Δεκαπενταύγουστος, εννιά το πρωί. Βγάζω τη Σπίθα βόλτα στη Γιάννη Σταθά, με τραβάει απ' το λουρί να προλάβει μια γάτα που τρέχει μπροστά. Μια γειτόνισσα μας βλέπει με το που βγαίνει απ' την πολυκατοικία, "χρόνια πολλά!", μου φωνάζει όπως με σέρνει το σκυλί, "ευχαριστώ", απαντάω μηχανικά. Που ξέρει πώς με λένε; Εγώ ούτε να την έχω ξαναδεί δε θυμάμαι. Προχωρώ προς την Αναγνωστοπούλου, δεύτερος γείτονας εν όψει, "χρόνια πολλά" μου λέει κι αυτός εορταστικά, τον κοιτάζω όλο απορία, "ευχαριστώ", λέω ξανά και κοντοστέκομαι, αλλά η Σπίθα με τραβάει μια στιγμή πριν βρω έναν ευγενικό τρόπο να ρωτήσω πού με ξέρει.
Ψάχνω για ανοιχτό καφέ με το μηχανάκι. Στο Φίλιον ένα αδειο πεζοδρόμιο - τραπεζάκια μέσα σήμερα. Ενας τσιγγάνος στη Σκουφά σέρνει ένα καρότσι μ' έναν απορροφητήρα μακαρίως στη μέση του δρόμου και δεν του κορνάρει κανείς. Τον προσπερνώ στο ρελαντί, κοιτάζω δεξιά μήπως έρχεται κανείς ανάποδα στο φανάρι της Ηρακλείτου. Απ' το δεύτερο όροφο ένας τύπο με σώβρακο αδειάζει απ' το μπαλκόνι έναν κουβά βρωμόνερα στο πεζοδρόμιο από κάτω. Ο σκυλος του, ένας φουντωτός, ασπρόμαυρος γίγας, επιδοκιμάζει γαυγίζοντας σκαρφαλωμένος στο κάγκελο.
Στρίβω στην πλατεία Κολωνακίου. Ούτε περιστέρια στα σοφά κεφάλια των αγαλμάτων δεν έχει. Η κολώνα του Ντα Κάπο έρημη, ο Πέρρος δίπλα ανοιχτός αλλά ολοσκότεινος κάτω απ' τις τέντες.
Στο παγκάκι της καντίνας, μια γυναίκα με μαύρο μαντήλι στο κεφάλι. Το μωρό στην αγκαλιά της σπαράζει στ' αναφιλητά. Μυξες στα ρουθούνια, σεντόνι αντί για ρούχο. Η γυναίκα του χαιδεύει το κεφάλι. Αρχίζει να του τραγουδάει σε κάποια ξένη γλώσσα, ακατάληπτη. Για μια στιγμή το παιδί ησυχάζει, κι ύστερα οι καμπάνες του Αγίου Ισιδώρου ξεκινούν να χτυπούν.
Στο ρελαντί διασχίζω στην Πατριάρχου Ιωακείμ. Ανθρωπος πουθενά. Aλλά να! Ενα καφέ στο βάθος ανοιχτό, κόσμος απ' έξω. Παρκάρω, μπαίνω μέσα, κοσμοσυρροή, και "χρόνια πολλά" ακούγεται από παντού. Δε μιλούν σ' εμένα, γκαρσόνια και πελάτες, ανταλλάσσουν ευχές μεταξύ τους. Νέα ήθη σκέφτομαι, έγινε ο Δεκαπενταύγουστος Πάσχα. Λέω δειλά "χρόνια πολλά" στον ταμία. "Ωραία η Αθήνα το Δεκαπενταύγουστο", μου λέει όπως μου δίνει τον καφέ, "Ωραία", απαντάω. Αναγνωρίζω στο μάτι του το βλέμμά της αλεπούς με τα κρεμαστάρια, που δε μπόρεσε να πάει πουθενά, και κανει το χαρούμενο στους άλλους που έμειναν πίσω - πιθανώς να βλέπει κι αυτός το ίδιο στο δικό μου μάτι.
Οι καταραμμένοι του Δεκαπενταύγουστου: πένητες και μισάνθρωποι, χωρίς το ένα ν' αποκλείει το άλλο, ακροβολισμένοι στα στενά των Αθηνών. Και κάτι αλαφροίσκιωτοι, που είναι πάντα εδώ, αλλά τις άλλες μέρες δεν τους βλέπεις μεσ' το ποτάμι της πόλης.
Κατεβαίνω τη Μαρασλή αργά και στρίβω στη Βασιλίσσης Σοφίας. Τέσσερεις μελαμψοί νεαροί όρθιοι στο πεζοδρόμιο του ιδρύματος Μπότση, πιασμένοι χερι - χερι στέκονται στη σειρά, με μετωπο προς το Παγκράτι και μάτια καρφωμένα στο οδόστρωμα. Προσεύχονται μάλλον, σε κάποιο θεό λάτρη του σουρεαλισμού.
Ολομόναχη στις πέντε λωρίδες, στρίβω στην Πανεπιστημίου. Εξω απ' το Ρεξ ένας άνδρας αγκαλιά με μια γλάστρα που του κρύβει το μισό πρόσωπο περιμένει το λεωφορείο, και μια γυναίκα δίπλα κάτι του φωνάζει. Τον δείχνει με το χέρι και του κουνάει ένα ψάθινο καπέλο που κρατάει, αλλά εκείνος κοιτάζει απέναντι το άγαλμα στη Σανταρόζα, σαν σε νιρβάνα με τη γλάστρα του αγκαλιά. Τριαντάφυλλα λευκά. Πού τα βρήκε τέτοια μέρα; Πού τα πάει;
Στρίβω στην Αθηνάς απ την Ομόνοια. Μια φιγούρα στο βάθος, στο οδόστρωμα, όλο και μεγαλώνει, σπαρταράει τώρα, κι όπως πλησιάζω ξεχωρίζω χέρια που ανεμίζουν. Ενας άνδρας, καθισμένος στην άσφαλτο έξω απ' το Δημαρχείο, στη μέση της Αθηνάς, τινάζει μανιασμένα τα χέρια του προς τον ουρανό, φωνάζει, δεν ακούω ακόμα τι λέει, ώσπου πλησιάζω - τα χέρια γυρίζουν προς τα 'μένα, "γιατί δε με βοηθάει κανείς;" μου φωνάζει και με κοιτάζει ίσια στα μάτια. Στρίβω το τιμόνι, πάω να προσπεράσω, "γιατί κανένας δε σταματάει;" μου φωνάζει ξανά, με τα χέρια ν' ανεμίζουν και τον κορμό καρφωμένο στο δρόμο. Δε μπορώ να φύγω σκέφτομαι, πάω να φρενάρω, το βλέπει, ξαφνικά λύνεται στα γέλια και ξαπλώνει κάτω. Κοιτάζει τον ήλιο και ξεκαρδίζεται, ευτυχισμενος μεσ' το χάσιμό του.
Λείπει το ντεκόρ, λείπουν οι άνθρωποι και τ' αυτοκίνητα, και βλέπεις όλ' αυτά που δε θα 'θελες να βλέπεις σήμερα. Κάτω απ' τον ήλιο η Αθήνα ολόγυμνη, με τις πληγές της σε κοινή θέα, σαν το ζητιάνο στην Αθηνάς που'ναι ο μισός καμμένος, κι όμως ζει και γελάει από συνήθεια. "Ενα φράγκο κάποιος;", λέει, κι ας μην περνάει κανείς απ' το πεζοδρόμιο. Τον θυμάμαι νέο στην Ομόνοια, να κάνει θραύση το '90 στους φιλάνθρωπους μ' αυτές τις φρικώδεις ουλές εκτεθειμένες, χειμώνα - καλοκαίρι.
Κατεβαίνω την Ερμού. Στην Κουμουνδούρου κάτω απ' τα δέντρα το νησί των αστέγων μεταναστών: ένας γυμνός νεαρός στο γκαζόν τρώει σταφύλια σαν το Διόνυσο στ' αρχαία αγγεία, εκατό μέτρα απ' τα γραφεία του ΣΥΡΙΖΑ. Απ' την Ομόνοια στρίβω ξανά για τη Σταδίου. Κοιτάζω δεξιά στην Αθηνάς. Ο άνδρας με τα χέρια στον αέρα είναι ακόμα εκεί, στη μέση του δρόμου, αλλά τώρα καθεται ήρεμος, σιωπηλός.
Δε στρίβω αυτή τη φορά, ανεβαίνω τη Σταδίου. Λαμαρίνες αριστερά μετά τον παλιό Λαμπρόπουλο, ρολλά κατεβασμένα δεξιά εκεί που ήταν ο Βάρδας - Αναγωνστόπουλος. Ολα κλειστά, όχι για το Δεκαπενταύγουστο. Ενας τοίχος από κάγκελα το πεζοδρόμιο ως την Κοραή και την Κλαυθμώνος. Σα γάγγραινα που απλώνεται ολοένα, μια τρύπα στο χάρτη της πόλης χάσκει ακριβώς εκεί που φάγαμε τα νιάτα μας οι σαραντάρηδες: μεταξύ Ομόνοιας και Συντάγματος.
Η ψυχή της πόλης έκθετη. Δεν έχει πλήθος κι αυτοκίνητα, δε ρέει το ποτάμι σήμερα, κοιταζόμαστε στα μάτια με τον άστεγο έξω απ' τον Κωτσόβολο. Ξαπλωμένος στα χαρτόνια του μου κουνάει το κεφάλι σα να καταλαβαίνει. Στριβω το κεφάλι δεξιά. Η Marfin που έγινε κατάστημα αθλητικών και τα χαλάσματα του Αττικόν. Απ' το φανάρι της Παπαρρηγοπούλου βλέπω μια κουκιδα στην άσφαλτο της Σταδίου. Νομίζω πως είναι καπέλο που το πήρε ο άνεμος, αλλά όχι. Ενα περιστέρι πεσμένο στο οδόστρωμα έξω απ' τον Ιανό. Μια φτερούγα ανοικτή, πάει πέρα - δώθε με τον αέρα. Ακούω το ρόγχο του πάνω απ' τον ήχο της μηχανής. Είναι εκεί και τρέμει, περιμένει κάποιον να το αποτελειώσει, αλλά δεν υπάρχει αυτοκίνητο κανένα, κι εγώ δεν τολμάω.
Παίρνω το δρόμο για το Λυκαβηττό, να δω την πόλη από ψηλά. Με το που στρίβω στο θέατρο απ' τον περιφερειακό, πέφτω σε κίνηση. Ολος ο δρόμος του λόφου μπλοκαρισμένος, μια ουρά αυτοκίνητα ως εκεί που φτάνει το μάτι, και στο πλάι οχήματα παρκαρισμένα παντού. Προσπερνώ όπως - όπως την ουρά, φτάνω στη στροφή για τους Αγίους Ισιδώρους. Κάτι σαν πανηγύρι πιστών έχει στηθεί έξω απ' την εκκλησία, οικογένειες με τα καλά τους τριγυρνούν γύρω απ' τα αυτοκίνητα κι όπως κάνω ζιγκ - ζαγκ με το μηχανάκι να περάσω ακούω κάποιον να λέει πως "απ' όταν έγραψε η Espresso πως είναι θαυματουργή η εκκλησία, έβαλε ο παππάς μεγάφωνα μέρα - νύχτα και πλάκωσε στο Λυκαβηττό όλη η Αθήνα". Δεν προλαβαίνω ν' ακούσω τίποτε άλλο, γιατί δίπλα μου ξεσπάει καβγάς.
Ενα Opel προσπαθεί να κατέβει τη στροφή μεσ' τους πιστούς, ένα Yaris θέλει ν' ανέβει, αλλά με τα παρκαρισμένα παντού έχουν κολλήσει και οι δύο. Ο οδηγός του Yaris, "δεν επιτρέπεται ρε φίλε, πας ανάποδα!", φωνάζει μισός έξω απ' το παράθυρο. Καθώς είμαι δίπλα στο Opel, "γαμιέται ο μαλάκας!", ακούω τον οδηγό να λέει, και η γυναίκα του από δίπλα "Πάψε Κώστα, μέρα που είναι!".
Τους περνάω απ' το πλάι αργά. Ο δρόμος ανοίγει προς την κορυφή του λόφου, διακόσια μέτρα παραπάνω άνθρωπος πουθενά - για τα θαύματα ήρθαν όλοι. Παρκάρω δίπλα στην καντίνα και σκέφτομαι πως ανέβηκα άδικα - τι να την κάνω τη θέα από ψηλά; Μόνο να σε ξεγελάσει μπορεί.
Οπως βγάζω το κράνος, ακούω ένα μωρό να κλαίει. Γυρίζω. Στο παγκάκι της καντίνας, μια γυναίκα με μαύρο μαντήλι στο κεφάλι. Το μωρό στην αγκαλιά της σπαράζει στ' αναφιλητά. Μυξες στα ρουθούνια, σεντόνι αντί για ρούχο. Η γυναίκα του χαιδεύει το κεφάλι. Αρχίζει να του τραγουδάει σε κάποια ξένη γλώσσα, ακατάληπτη. Για μια στιγμή το παιδί ησυχάζει, κι ύστερα οι καμπάνες του Αγίου Ισιδώρου ξεκινούν να χτυπούν. Η γυναίκα δυναμώνει τη φωνή της και συνεχίζει το τραγούδι. Η μόνη των Αθηνών Παναγια δε γιορτάζει το Δεκαπενταύγουστο.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 15.8.2018
σχόλια