Τον τελευταίο καιρό και ειδικότερα μετά το φινάλε του πρώτου κύκλου του αγρίως ψυχοτροπικού Legion το οποίο δοκίμασε μια σειρά από αισθητικές και τεχνικές εκκεντρικότητες, κάποιες εκ των οποίων πραγματικά πρωτοποριακές, τεστάροντας τα όρια του μέσου αλλά και της αντιληπτικής δεινότητας ακόμα και των πιο ψαγμένων/ καμένων θεατών, περιφέρεται όλο και πιο συχνά ο όρος «surreality TV». Πρόκειται για στάμπα ευκαιριακής κατά βάση χρήσης που συχνά τσουβαλιάζει ετερόκλητα σύγχρονα τηλεοπτικά προϊόντα με κοινό παρονομαστή την ιδιοσυγκρασιακή ατμόσφαιρα, την ομιχλώδη πλοκή, τα μεταφυσικά / υπερφυσικά στοιχεία και γενικά την τάση να θολώνουν τα νερά και να προεκτείνουν τις γκρίζες ζώνες ανάμεσα στην πραγματικότητα και στη φαντασία, που όμως ενδέχεται συχνά να είναι πιο αληθινή από την πραγματικότητα. Ιδανική μεταφορά, θα έλεγε κανείς, για την εποχή των fake news και της έντονης καχυποψίας που μας κάνει διαρκώς να αναρωτιόμαστε για την ίδια την ακρίβεια της αντίληψής μας. Ένας άλλος κοινός παράγοντας είναι η χαμηλή σχετικά θεαματικότητα τέτοιων σειρών ιδιαίτερης ατμόσφαιρας και αλλοπρόσαλλου mood, γιατί εδώ που τα λέμε πόσα wtf? την ώρα μπορεί να αντέξει ο μέσος θεατής μετά από μια κουραστική μέρα;
Η σειρά παραμένει αξιοθαύμαστη, κατά τη γνώμη μου, επειδή μοιάζει ταγμένη, όπως πολλοί από τους χαρακτήρες της, σ' έναν εμμονικό – αλαφροϊσκιωτο και ψυχαναγκαστικό συγχρόνως – και υπερβατικό των εγκοσμίων τρόπο αντίληψης που κυριαρχεί κάποιες στιγμές η τρελή και απατηλή συχνά ελπίδα αλλά κυρίως η μαζοχιστική θλίψη
Αν θεωρήσουμε πάντως χάριν της συζήτησης, ότι υπάρχει όντως, έστω και ορισμένα αφηρημένα και επιπόλαια, αυτό το υπο-είδος, πρωτοκλασάτων κατά κανόνα, σειρών, τότε το πιο χαρακτηριστικό δείγμα είναι αναμφισβήτητα το The Leftovers (Αυτοί που έμειναν πίσω), το οποίο ξεκίνησε μόλις τον τρίτο και τελευταίο κύκλο του που θα ολοκληρωθεί σε επτά επεισόδια κλείνοντας παράλληλα και μια από τις πιο παράξενες αφηγηματικές καμπύλες που έχουμε δει σε σειρά. Μια μικρή σύνοψη του κεντρικού πεδίου της σειράς για όσους δεν έχουν δει ποτέ αυτή τη μνημειώδη και κατά τόπους απόκοσμα εμπνευσμένη, μεσσιανική κουλαμάρα του HBO (πόσες φορές σκέφτηκα να εγκαταλείψω και πόσες φορές επέστρεψα στο βαριά πειραγμένο σύμπαν του The Leftovers που είναι πάντα πιο ελκυστικό όταν ξεφεύγει εντελώς): Πριν από λίγα χρόνια, ξαφνικά, αθόρυβα και χωρίς καμία προειδοποίηση, έσκασε κάτι σαν την Δευτέρα Παρουσία (ή την εκστατική «Αναρπαγή των Πιστών») με αποτέλεσμα να εξαφανιστεί μέσα σε μια στιγμή το 2% (περίπου 140.000.000 άνθρωποι) του παγκόσμιου πληθυσμού, αφήνοντας πίσω συντετριμμένους οικείους και έναν πλανήτη που δεν ξέρει από πού του ήρθε, πού πήγανε αυτοί οι άνθρωποι, αν θα ξανασυμβεί, και εν τέλει αν έχει νόημα το οτιδήποτε. Περίεργες σέκτες, χριστιανικό αυτομαστίγωμα, μεταφυσικό ντελίριο, μεσσιανική παράκρουση και στο επίκεντρο μια κοινότητα που προσπαθεί να αναμετρηθεί με όλο αυτό το αβάσταχτο και ανεξήγητο φορτίο με κεντρική φιγούρα τον Justin Theroux (που είναι είτε ο πιο «γαμημένος» ψυχολογικά του κόσμου είτε ένας νέος Χριστός) και τους ανάγλυφους κοιλιακούς του.
Βασισμένη στην ομώνυμη νουβέλα του Tom Perotta, που είναι και ένας εκ των δημιουργών της σειράς (ο άλλος είναι ο Damon Lindelof, συνυπεύθυνος για την αργή και μακρόσυρτη μαλακία του αλήστου μνήμης Lost, γεγονός εξαιρετικά δυσοίωνο που παραλίγο να με αποθαρρύνει εντελώς αρχικά), η σειρά παραμένει αξιοθαύμαστη, κατά τη γνώμη μου, επειδή μοιάζει ταγμένη, όπως πολλοί από τους χαρακτήρες της, σ’ έναν εμμονικό – αλαφροϊσκιωτο και ψυχαναγκαστικό συγχρόνως – και υπερβατικό των εγκοσμίων τρόπο αντίληψης που κυριαρχεί κάποιες στιγμές η τρελή και απατηλή συχνά ελπίδα αλλά κυρίως η μαζοχιστική θλίψη, ατμόσφαιρα που υπογραμμίζεται τακτικά από το θέμα για πιάνο του Max Richter, σα νανούρισμα της Αποκάλυψης. Ή παραμερίζεις τον αγνωστικισμό σου και αφήνεσαι να κολλήσεις ή αναφωνείς «χέστε μας, έλεος μ’ αυτή την χριστιανο – ψυχεδελική κουλαμάρα» και αποχωρείς, αναζητώντας πιο ορθολογικές και ασφαλείς διαδρομές στο αχανές λούνα παρκ της σύγχρονης τηλεοπτικής ψυχαγωγίας.