Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 οι μουσικές των Beatles, των Rolling Stones και των υπόλοιπων βρετανικών γκρουπ έδωσαν το έναυσμα σε χιλιάδες νέους σε όλο τον κόσμο προκειμένου να συμμετάσχουν στην παγκόσμια μουσική επανάσταση. Πολλοί απ’ αυτούς τους μουσικούς, με τα εφήμερα συγκροτήματά τους, ταξίδευαν αρκετές φορές μακριά από τις πατρίδες τους, αναζητώντας καλύτερη τύχη στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου κυρίως.
Ο Eric Clapton έπαιξε στην Ελλάδα με τους Juniors, οι Βρετανοί Rokes έκαναν καριέρα στην Ιταλία, ενώ οι Γερμανοί Ones απέκτησαν ιδιαίτερη φήμη στην Ισπανία. Βασικό μέλος των τελευταίων ήταν ο Edgar Froese, που πέθανε πριν λίγες μέρες (20/1), στα 71 του.
Οι Tangerine Dream ήταν από τα ελάχιστα ηλεκτρονικά γκρουπ της δεκαετίας του '70, που τολμούσαν να παίξουν live, κουρδίζοντας λίγο πριν το σώου τους, συγχρονίζοντας τους sequencers και τακτοποιώντας τα... χιλιόμετρα καλωδιώσεων, που ήταν απαραίτητα για να λειτουργήσει η εγκατάσταση.
Οι Ones αποτελούσαν βασική ατραξιόν του ισπανικού pop wave και οι συναυλίες τους στη Βαρκελώνη και το Κάδιξ είχαν ξεχωριστή επιτυχία. Όταν μάλιστα έφθασε η ώρα να παίξουν στη βίλα του Salvador Dali, σ’ ένα καλά προετοιμασμένο art-show τα πάντα άλλαξαν γι’ αυτούς. Ο Edgar Froese θυμάται (από το βιβλίο του Julian Cope «Krautrocksampler» του 1996):
«Ήταν η μεγαλύτερη ευκαιρία που μου δόθηκε ποτέ στη μουσική. Βλέποντας τον τρόπο που ο Salvador Dali σκεφτόταν και μιλούσε κατάλαβα πλέον πως τα πάντα ήταν δυνατά. Ό,τι έκανε αυτός με τη ζωγραφική θα μπορούσε να γίνει και με τη μουσική».
Η καριέρα των Ones στην Ισπανία μπορεί να έληξε άδοξα (ηχογράφησαν πάντως ένα 45άρι με τα… χίπικα τραγούδια «Lady Greengrass/ Love of mine» το 1967), όταν όμως ο Froese επέστρεψε στο Βερολίνο προς το τέλος του ’67, η τοπική νεανική μουσική κουλτούρα είχε ήδη ανακαλύψει τους πιο… underground ήρωές της, τον Frank Zappa και τους Mothers of Invention, τους Grateful Dead, τους Velvet Underground, αλλάζοντας άρδην το σκηνικό.
Το Γενάρη του 1968 το νέο γκρουπ του Edgar Froese ήταν πλέον γεγονός. Οι Tangerine Dream πρωτοεμφανίζονται μπροστά σε κόσμο στο Πολυτεχνείο του Βερολίνου, κι εκείνη την εποχή στο σχήμα συμμετείχαν, εκτός από τον Froese που έπαιζε κιθάρα, οι Lanse Hapshash ντραμς, Kurt Kerkenberg μπάσο και Volker Hombach φλάουτο, βιολί. Αυτή η σύνθεση δεν είχε μεγάλη διάρκεια ζωής, κι έπειτα από αρκετές ανακατατάξεις το σχήμα δείχνει να σταθεροποιείται προς ένα τρίο. Ο Klaus Schulze ντραμς από τους βραχύβιους Psy-Free και ο Conrad Schnitzler σύνθια, ένας νεοφερμένος και με ιδιαίτερο ταλέντο στην ηχητική διευθέτηση των ηλεκτρονικών κυκλωμάτων, θα συμπλήρωναν τη νέα line-up.
Το πρώτο άλμπουμ των Tangerine Dream με τίτλο «Electronic Meditation» ηχογραφείται τον Οκτώβριο του 1969 και κυκλοφορεί τον Ιούνιο του ’70. Πρόκειται για ένα υψηλής σύλληψης έργο –ένα από τα δύο-τρία ωραιότερα που έκαναν ποτέ– εκεί που τα Floyd-ικά space-rock στοιχεία, η θυελλώδης κιθαριστική παρακαταθήκη του Jimi Hendrix μαζί με μια γενικότερη αυτοσχεδιαστική διάθεση συνυπάρχουν σ’ έναν εκρηκτικό συνδυασμό, εντελώς προχωρημένο ακόμη και για τα σημερινά δεδομένα.
Ξεπερνάω δίχως ιδιαίτερες τύψεις κάθε επόμενη (σπουδαία) δουλειά τους («Alpha Centauri», «Zeit», «Atem», «Phaedra»…) τουλάχιστον μέχρι το σπάνιας ωραιότητας «Encore», που ηχογραφήθηκε κατά τη βορειοαμερικανική περιοδεία τους τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 1977. Τα τέσσερα tracks εκείνου του διπλού LP («Cherokee Lane», «Monolight», «Coldwater Canyon», «Desert Dream») οφείλουν να τ’ ακούσουν και να τα κάνουν φυλαχτό όσοι νεότεροι ομνύουν στα αναλογικά σύνθια.
Υπάρχουν μερικά όργανα, όπως για παράδειγμα οι κέλτικες harp-guitars, τα οποία, ακόμη και κατά τη διάρκεια ενός κονσέρτου, ξεκουρδίζονται πανεύκολα. Μάλιστα, πολλοί χειριστές αυτών των παράξενων οργάνων λένε, κάπως σαν ανέκδοτο, πως… το μισό χρόνο της συναυλίας δεν κάνουν τίποτ’ άλλο από το να κουρδίζουν, ενώ τον υπόλοιπο μισό παίζουν ξεκούρδιστοι!
Την ίδια δυσκολία αντιμετώπιζαν και όσοι ασχολούνταν με τα αναλογικά synthesizers στα seventies, μιας και κατά τη διάρκεια ενός κοντσέρτου τέτοιας ηλεκτρονικής μουσικής, πολλές ή κάποιες γεννήτριες ήχου μπορεί να βρίσκονταν από τη μια στιγμή στην άλλη… out of tune.
Έτσι εξηγείται, από μια μεριά, γιατί ο Βαγγέλης Παπαθανασίου φερ’ ειπείν έδινε σπανίως live, έτσι εξηγείται γιατί το «Live at The Philharmonics 1976» των Tangerine Dream, που έλαβε χώρα στο Δυτικό Βερολίνο την 27/6/1976, έχει τη μισή διάρκεια στον δίσκο (το «Soundmill Navigator» που βγήκε για πρώτη φορά το 2000) απ’ όσο είχε στη συναυλία. Εάν ήσουν τελειομανής, τότε τα αναλογικά ηλεκτρονικά, συχνά, υπέσκαπταν «από τη μάνα τους» την προσπάθειά σου.
Οι Tangerine Dream ήταν από τα ελάχιστα ηλεκτρονικά γκρουπ της δεκαετίας του ’70, που τολμούσαν να παίξουν live, κουρδίζοντας λίγο πριν το σώου τους, συγχρονίζοντας τους sequencers και τακτοποιώντας τα… χιλιόμετρα καλωδιώσεων, που ήταν απαραίτητα για να λειτουργήσει η εγκατάσταση.
Και τούτο το επιχείρησαν τόσο με την «κλασική» σύνθεσή τους (Εdgar Froese, Chris Franke, Peter Baumann), όσο και με την επόμενή τους, εκείνη με την οποία εμφανίστηκαν την 30/8/1983 στον Λυκαβηττό (Edgar Froese, Chris Franke, Johannes Schmoelling) σε μια συναυλία, που θα μείνει για πάντα στη μνήμη όσων είχαν τη θεία τύχη να την παρακολουθήσουν. (Την είχε μεταδώσει και η ΕΡΤ). Έχω, δε, την από χρόνια ισχυρή πεποίθηση πως εκείνο το live των Tangerine Dream στο Λυκαβηττό είναι μάλλον το πιο ψυχεδελικό «ζωντανό» που οργανώθηκε ποτέ στην Ελλάδα – και όσοι διαφωνούν καλοδεχούμενοι (αρκεί να βρίσκονταν, τότε, στο λόφο).
Και για να κλείσω αυτή τη μικρή αναφορά σ’ ένα πολύ μεγάλο γκρουπ, και στον φυσικό ηγέτη του Edgar Froese, να πω και τούτο. Οι Tangerine Dream είναι από τα ελάχιστα συγκροτήματα των sixties που εξακολουθούν όχι απλώς να βρίσκονται εν ζωή και να ηχογραφούν (θα δούμε τι θα συμβεί από εδώ και πέρα…), αλλά και να απολαμβάνουν μιας τεράστιας και παγκόσμιας ανταπόκρισης. Μαζί, δε, με τους Hawkwind και τους Grateful Dead (που ξαναφτιάχτηκαν προσφάτως) αποτελούν μία «ιερή» τριάδα με εκατομμύρια πιστούς σε όλο τον κόσμο. Απίστευτα fan clubs, αμέτρητες δισκογραφίες, απίστευτες εκδηλώσεις θαυμασμού και λατρείας…
Για τους Γερμανούς «και λίγα είναι», αφού πάνω στους δικούς τους ήχους πάτησε όλη η ηλεκτρονική σκηνή από τα mid-eighties και μετά…
Ό,τι θα δείτε παρακάτω είναι… αθηναϊκό και μαγικό!
σχόλια