Κάπου ανάμεσα στα αχανή μονοπάτια του «καλλιτεχνικού» διαδικτύου πετύχαμε ένα τυπάκι που μας κίνησε πολύ την περιέργεια. Η Ariana Papademetropoulos είναι Ελληνίδα που μεγάλωσε, ζει και δραστηριοποιείται στο Λος Άντζελες, έχοντας καταφέρει στα 27 της να ξεχωρίσει στην underground καλλιτεχνική σκηνής μιας τόσο mainstream μεγαλούπολης. Υποκλίνομαι και μόνο στο γεγονός ότι διατηρεί ολόκληρο το επώνυμο-σιδηρόδρομό της! Χαζεύοντας εικόνες από τα mixed media έργα της, αλλά και την ίδια ως παρουσία στο προσωπικό της Instagram, σε φωτογραφίες όπου συχνά «μπαίνει» σαν ξωτικό στην τέχνη της, και διαβάζοντας μια κουβέντα που είχε με τον Ariel Pink, μια εξίσου «γιούχου» αβανγκάρντ περσόνα της μουσικής σκηνής του L.A., σε ένα drive-thru των McDonald's, θέλησα αμέσως να μιλήσουμε.
Αυτή την περίοδο, η Ariana παρουσιάζει την τρίτη της προσωπική έκθεση με τίτλο «The man who saved a dog from an imaginary fire» (Ο άνθρωπος που έσωσε έναν σκύλο από μια φανταστική φωτιά), που τρέχει στην Wilding Cran Gallery του κεντρικού L.A. μέχρι τις 26 Οκτωβρίου, με έργα ζωγραφικής και installations που φέρουν ευφάνταστα ονόματα όπως «Το καλύτερο πράγμα στο να μη βγαίνω με έναν σαϊεντολόγο είναι που μπορώ να ξανακάνω LSD». Η έμπνευσή της αντλείται από βίντατζ περιοδικά και βιβλία, αλλά και από την καλπάζουσα φαντασία της και η καλλιτέχνις «δημιουργεί κόσμους που θέτουν σε αντιπαράθεση διαφορετικές αντιλήψεις και αυταπάτες, εστιάζοντας στη σχέση μας με το ντεκόρ και τους εσωτερικούς χώρους και προσκαλώντας μας να αμφισβητήσουμε τη λειτουργικότητα, το γούστο, την πραγματικότητα και τη φαντασία», όπως αναφέρει το σημείωμα.
Το λατρεύω όταν ο θεατής βλέπει στα έργα μου κάτι που δεν είδα εγώ. Είναι κάπως σαν θεραπεία η δουλειά μου. Λειτουργώ ενστικτωδώς κι έπειτα καταλαβαίνω τι έγινε και γιατί και τι σημαίνει αυτό που έκανα.
Η συζήτηση που ακολουθεί είναι μάλλον η τρανή απόδειξη ότι η Ariana, έπειτα από το Λος Άντζελες, τη Νέα Υόρκη, τη Νέα Ορλεάνη, το Μεξικό και το Βερολίνο, πρέπει να επιστρέψει οπωσδήποτε στην Ελλάδα των παιδικών της καλοκαιριών για να μας συστήσει την τέχνη της από κοντά. Ακούτε, γκαλερίστες της Αθήνας;
— Με τι ασχολείσαι αυτή την περίοδο;
Μετατρέπω το σπίτι μου σε γοργονο-χώρα. Δουλεύω πάνω σε μια γοργονίσια σειρά επίπλων, φτιάχνω λάμπες-αχιβάδες και κάνω την κρεβατοκάμαρά μου σπήλαιο.
— Ποιο είναι, κατά τη γνώμη σου, το πιο ενοχλητικό κομμάτι στην καλλιτεχνική σκηνή του Λος Άντζελες;
Νομίζω ότι το πιο ενοχλητικό στοιχείο εδώ, ίσως και στη Νέα Υόρκη, είναι ότι η καλλιτεχνία κυριαρχείται από «bros», ξέρεις, παντού τυπάκια με καπελάκια του μπέιζμπολ και ο Drake! Θέλω να ανακαλύψω πού κρύβονται τα φρικιά. Μακάρι περισσότεροι καλλιτέχνες να ήταν «καλλιτέχνες». Το normcore, αυτό το δήθεν ανεπιτήδευτο στιλ, είναι η χειρότερη μόδα που έχει γίνει ποτέ.
— Γουστάρεις να ακούς τα σχόλια του κοινού στις εκθέσεις σου;
Στα κρυφά, ναι. Αλλά είναι πάντα καλά. Αν δεν ήταν, μπορεί να χαλιόμουν πάρα πολύ.
— Προτιμάς η τέχνη σου να είναι κατανοητή ή να αφήνεις τους θεατές να αναρωτιούνται;
Το λατρεύω όταν ο θεατής βλέπει στα έργα μου κάτι που δεν είδα εγώ. Είναι κάπως σαν θεραπεία η δουλειά μου. Λειτουργώ ενστικτωδώς κι έπειτα καταλαβαίνω τι έγινε και γιατί και τι σημαίνει αυτό που έκανα.
— Πες μου κάτι που δεν θα έκανες για την τέχνη σου.
Θα έκανα τα πάντα αν κάποιος μου έδινε 5 εκατομμύρια δολάρια, για να μπορώ να φτιάξω ένα θεματικό πάρκο. Για οτιδήποτε όμως λιγότερο από 5 εκατομμύρια μπορεί να μην κάνω τίποτα.
— Ποιος πιστεύεις ότι είναι ο πιο υπερεκτιμημένος καλλιτέχνης όλων των εποχών;
Δύσκολη ερώτηση. Πιστεύω ότι οι καλλιτέχνες που καταλήγουν σε μουσεία βρίσκονται συνήθως εκεί για καλό λόγο. Ακόμα και η δουλειά του Damien Hirst, που πλέον δεν μου αρέσει, κάποτε ήταν εξαιρετική. Υπάρχει τόση σύγχρονη τέχνη που είναι πραγματικά απαίσια. Ακόμα κι αν μια γκαλερί πουλήσει ένα έργο για πολλά λεφτά, αν αυτό το έργο δεν είναι καλό δεν θα βρει ποτέ θέση σε μουσείο, οπότε τουλάχιστον υπάρχει αυτή η κλίμακα να φέρνει στα ίσα τους όλα τα τέρατα που πωλούνται στις γκαλερί.
— Βαριέσαι όταν πρέπει να εξηγείς την τέχνη σου; Πες την αλήθεια, πόσο βαριέσαι αυτή τη στιγμή που μιλάμε;
Είναι αρκετά καλό αυτό που κάνουμε. Μου κάνεις ωραίες ερωτήσεις, ίσως επειδή είσαι Έλληνας, και οι Έλληνες δεν είναι βαρετοί.
— Υπάρχει κάτι που να σε συνδέει πραγματικά με την Ελλάδα;
Μεγάλωσα περνώντας όλα μου τα καλοκαίρια στα ελληνικά νησιά. Εκεί μέθυσα για πρώτη φορά, εκεί χόρεψα σε κλαμπ, εκεί ερωτεύτηκα. Ο φίλος του πατέρα μου ερχόταν με το speedo και τη χρυσή αλυσίδα του και μας μάζευε με το κίτρινο τζιπ του που έπαιζε δυνατή τέκνο, και κάπως έτσι ξεκινούσε πάντα το καλοκαίρι μου.
— Όταν ερχόσουν στην Ελλάδα για να επισκεφθείς τη γιαγιά σου, πώς έβλεπες τους Έλληνες συνομηλίκους σου; Σου φαίνονταν λίγο ούφο;
Μάλλον εγώ φαινόμουν εξωγήινη σε αυτούς. Η αδερφή μου ήταν μαυρισμένη, ψηλή, όμορφη, εγώ ήμουν χλωμή, η γκοθού στην παραλία κάτω από την ομπρέλα που κανένας δεν καταλάβαινε ότι είναι Ελληνίδα. Το να είσαι Έλληνας φαίνεται κάπως σαν «πρωτοτυπία» στην Αμερική. Εδώ μου λένε ότι μοιάζω με Ελληνίδα θεά, αλλά στην Ελλάδα κανείς ποτέ δεν θα σκεφτόταν ότι είμαι Ελληνίδα.
— Πες μου από μια καλή συμβουλή που σου έχει δώσει ο ψυχοθεραπευτής σου, κάποιος curator σου και η γιαγιά σου.
Κανένας curator δεν μου έδωσε ποτέ κάποια αξιομνημόνευτη συμβουλή. Πάντως, από τους άλλους δύο, το καλύτερο που έχω μάθει είναι να μην επιτρέπω να με προσπερνάνε. Ότι πρέπει να μάθω να στέκομαι στα πόδια μου, να θέτω όρια και να μην είμαι τόσο καλό παιδί.
— Έχεις τατουάζ; Μπορείς να μου στείλεις το τελευταίο που έκανες;
Έχω μόνο δύο. Το ένα είναι το όνομα του φίλου μου του Noah, που το έκανα εις μνήμην του. Ο Noah Davis ήταν ο μέντοράς μου και ένας από τους καλύτερούς μου φίλους, ήταν ο άνθρωπος που μου έμαθε ό,τι ξέρω σήμερα για τη ζωγραφική. Το άλλο είναι απλά ένα τρομερό λάθος. Μια σκάλα προς τα αστέρια.
— Τρως ποπκόρν στις ταινίες;
Παράξενο που ρωτάς γιατί όντως έχω θέμα με το ποπκόρν. Δεν μπορώ να σταματήσω να τρώω όταν ξεκινώ. Τότε που ζούσα με συγκατοίκους, μου το είχαν απαγορεύσει γιατί αργά τη νύχτα έφτιαχνα και το έτρωγα λαίμαργα και μετά το έβρισκαν σκορπισμένο παντού.
— Τι έφαγες χθες το βράδυ;
Κάτι φριχτό. Μιξ ξηρών καρπών.
— Η τελευταία φορά που έγινες λιώμα στο ποτό;
Πριν από δυο Δευτέρες. Είχα ξεχάσει να φάω βραδινό και κατέληξα να κάνω τον κλασικό χορό του αστερία. Αυτό μου συμβαίνει μια-δυο φορές τον χρόνο, όταν είμαι τόσο μεθυσμένη που δεν μπορώ να κρατηθώ όρθια, αλλά εξακολουθώ να χορεύω, οπότε ξαπλώνω στο πάτωμα, σέρνομαι και κουνάω απλά τα άκρα μου.
— Πότε νιώθεις ότι θες να ουρλιάξεις μέχρι να κλείσει η φωνή σου;
Κάθε φορά που διαβάζω εφημερίδα. Ζούμε την Αποκάλυψη.
— Ποια είναι η τελευταία ταινία που είδες και ποιο το τελευταίο βιβλίο που διάβασες;
Ένα ντοκιμαντέρ του 1971, το «The Hellstrom Chronicle», και τον «Κολοσσό του Μαρουσιού» του Χένρι Μίλερ.
— Σου αρέσει η Cardi B, αυτή η ράπερ που σπάει ταμεία στην Αμερική αυτή την περίοδο;
Δεν έχω ιδέα ποια είναι. Δεν ακούω καινούρια μουσική.
— Σε στενοχώρησε ο θάνατος του Χιου Χέφνερ;
Όχι ιδιαίτερα, περισσότερο με ενέπνευσε. Έζησε τόσο γεμάτη ζωή! Ποτέ δεν υπέκυψε στα γηρατειά. Ήταν ο Χιου Χέφνερ από την μέχρι το τέλος. Το θαυμάζω αυτό. Περισσότεροι άνθρωποι πρέπει να ζουν έτσι, αντί να υποκύπτουν στις κοινωνικές νόρμες έπειτα από κάποια ηλικία.
— Τελικά, το L.A. είναι μόνο φοίνικες, ζέστη και σερβιτόρες που θέλουν να γίνουν σταρ του Χόλιγουντ;
Δεν νομίζω. Υπάρχουν πολλά περισσότερα και αυτή είναι η ομορφιά του Λος Άντζελες. Διαφορετικοί κόσμοι, σκηνές, ιστορίες και απίστευτο παρελθόν. Δεν βαριέσαι ποτέ εδώ και μπορείς να επανεφεύρεις τον εαυτό σου άπειρες φορές.
— Γιατί σου πήρα αυτή τη συνέντευξη;
Μα, γιατί είμαι Ελληνίδα! Και οι Έλληνες αγαπούν τους Έλληνες. Μου αρέσουν άνθρωποι που δεν θα συμπαθούσα ποτέ αν δεν ήταν Έλληνες, άνθρωποι με τους οποίους δεν έχω απολύτως κανένα άλλο κοινό, πέρα από την καταγωγή από ένα πραγματικά ιδιαίτερο τόπο και την άτυπη «υποχρέωση» να διατηρούμε επαφές. Είναι ο πιο τέλειος δεσμός από όλους.