαιρία στους φανατικούς αναγνώστες όχι μόνο να επισκεφτούν το Όσλο αλλά και να επιλέξουν το εξώφυλλο του νέου βιβλίου. Παράλληλα, ο εκδοτικός οίκος κυκλοφόρησε ειδικό εφημεριδάκι, από το οποίο πληροφορηθήκαμε ότι ολοκληρώθηκε η κινηματογραφική μεταφορά του Χιονάνθρωπου με παραγωγό τον Μάρτιν Σκορσέζε, σκηνοθέτη τον Τόμας Άλφρεντσον (που σκηνοθέτησε το τρομερό Tailor, Soldier, Spy) και πρωταγωνιστή τον τρομερό Φασμπέντερ.
ΣΩΤΗΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Θάμπωσε ο νους
Η Αθήνα και ο κόσμος της μέσα από τα μάτια ενός μεγάλου συγγραφέα.
«Τι μου 'ρθε κι εμένα και άφησα μετά από λίγες μέρες στο πεζούλι μια λάιφο που είχε μια συνέντευξή μου και φωτογραφία» γράφει ο Σωτήρης Δημητρίου στα Προσφυγάκια ΙΙ από τη νέα του συλλογή διηγημάτων Θάμπωσε ο νους, επαναφέροντας στο προσκήνιο όχι μόνο το παρόν έντυπο αλλά και ζωντανές στιγμές από την πόλη. Ακολουθώντας την ομηρική περιγραφή «Θάμπωσε ο νους», οι πρωταγωνιστές μοιάζουν να ακροβατούν στην ακρώρεια της πόλης –το Φάληρο, την Ποσειδώνος, τα διάφορα ροκ μπαρ, τα σκυλομάγαζα– αλλά και στα όρια της λογικής και της συνείδησης. Όλη η Αθήνα χωράει στις σελίδες, στις οποίες δεσπόζουν άνθρωποι καθημερινοί, με αδιανόητες όμως αντιδράσεις, ικανοί να μεταλλάξουν το υπάρχον σε ένα σουρεαλιστικό τοπίο χαοτικής υπόστασης. «Στρατηγοί» ψωνίζονται στη Συγγρού, την ίδια στιγμή που ανοίγονται συζητήσεις για τον Τσίπρα, ένας συγγραφέας εχθρεύεται και την ίδια στιγμή ερωτεύεται την επιμελήτριά του και η όμορφη Μιμόζα από την Αλβανία χάνεται άδικα από την επιλόχειο κατάθλιψη. Και εδώ είναι παντού κυρίαρχος ο ερωτισμός που καταδυναστεύει ή κατευθύνει τους πρωταγωνιστές: αλλού εντοπίζεται με τη μορφή της αιμομιξίας, αλλού με του εφήμερου έρωτα και αλλού αποκτά τη μορφή της ποσοτικής καταμέτρησης – ακόμα και μέσα από έναν παράδοξο συμψηφισμό εκσπερματίσεων. Τα πάντα θαρρείς πως υγραίνονται και σωματοποιούνται – κάποτε συμβαίνει αυτό και με τις σελίδες των βιβλίων. Το πραγματικό συνδέεται με το φανταστικό και το εξωφρενικό με το καθημερινό και στοιχειώδες. Όσο για την απάντηση στο τι ακριβώς συνδέει όλα αυτά, είναι ασαφής. Όπως γράφει και στο οπισθόφυλλο: «Στα ανά χείρας διηγήματα υπάρχουν πολλά "ίσως" και "μάλλον". Χάνονται με τα χρόνια οι βεβαιότητες. Ίσως μόνο η ενθεότης προβάλλει δειλά».
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΧΙΝΑ
Mυστικά του συρταριού — H τέχνη και οι τεχνίτες της ημερολογιακής γραφής
Σταχυολογώντας τις κρυφές μας σκέψεις.
Oχι ένας, ούτε δύο, αλλά εκατόν τριάντα ημερολογιογράφοι ανθολογούνται στην παρούσα συλλογή – ευτυχώς χωρίς κριτική αποτίμηση και ελιτιστική ματιά. Συγγραφείς, μουσικοί και εικαστικοί που τάραξαν με τον τρόπο του ο καθείς τα νερά της τέχνης επιλέγονται με εσκεμμένα τυχαίο τρόπο από την Κατερίνα Σχινά, άλλοτε ως παιχνίδι ταυτότητας, άλλοτε ως απάντηση στην ειμαρμένη και άλλοτε ως απλός οδηγός προς ναυτιλλομένους σε καιρούς κοινωνικής καταιγίδας και αστάθειας. Έτσι, είναι ωραίο να εντοπίζει κανείς τις πολιτικές επισημάνσεις του Καμί περί ελευθερίας –που υπερτερεί στο επιτακτικό ερώτημα της δικαιοσύνης– στην αντίστοιχη ημερολογιακή καταχώριση του 1945 ή να αντιλαμβάνεται τη χαρά και ενδεχομένως την εφήμερη δόξα που χαρίζει μια μέρα ελευθερίας στο σπίτι στη φανατική ημερολογιογράφο Αναΐς Νιν (ήδη από το 1927): «Θα μπορούσα να ζήσω χωρίς τον καθρέφτη μου, χωρίς όμορφα ρούχα, χωρίς το φως του ήλιου – τίποτε απ' αυτά δεν είναι αναγκαίο όταν είμαι μόνη». Το ημερολόγιο συμβάλλει, άλλωστε, καταλυτικά στην πορεία προς την αυτογνωσία, αν και πολλές φορές ανακατασκευάζει ή φτιασιδώνει τις πραγματικές ταυτότητες. Γενικότερα, όπως μας πληροφορεί, εν πολλοίς, η κατατοπιστική εισαγωγή, δίνει το στίγμα μιας τέχνης διαφορετικής, ενός μυστικού κώδικα αποκαλυπτικού όσον αφορά τη συγγραφή μυθιστορημάτων και τη δυνατότητα πολλαπλών σχεδιασμών – και όντως «είναι πολύ ενδιαφέρον να παρακολουθεί κανείς την αλλαγή του βλέμματος, τη βαθιά ανατροπή της σχέσης του ανθρώπου με τα πράγματα, όπως την καθιερώνει ο χρόνος». Πολύ ωραία, εν προκειμένω, η επισήμανση της Κατερίνας Σχινά ότι το ημερολόγιο είναι ο τρόπος επικοινωνίας με τον βαθύτερο εαυτό, πολύ πριν από τον στρεψόδικο και αυτοναφορικό κόσμο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
HÉLÈNE GRÉMILLON
Η γκαρσονιέρα
Μια συγκλονιστική ιστορία
Το μοτίβο της Ελέν Γρεμιγιόν είναι γνωστό, αλλά πετυχαίνει διάνα, τουλάχιστον όσον αφορά τις αναγνωστικές προσδοκίες: μια πραγματική ιστορία, συγκλονιστικά γεγονότα και ένας φόνος που ξεδιπλώνει άλλες παράλληλες αφηγήσεις από τη μακρινή Αργεντινή του 1987. Ένας ψυχαναλυτής κατηγορείται για τον θάνατο της χορεύτριας γυναίκας του και καταδικάζεται σε φυλάκιση. Μοναδική μάρτυρας της αθωότητάς του και πιστή του εντεταλμένη μια ασθενής που πιστεύει ότι ο Βιτόριο δεν κατηγορείται απλώς λόγω μιας σειράς εσφαλμένων υποδείξεων αλλά και λόγω πολιτικών σκευωριών, με πολλούς από τους ασθενείς του να είναι κι εκείνοι θύματα της χούντας. Στο προσκήνιο έρχονται άλλοι παράλληλοι ύποπτοι, αλλά και διάφορες αποκαλύψεις που δείχνουν μια σειρά από ψυχαναλυτές, ψυχιάτρους και άλλους γιατρούς ως ενόχους για διάφορα εγκλήματα, καθώς είχαν αναλάβει όχι τόσο να «αναλύσουν» όσο να βασανίσουν τους «ασθενείς». Τα ψυχολογικά δεδομένα της εκάστοτε αναζήτησης μπλέκονται έτσι με τα πολιτικά γεγονότα και είναι ενδεικτικά του τρόπου που ενεργούσε αλλά και βασάνιζε τα θύματά της η χούντα στην Αργεντινή. Όσο για τον τίτλο, μπορεί αρχικά να φαντάζει παραπλανητικός, εξηγείται όμως στο τέλος, αποτελώντας και το κλειδί για τη λύση του μυστηρίου. Τέλος, η συγγραφέας θεωρείται μία από τις πιο αγαπητές και δημοφιλείς στη Γαλλία και η Γκαρσονιέρα είναι η συνέχεια του πολύ πετυχημένου Confident, που ήδη έχει μεταφραστεί σε τριάντα γλώσσες.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO