Φτάνει πια με την ψυχαγωγία των αστών: το θέατρο, σύμφωνα με τις επαναστατικές απόψεις του Εμίλ Ζολά στα τέλη του 19ου αιώνα, έπρεπε να υιοθετήσει επιστημονικό πνεύμα, να στραφεί στην παρατήρηση του κόσμου και της φύσης, ν' αρχίσει να παρουσιάζει εικόνες της κοινωνίας όπως είναι στην πραγματικότητα – με όλη την ασχήμια, όλα τα ψεγάδια, κάθε πτυχή της ανθρώπινης ύπαρξης που θεωρούνταν ως τότε ανάξια παρουσίασης στο αστικό κοινό.
O Ζολά αντιδρούσε όχι μόνο ενάντια στο ξέπνοο τότε ρομαντικό δράμα –«στολισμένοι με ψεύτικες μύτες χορεύουν το δραματικό καν-καν» έγραφε για τους ήρωες του είδους– αλλά και στο θεατρικό κατεστημένο που πότιζε τους θεατές συναισθηματισμό, γέλιο και γκλίτερ. Οι υποτιθέμενοι καλύτεροι ηθοποιοί της Γαλλίας, σημείωνε, έπαιζαν προς το κοινό, μιλούσαν επιτηδευμένα, δεν επικοινωνούσαν μεταξύ τους, ενώ οι είσοδοι και οι έξοδοί τους έμοιαζαν υπολογισμένες με χάρακα.
Αντιθέτως, ο ιταλικός θίασος του Τομάσο Σαλβίνι που επισκέφτηκε το Παρίσι εκείνη την εποχή έκανε στον Ζολά τεράστια εντύπωση: «Το κοινό έμοιαζε να μην τους απασχολεί καθόλου... Δεν δίσταζαν να γυρίσουν την πλάτη τους στους θεατές· έμπαιναν, έλεγαν αυτό που ήθελαν να πουν και αποχωρούσαν με φυσικότητα, χωρίς την παραμικρή προσπάθεια να τραβήξουν επάνω τους την προσοχή».
Αυτό που μας μένει είναι οι ερμηνείες των ηθοποιών. Είναι όλοι τους τόσο δοσμένοι, τόσο συνεπείς ως προς το σύνολο και ως προς το ζητούμενο, που μας εντυπωσιάζουν.
Ο νεαρός Αντρέ Αντουάν αποφάσισε να υπηρετήσει αυτή την καινούργια τάση, ιδρύοντας το Théâtre Libre το 1887 στο Παρίσι. Μαζί με τα αληθινά έπιπλα, που έγιναν σήμα κατατεθέν του νατουραλιστικού θεάτρου, ήρθε και ο διαβόητος «τέταρτος τοίχος»: ο συγγραφέας Ζαν Ζουλιέν παρότρυνε τους ηθοποιούς να παίζουν «σαν να βρίσκονται στο σπίτι τους, αγνοώντας τις αντιδράσεις του κοινού».
Το άνοιγμα του προσκηνίου έπρεπε να αντιμετωπίζεται, σύμφωνα πάντα με τον Ζουλιέν που επινόησε τον όρο, ως «τέταρτος τοίχος, διαφανής για τους θεατές, αλλά συμπαγής για τους ηθοποιούς». Το κοινό έπρεπε να νιώθει πως κρυφακούει συζητήσεις και διαπληκτισμούς που πραγματοποιούνται στο σπίτι κανονικών ανθρώπων – ανδρών και γυναικών που τρώνε, πίνουν, γελούν, ξεψυχούν κ.ο.κ.
Η ανατρεπτική ματιά των νατουραλιστών άλλαξε τα δεδομένα του σύγχρονου θεάτρου, γεννώντας καινοτομίες που σήμερα θεωρούνται αυτονόητες πρακτικές. Οι συμβολιστές, φυσικά, έβρισκαν εντελώς μπανάλ όλη εκείνη την προσκόλληση στο υλικό περιβάλλον και τη «φυσικότητα», ενώ οι ντανταϊστές και οι σουρεαλιστές την απαρνήθηκαν εντελώς, βουτώντας στο παράλογο και στα όνειρα για να βρουν την ουσία του ανθρώπου.
Ακόμα και ο Στανισλάφσκι διακήρυττε πως ξεπέρασε τα στενά όριά του: «Όσοι νομίζανε ότι επιδιώκαμε τον νατουραλισμό πάνω στη σκηνή έκαναν λάθος... Ψάχναμε πάντοτε για την εσωτερική αλήθεια, για την αλήθεια του συναισθήματος και της εμπειρίας, αλλά επειδή οι νέες τεχνικές μας ήταν ακόμη σε εμβρυακό στάδιο... υποκύπταμε πότε πότε στον εξωστρεφή και τραχύ νατουραλισμό».
Το θέατρο ως αυθεντικό «κομμάτι ζωής» βγαλμένο από την πραγματικότητα και σερβιρισμένο επί σκηνής αμφισβήτησαν με τη σειρά τους ο Απιά, ο Κρεγκ, ο Μπρεχτ, ο Μέγερχολντ, ο Αρτό, ο Γκροτόφσκι, όλοι οι μεγάλοι ανανεωτές του 20ού αιώνα.
Εν έτει 2017, ο Γιάννης Οικονομίδης επιδίδεται με νέα ορμή στο κυνήγι της αληθοφάνειας.
Τα πάντα στην παράσταση που σκηνοθέτησε –οι είσοδοι και οι έξοδοι των ηθοποιών, η εκφορά του λόγου, η τοποθέτηση των σωμάτων, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα– συνηγορούν στη δημιουργία μιας κυρίαρχης εντύπωσης: ότι όλα όσα βλέπουμε διαδραματίζονται αυτήν τη στιγμή μπροστά μας.
«Εδώ και τώρα είναι που όλα συμβαίνουν και υπάρχουν!» σχολιάζει η Καλλιρρόη Μυριαγκού (Eλένη Γερακάρη) στο πρόγραμμα, ενώ η Ιωάννα Κολλιοπούλου (Στέλλα Γερακάρη) προσθέτει: «Ο θεατής παρακολουθεί από την κλειδαρότρυπα σε πραγματικό χρόνο τη συγκεκριμένη μέρα».
Εδώ, τώρα, πράγματι... Οι ήρωες παρουσιάζονται ατημέλητοι, με σαγιονάρες και βρεγμένα μαλλιά, ενώ συμπεριφέρονται εξαρχής λες και βρίσκονται κυριολεκτικά στο σπίτι τους: μπαίνοντας στην αίθουσα, βρίσκουμε τον νεαρό γιο Γιώργο Γερακάρη (Γιάννης Νιάρρος) ήδη καθισμένο σε μια πολυθρόνα να παίζει με το laptop του παράγοντας –για ένα διάστημα που μοιάζει αιωνιότητα– ενοχλητικούς ήχους. Υπ' αυτή την έννοια, δεν υπάρχει «έναρξη» της παράστασης: απλώς οι Γερακάρηδες ζούνε τη ζωή τους κι εμείς «εισβάλλουμε» σιωπηρά στον χώρο τους για να τους παρακολουθήσουμε καθισμένοι πίσω από τον τέταρτο τοίχο, ενώ εκείνοι, αρραγείς στη σοβαρότητά τους, υποκρίνονται πως δεν μας βλέπουν.
«Σήμερα οι νατουραλιστές καταφθάνουν και δηλώνουν ότι το αληθινό δεν έχει ανάγκη από πέπλα· πρέπει να προχωρεί μέσα στη γυμνότητά του» έγραφε ο Ζολά. Κι εδώ, στο Στέλλα κοιμήσου, πράγματι επιτυγχάνεται η περιφρόνηση των στολιδιών, το σκίσιμο των πέπλων, η αίσθηση ότι ακόμη και τα κοστούμια δεν είναι κοστούμια αλλά κανονικά ρούχα κανονικών ανθρώπων. Ως εκ τούτου, η Στέλλα Γερακάρη εμφανίζεται άλουστη και αμακιγιάριστη, με αθλητική φόρμα, επιθυμώντας ακριβώς να μας πείσει ότι ήρθε από το υπνοδωμάτιό της και όχι από το καμαρίνι του Εθνικού.
Είναι λίγο αφελή και προφανή και σοβαροφανή όλα αυτά, ο Μπρεχτ τα έλυσε μια και καλή, τώρα όμως αναγκαζόμαστε να τα υπομείνουμε εκ νέου. Τι κι αν έκανε το θέατρο τόσο κόπο να απαλλαγεί από τη λογική της «κλειδαρότρυπας», του «τέταρτου τοίχου», των αληθινών επίπλων κ.ο.κ.! Εμείς θα τα επαναφέρουμε δυναμικά. Εμείς θα τα παρουσιάσουμε σαν να είναι πρώτη φορά. Σαν να μην πέρασε μια μέρα.
Η ιστορία του έργου, βγαλμένη από το στερεοτυπικό σύμπαν της σαπουνόπερας, αντιμετωπίζεται εδώ ως άγριο οικογενειακό δράμα: αυτή η μεταγραφή συνιστά ίσως το πιο ενδιαφέρον και σίγουρα το μόνο τολμηρό στοιχείο της παράστασης. Η κόρη του Αντώνη Γερακάρη, ισχυρού επιχειρηματία και παράγοντα του υποκόσμου, ανακοινώνει έντρομη πως δεν θα παντρευτεί τον γιο της πλουσιότερης οικογένειας στην Ελλάδα, όπως ήταν προγραμματισμένο, αλλά τον τηλεστάρ Μάριο Αγγελή που ερωτεύτηκε τυχαία πριν από μερικούς μήνες. Πάνω σε αυτό το γελοίο φαινομενικά υπόβαθρο η νοσηρότητα της αστικής οικογένειας ξεχύνεται στην επιφάνεια.
«Είστε όλοι εξαρτώμενα μέλη!» ουρλιάζει ο πατέρας-τύραννος σε μία από τις λιγοστές αξιομνημόνευτες φράσεις του κειμένου: το χρήμα και η απληστία δεν καθορίζουν μόνο τις οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές σχέσεις αλλά και τους δεσμούς αίματος. Η εξουσία, όπως λέει ο Φουκό, βρίσκεται παντού: παράγεται κάθε στιγμή, σε κάθε συνδιαλλαγή, σε κάθε δωμάτιο. Δεν της ξεφεύγουμε ποτέ.
Βγαίνοντας από το θέατρο, δεν μας έχει κερδίσει ούτε το κείμενο με τους «κανονικούς» διαλόγους ούτε η διάθεση «σοκ και δέος» με τις εφετζίδικες σκηνές βίας.
Αυτό που μας μένει είναι οι ερμηνείες των ηθοποιών. Είναι όλοι τους τόσο δοσμένοι, τόσο συνεπείς ως προς το σύνολο και ως προς το ζητούμενο, που μας εντυπωσιάζουν. Εξαιρετική η Έλλη Τρίγγου (Ανθή Γερακάρη), εκπέμπει μια ατσάλινη αυστηρότητα και ομορφιά. Ανατριχιαστική η Μάγια Κώνστα (θεία Βάσω), η προσωποποίηση του «κακού» μεταμφιεσμένου σε ανάπηρη κυρία με καρέ κόμμωση.
Σαν να εκτοξεύθηκε από κάποιο μακρινό ηφαίστειο, ο Στάθης Σταμουλακάτος σαρώνει τα πάντα στο πέρασμά του ως πατέρας. Η εικόνα αυτού του ηθοποιού, ημίγυμνου, λουσμένου στον ιδρώτα, με την κοιλιά να κρέμεται και το πρόσωπο να συσπάται από λύσσα, είναι ίσως αυτή που εντυπώνεται περισσότερο στο μυαλό του θεατή: το «ανθρώπινο κτήνος» του Ζολά βρίσκει εδώ εκ νέου την ενσάρκωσή του, αποκαλύπτοντας τη χειρότερη και πιο διαχρονική εκδοχή μας.
Info:
Στέλλα κοιμήσου
Συγγραφή - Σκηνοθεσία: Γιάννης Οικονομίδης
Επιμέλεια κειμένου: Βαγγέλης Μουρίκης
Σχεδιασμός φωτισμών: Bασίλης Κλωτσοτήρας
Βοηθός σκηνοθέτη/επιμέλεια κίνησης: Αντώνης Ιορδάνου
Σκηνογραφία: Ioυλία Σταυρίδου
Ενδυματολόγος: Γιούλα Ζωιοπούλου
Μουσική: Μπάμπης Παπαδόπουλος
Παίζουν: Αντώνης Ιορδάνου, Ιωάννα Κολλιοπούλου, Μάγια Κώνστα, Αλέξανδρος Μαυρόπουλος, Καλλιρρόη Μυριαγκού, Γιάννης Νιάρρος, Στάθης Σταμουλακάτος, Ελλη Τρίγγου
Εθνικό Θέατρο-Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος»
Αγίου Κωνσταντίνου 22-24, τηλ. 210 5288170-171, 210 7234567
Τετ. - Σάβ. 21:00, Κυρ. 19:30
€15, €10 (φοιτητικό),κάτοχοι κάρτας ΟΑΕΔ €5
Τετ. & Πέμ. €13
σχόλια