Στο γραφείο και στην αίθουσα συνεδριάσεων της Πακιστανικής Κοινότητας Ελλάδας στην οδό Σατωβριάνδου υπάρχουν παντού σημαίες ελληνικές. «Μετά από δεκαεπτά χρόνια στην Ελλάδα αισθάνομαι πιο πολύ Έλληνας» λέει ο Σάχιντ Ναβάζ, ο τριαντατριάχρονος πρόεδρος της κοινότητας. «Οι Έλληνες μου έχουν φερθεί καλά, μου έχουν δώσει δουλειά, έχω μια άψογη επαγγελματική συνεργασία μαζί τους, τους συναναστρέφομαι καθημερινά, είναι οι φίλοι μου».
Από τη στιγμή που έφτασε στην Αθήνα ο Σάχιντ εργάζεται στην ίδια εταιρεία, «μια ελληνική εταιρεία που φτιάχνει πίτες για σουβλάκια στο Μενίδι», και πάντα δούλευε με Έλληνες. Γι' αυτό και τα ελληνικά του είναι τόσο καλά. «Τη γλώσσα την έμαθα γιατί πήγα δύο χρόνια στο σχολείο. Ήθελα να τη μάθω καλά για να μπορώ να μιλάω αλλά και λόγω της δουλειάς μου, επειδή επικοινωνώ με πολύ κόσμο κάθε μέρα, μιλάω με Έλληνες στο τηλέφωνο, πηγαίνουμε μαζί για καφέ και φαγητό.
Από την πρώτη στιγμή που είδαμε την καταστροφή από τις πλημμύρες στη Μάνδρα εγώ και όλα τα μέλη του συλλόγου αποφασίσαμε να βοηθήσουμε τους ανθρώπους που υποφέρουν. Οργάνωσα όλο αυτό γιατί ήταν πολύ σκληρό να βλέπεις ανθρώπους να χάνουν το σπίτι τους, να πεθαίνουν στη λάσπη. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα τόσο μεγάλη καταστροφή στην Αθήνα τα δεκαεπτά χρόνια χρόνια που είμαι εδώ. Και τρέξαμε να βοηθήσουμε όσο μπορούσαμε. Το κάναμε αυθόρμητα, κανείς δεν μας ανάγκασε.
Όλοι έχουμε την ανάγκη του διπλανού μας. Είμαστε όλοι άνθρωποι και πρέπει να βοηθάμε ο ένας τον άλλο, δεν αντέχεται αλλιώς η ζωή. Αν βοηθήσεις, περιμένεις να σε βοηθήσουν, περιμένεις να σε βοηθήσει ο Θεός. Αν δώσεις, θα πάρεις.
Η κατάσταση που ζήσαμε ήταν πολύ σκληρή, οι εικόνες πολύ πιο δραματικές από αυτές που βλέπεις στην τηλεόραση και οι άνθρωποι ήταν στενοχωρημένοι επειδή είχαν χάσει τα πάντα, τα πράγματά τους, όλο τους το νοικοκυριό, ολόκληρα σπίτια, έβλεπες παντού νερά και λάσπες. Οι κόποι μιας ζωής χάθηκαν στο νερό. Τους βοηθήσαμε να βγάλουν τα πράγματα και να καθαρίσει η λάσπη ‒δεν μπορούσαμε να κάνουμε περισσότερα‒ κι αυτοί μας ευχαριστούσαν.
Ήταν πολλοί παππούδες και γιαγιάδες με μεγάλα προβλήματα, χωρίς σπίτι, και όλοι κλαίγανε. Πώς να ξεκινήσουν αυτοί οι άνθωποι πάλι από την αρχή; Μια γιαγιά που μας είδε να βγάζουμε τα πράγματά της από τη λάσπη ευχαριστούσε εμάς και τον Θεό. Πήγαμε είκοσι άτομα την πρώτη μέρα και είκοσι πέντε τη δεύτερη, κάναμε ό,τι μπορούσαμε, αλλά η κατάσταση ήταν απελπιστική. Ακόμα έτσι είναι.
Ακούσαμε πολλά "μπράβο" και χαρήκαμε κι εμείς, αλλά σημασία έχει να καταλάβει ο κόσμος ότι όλοι οι άνθρωποι είμαστε ίδιοι μπροστά στον πόνο και στην καταστροφή, δεν αλλάζει ο άνθρωπος με το χρώμα. Ότι τα πιο πολλά πράγματα μας ενώνουν, δεν μας χωρίζουν, ότι όλοι έχουμε την ανάγκη του διπλανού μας. Είμαστε όλοι άνθρωποι και πρέπει να βοηθάμε ο ένας τον άλλο, δεν αντέχεται αλλιώς η ζωή. Αν βοηθήσεις, περιμένεις να σε βοηθήσουν, περιμένεις να σε βοηθήσει ο Θεός, αν δώσεις, θα πάρεις.
Δεν έχω κανένα παράπονο από τους Έλληνες, δεν έχω πετύχει ούτε έναν κακό Έλληνα, ίσως κι επειδή από τη στιγμή που ήρθα πάντα είχα τη δουλειά μου και είμαι εργατικός, δεν έχω μπλέξει ποτέ με κακούς. Όλοι οι άνθρωποι που συναναστρέφομαι κάθε μέρα είναι σαν εμένα, τους ενδιαφέρει κυρίως η δουλειά τους, έρχονται να αγοράσουν πίτες για να φτιάξουν σουβλάκια και αγωνίζονται να ζήσουν, όπως κι εγώ.
Η αλήθεια είναι ότι ο Έλληνας έχει αλλάξει από το 2000 που ήρθα, τότε ήταν καλύτερα τα πράγματα και δεν είχε τόσα προβλήματα. Υπήρχε χρήμα, δουλειές. Τώρα έχει τόσο πολλά να αντιμετωπίσει, κυρίως οικονομικά, που του φταίνε οι ξένοι. Δεν υπήρχαν τόσο πολλοί πρόσφυγες τότε για να αισθάνεται ότι θα του πάρουν τη δουλειά και δεν ήταν ίδια η κατάσταση στην Αθήνα. Έχουν γίνει καχύποπτοι οι άνθρωποι.
Από την άλλη, δεν ήταν ποτέ εχθρικοί οι Έλληνες με τους Πακιστανούς γιατί είμαστε εργατικοί και δουλεύουμε σκληρά. Είμαστε πολύ καλοί εργάτες, δεν κάνουμε φασαρίες ούτε παρατηρήσεις, σεβόμαστε τους συνανθρώπους μας.
Οι άνθρωποι δεν αλλάζουν με το χρώμα, ούτε με τη θρησκεία, ο καθένας έχει τη δική του, αλλά, πάνω απ' όλα, είμαστε άνθρωποι. Πρέπει να σεβόμαστε ο ένας τον άλλο, κυρίως γι' αυτό. Καλοί και κακοί υπάρχουν παντού, δεν έχει σημασία αν είσαι Πακιστανός ή Έλληνας, ο καθένας έχει το μυαλό και τη σκέψη του, σημασία έχει να αγαπάς τους ανθρώπους και να τους σέβεσαι όπως είναι.
Στην Ελλάδα ήρθα 16 χρονών κι έτσι έχω ζήσει πιο πολλά χρόνια στην Αθήνα απ' ό,τι στο Πακιστάν. Η αλήθεια είναι ότι πάω μόνο έναν μήνα κάθε χρόνο εκεί, οπότε πιο πολύ είμαι Έλληνας. Σε έναν χρόνο θα πάρω ελληνική υπηκοότητα. Εδώ ήρθα για βγάλω μεροκάματο και να ζήσω την οικογένειά μου, τους γονείς και και τ' αδέλφια μου. Τώρα έχω σύζυγο και τέσσερα παιδιά και προσπαθώ να τους φέρω στην Ελλάδα. Χρόνια αγωνίζομαι, αλλά είναι δύσκολο γιατί κολλάνε στη γραφειοκρατία. Δεν θέλω να φύγω ποτέ από την Ελλάδα, αισθάνομαι σχεδόν Έλληνας, θέλω μόνο να φέρω τη γυναίκα και τα παιδιά μου.
Δεν είναι καλή η κατάσταση στην Ελλάδα, αλλά όποιος έχει δουλειά, Έλληνας ή Πακιστανός, είναι καλά και, ευτυχώς, δουλειά έχω. Δεν καταλαβαίνει το κράτος ότι ένας άνθρωπος που έχει αποφασίσει να μείνει στην Ελλάδα κι έχει αλλού οικογένεια στέλνει όλα του τα λεφτά στο εξωτερικό για να ζήσουν, ενώ αν έρθουν κι αυτοί εδώ όλα τα λεφτά θα μένουν στην Ελλάδα. Ξέρω ανθρώπους που δούλεψαν για χρόνια στην Αθήνα και γύρισαν στο Πακιστάν, αλλά τα παιδιά τους έχουν μείνει εδώ γιατί σπουδάζουν και τώρα τους στέλνουν λεφτά από το Πακιστάν. Πρέπει κάποιος υπεύθυνος να ασχοληθεί με αυτά.
Έχω έναν φάκελο που τον κουβαλάω πάντα μαζί μου και δείχνω τα χαρτιά μου παντού. Τα καταθέτω στο υπουργείο και δεν μου έχουν απαντήσει ούτε μία φορά, εδώ και οκτώ χρόνια περιμένω μια απάντηση. Δεν μου έχουν απαντήσει ούτε από το υπουργείο ούτε από τον πρέσβη του Πακιστάν. Γι' αυτό προχθές πήγα στον πρόεδρο της Βουλής μετά από ραντεβού, γιατί είναι πολλοί άνθρωποι στη δική μου θέση. Έχουμε πρόβλημα στις ελληνικές πρεσβείες στο Πακιστάν και στο Ισλαμαμπάντ γιατί καθυστερούν πάρα πολύ να βάλουν σφραγίδες και να επικυρώσουν τις άδειες στα διαβατήριά μας. Του ζητήσαμε να μας βοηθήσει.
Στο κέντρο της Αθήνας πρέπει να ζουν 35.000 Πακιστανοί, στο Μενίδι είναι περίπου 2,5-3.000. Κι ενώ στην αρχή είχαν στο μυαλό τους να γίνουν μόνο εργάτες, τώρα κάνουν επιχειρήσεις. Όποιος έχει χρήμα κάνει δικό του μαγαζί: κουρείο, παντοπωλείο, εστιατόριο.
Έχουμε μπει στη ζωή των Ελλήνων εδώ και χρόνια κι αυτοί στη δική μας, τους αγαπάμε τους Έλληνες. Μπορεί πολλοί να μην πίστευαν στα μάτια τους όταν τρέξαμε να βοηθήσουμε, αλλά πήραμε μεγάλη χαρά που μπορέσαμε να βοηθήσουμε έστω και λίγο. Όταν, στο τέλος της μέρας, είδαμε αυτά τα μάτια ευχαριστημένα, αυτό για μας ήταν το μεγαλύτερο κέρδος. Και θα το ξανακάνουμε, αν χρειαστεί».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO