Η πρεμιέρα της νέας εκπομπής του Γιώργου Λιάγκα στον ANT1 επιβεβαιώνει για άλλη μία φορά την αμετροέπεια των Ελλήνων τηλεοπτικών αστέρων που υπερεκτιμούν τόσο τα δικά τους ταλέντα -όπου αυτά υπάρχουν- όσο και τις δυνατότητες της παραγωγής, τη δεινότητα των κειμενογράφων και εν τέλει την τόλμη των χορηγών και των διαφημιζόμενων τους.
Ως λάτρεις της αμερικανικής ποπ κουλτούρας και τηλεόρασης ήταν αναμενόμενο πως οι εγχώριοι παρουσιαστές και δημοσιογράφοι θα επιχειρούσαν να αναπαράξουν το φορμάτ των βραδινών ψυχαγωγικών εκπομπών που δεσπόζουν τόσο στην νυχτερινή ζώνη όσο και στις καρδιές των τηλεθεατών. Ο Ντέιβιντ Λέτερμαν, ο Τζίμι Κίμελ, ο Τζίμι Φάλον και ο Στίβεν Κολμπέρ είναι οι άνδρες τους οποίους θαυμάζουν και στα βήματα των οποίων φαντασιώνονται πως μπορούν να βαδίσουν ο Πέτρος Κωστόπουλος, ο Γρηγόρης Αρναούτογλου, ο Δημήτρης Ουγγαρέζος και τώρα, ο νεόκοπος entertainer Γιώργος Λιάγκας. Φευ. Το μόνο που καταφέρνουν είναι να μοιάζουν με φτωχοί συγγενείς που προσπαθούν να γαμπρίσουν φορώντας τα αποφόρια των σπουδαίων.
Ακόμα κι αν με κάποιο μαγικό τρόπο ο Τζορτζ Κλούνεϊ επέλεγε να εμφανίσει για πρώτη φορά τα παιδιά του στην τηλεόραση και το έκανε σε ελληνική εκπομπή, η καλύτερη ερώτηση που θα σκέφτονταν οι δικοί μας παρουσιαστές να του απευθύνουν είναι αν η Αμάλ φτιάχνει καλό παστίτσιο κι αν τα πεθερικά τον πιέζουν να δώσει τα ονόματα τους στα εγγόνια.
Ή μήπως η σύγκριση αυτή τους αδικεί;
Η προφανής επιχειρηματολογία που θα μπορούσε να προτάξει κανείς προς υπεράσπιση των ενταύθα νυχτερινών εκπομπών είναι οι περιορισμένοι πόροι σε συνδυασμό με ένα καχεκτικό σταρ σίστεμ εξαιρετικά περιορισμένης εμβέλειας. Ναι, οι εταιρείες παραγωγής, τα κανάλια και οι διαφημιζόμενοι δεν διαθέτουν τα εκατομμύρια που κατατίθενται στα πόδια των Αμερικανών παρουσιαστών. Ναι, οι εγχώριοι σελέμπριτι δεν είναι παρά αναιμικές καρικατούρες, μιμούμενες με θλιβερά αποτελέσματα τα παγκοσμίου φήμης ονόματα που στο απόγειο της καριέρας τους υποβάλλουν πρόθυμα τα διαπιστευτήρια τους στους βασιλιάδες των late night shows.
Όμως ακόμα κι αν με κάποιο μαγικό τρόπο ο Τζορτζ Κλούνεϊ όντως επέλεγε να εμφανίσει για πρώτη φορά τα παιδιά του στην τηλεόραση και το έκανε σε ελληνική εκπομπή, η καλύτερη ερώτηση που θα σκέφτονταν οι δικοί μας παρουσιαστές να του απευθύνουν είναι αν η Αμάλ φτιάχνει καλό παστίτσιο κι αν τα πεθερικά τον πιέζουν να δώσει τα ονόματα τους στα εγγόνια. Άσε που αποκλείεται να έδειχναν τα κωλοδάχτυλα της «νταντάς» Ματ Ντέιμον.
Τι είναι αυτό που καθιστά τα ελληνικά talk shows εν γένει, αλλά ιδίως τα βραδινά, τόσο προβλέψιμα και συντηρητικά, φτιαγμένα αποκλειστικά για οικογενειακή κατανάλωση; Η έλλειψη σπουδαίων και κυρίως επαγγελματιών κειμενογράφων. Ήδη από την αυγή της τηλεοπτικής παντοδυναμίας των late night shows, ο δρόμος για την επαγγελματική καταξίωση των σεναριογράφων που εργάζονταν στην τηλεόραση περνούσε από δύο πιθανούς προορισμούς: το Saturday Night Live ή την εκπομπή του Ντέιβιντ Λέτερμαν. Τα τηλεοπτικά δίκτυα κολοσσοί όπως το NBC και το ABC, αλλά ακόμα και το σημαντικά μικρότερο Comedy Central, προσλαμβάνουν στις ομάδες τους τις πιο ταλαντούχες και καυστικές πένες, αναγνωρίζοντας πως στην κωμωδία το πνεύμα και η τόλμη είναι εκείνα που επιβραβεύονται. Οι σεναριογράφοι εργάζονται 5 ημέρες την εβδομάδα, συμμετέχοντας σε μαραθώνια brainstorming και όλα αυτά για 25 λεπτά ωφέλιμου τηλεοπτικού χρόνου. Κάνουν φύλλο και φτερό τις ειδήσεις και την επικαιρότητα, επεξεργαζόμενοι επί ώρες κάθε πιθανή εκδοχή των κειμένων και το κυριότερο, χαίρουν σχεδόν απόλυτης ελευθερίας. Η βραδινή ζώνη τους εξασφαλίζει τη δυνατότητα να μην αυτολογοκρίνονται και δεν περιορίζονται από τα δεσμά της πολιτικής ορθότητας. Το αποτέλεσμα είναι μια στιβαρή πρόζα που βρίθει κωμικών στοιχείων μεν, αλλά κυρίως αποκαλύπτει την ουσία των θεμάτων που θίγει.
Ένα δυνατό μήνυμα όμως προκειμένου να επικοινωνηθεί καλά –και εν τέλει να πουλήσει– χρειάζεται οξύνοες, ευέλικτους και συνάμα κραταιούς παρουσιαστές που κάνουν το κοινό να χειροκροτεί ξέφρενα από την πρώτη στιγμή που πατάνε το πόδι τους στην σκηνή. Ψυχαγωγούς που πριν πάρουν το πηδάλιο ενός βραδινού σόου έχουν εργαστεί ως παραγωγοί ραδιοφωνικών talk shows και έχουν θητεύσει επί μακρόν σε άλλες τηλεοπτικές εκπομπές. Κωμικούς που έχουν δοκιμαστεί στον σκληρό στίβο του stand-up comedy, μιας τέχνης που απαιτεί να περιοδεύεις διαρκώς σε μικρά κλαμπ και να εμφανίζεσαι ενώπιον κοινού έτοιμου να σε κατασπαράξει αν δεν αποδειχθείς αρκετά ευφυής κι ετοιμόλογος. Επιπλέον, εξαιτίας της σταθερής παρουσίας πολιτικών προσκεκλημένων υψηλού επιπέδου, -αν αναρωτιέστε τι εννοώ σκεφτείτε ότι ο Πρόεδρος Ομπάμα έχει εμφανιστεί σχεδόν σε όλες τις βραδινές εκπομπές- είναι απαραίτητο οι οικοδεσπότες να διαθέτουν στιβαρή σκέψη, αναλυτική ικανότητα και γνώσεις που να τους επιτρέπουν να συνομιλήσουν σχεδόν επί παντός επιστητού και επί ίσοις όροις με όλους, σεβόμενοι τόσο τη δική τους νοημοσύνη όσο και του κοινού χωρίς να καταφύγουν στις εύκολες λύσεις που προσφέρουν τα στερεότυπα.
Είναι αρκετά σαφές λοιπόν ότι το να είσαι τέως εκδότης lifestyle περιοδικών, παρουσιαστής πρωινάδικων με ιδιαίτερα περιορισμένο εύρος θεματολογίας ή αφελών τηλεοπτικών παιχνιδιών και εκπομπών που εξαντλούνται στη γραφική απεικόνιση συμπαθών ηλικιωμένων σε χωριά και κωμοπόλεις, σίγουρα δεν είναι ιδιότητες που σου εξασφαλίζουν τα απαραίτητα προσόντα προκειμένου να αναλάβεις έναν τόσο απαιτητικό ρόλο. Για το μόνο που φαίνεται ότι σε προετοιμάζουν είναι να θωπεύεις μεταφορικά, και ενίοτε κυριολεκτικά, τους minor celebrities που καταδέχονται να εμφανιστούν στη βραδινή σου εκπομπή, να αναμασάς με ευκολία κλισέ ατάκες για τις γυναίκες, την μπάλα και το τι σημαίνει να είσαι Άνδρας, και να δίνεις ανάσες ζωής σε ανεπίκαιρους πια καλλιτέχνες του πενταγράμμου. Αν μάλιστα αναλογιστούμε τα προχθεσινά «αστεία» που έκανε ο Γιώργος Λιάγκας χλευάζοντας κάποια εμφάνιση της Μαρίας Κορινθίου, ο στόχος των ευφυών κωμικών σχολίων είναι άπιαστο όνειρο.
Αν αντιπαραβάλλουμε τον τρόπο που χειρίζονται τους καλεσμένους και το υλικό τους οι κορυφαίοι σύγχρονοι εκφραστές αυτού του αμιγώς αμερικανικού τηλεοπτικού προϊόντος σε σύγκριση με τους wannabe ομολόγους τους στην ημεδαπή, γίνεται σαφές πως η έννοια του ελληνικού late night show είναι ένα κακόγουστο ανέκδοτο. Ο Τζίμι Κίμελ καλεί αστέρες των οποίων το όνομα είναι brand εκατομμυρίων στην παγκόσμια αγορά και τους ζητά να διαβάσουν κακά tweet που τους απευθύνονται. Η τόλμη του εγχειρήματος έγκειται στο ότι δεν λογοκρίνει κανέναν. Ούτε τις κακίες που θα διαβαστούν, ούτε τις αντιδράσεις των διασήμων. Όταν η Sofia Vergara διάβασε ένα tweet που έλεγε ότι μιλάει σαν να έχει ένα πέος μέσα στο στόμα της απάντησε on camera με θάρρος: «Και ποιο είναι το πρόβλημα σου αν έχω ένα πέος στο στόμα μου;».
Ακόμα και ο ήπιος, γλυκομίλητος και φιλικός προς την οικογένεια Τζίμι Φάλον επέτρεψε στον Ρίκι Τζερβέις να παραληρήσει για την εμμονή των ανδρών να κυκλοφορούν ολόγυμνοι στα αποδυτήρια των γυμναστηρίων περιγράφοντας με λεπτομέρειες τα θλιβερά οπίσθια και μόρια τους και τη συνήθεια κάποιων να στεγνώνουν με σεσουάρ την ηβική περιοχή, για να καταλήξει στο πόσο μισεί την ανθρωπότητα. Στις εγχώριες εκπομπές που διαφημίζουν εμμονικά το ότι οι καλεσμένοι τους «δεν διστάζουν να τσαλακωθούν» κανείς δεν θα τολμούσε να μεταδώσει τηλεοπτικά κάτι τέτοιο στη βραδινή ζώνη, παρότι το κοινό στο οποίο απευθύνονται εξ ορισμού είναι ενήλικο.
Άβυσσος χωρίζει και το μουσικό κομμάτι των late night shows εκεί και εδώ. Οι αμερικανικές εκπομπές ανέκαθεν επέλεγαν αβανγκάρντ συγκροτήματα στην αρχή της καριέρας τους για να παρουσιάσουν στο κοινό. Δεν κατέφευγαν στην εύκολη λύση των δημοφιλών και πιασάρικων ονομάτων, αλλά αναζητούσαν ανερχόμενους τραγουδοποιούς και alternative μπάντες επιδιώκοντας πραγματικά να ενημερώσουν μουσικά τους τηλεθεατές τους, εισάγοντάς τους σε αυτό που εδώ θα αποκαλούσαν με μειδίαμα «ψαγμένη μουσική». Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως σχεδόν αναπλήρωσαν στο κομμάτι αυτό το έργο του MTV, όταν εκείνο έπαψε πια να είναι μουσικό κανάλι και μετατράπηκε σε μία εύπεπτη lifestyle φούσκα. Αξίζει να σημειωθεί εδώ πως οι μόνιμοι συνεργάτες του Τζίμι Φάλον είναι οι Roots και του Στίβεν Κολμπέρ ο Jon Baptiste, καλλιτέχνες με σπουδαία δισκογραφία. Ο Κωστόπουλος είχε τις 48 Ώρες κι ο Αρναούτογλου τους Jimmy Starova and the Alcatrash Band, ένα σχήμα με έναν headliner στη δύση της καριέρας του που πλέον πραγματοποιεί δημοσιοϋπαλληλικές εμφανίσεις με ανεπίκαιρο υλικό.
Μια ακόμα ένδειξη της σπουδαιότητας και της ποιότητας που προσφέρουν τα αυθεντικά late night shows είναι το ότι ο κόσμος συρρέει φανατικά για να τα παρακολουθήσει. Στις μαγνητοσκοπήσεις που λαμβάνουν χώρα σε ιστορικά θέατρα όπως το Ed Sullivan Theatre –σαν να λέμε εδώ στο Παλλάς–, το κοινό έχει φροντίσει να κλείσει θέσεις πολύ καιρό πριν, οι χώροι είναι πάντα ασφυκτικά γεμάτοι και το χειροκρότημα είναι πραγματικά ενθουσιώδες και όχι κονσέρβα ή ξεθυμασμένο και διεκπεραιωτικό υπό το κέλευσμα ανιματέρ.
Καλό θα ήταν λοιπόν, όσοι ματαιοπονούν να καθιερωθούν ως οικοδεσπότες late night show να αφουγκραστούν το χλιαρό χειροκρότημα του πολύπαθου κοινού τους και να επιστρέψουν στα τηλεοπτικά σχήματα όπου διακρίνονται(;) Εκτός κι αν επιθυμούν να επιβεβαιώνουν σε εβδομαδιαία βάση ότι η ρήση «από τ' αλώνια στα σαλόνια» παραμένει επίκαιρη.
σχόλια