Όχι ακριβώς αυτό που περιμένει να δει κανείς σε ένα στενάκι στην Καλλιθέα: ένας νέος άνδρας με καπελάκι τζόκεϊ που γράφει «Aloha», χωμένος μέσα σε ένα γκαράζ πολυκατοικίας, να κατασκευάζει σανίδες του σερφ από το μηδέν, ακούγοντας δυνατά μουσική από ένα παμπάλαιο boombox.
Αν και η χώρα μας δεν έχει κουλτούρα γύρω από το σερφ –οι περισσότεροι ασχολούνται με το windsurf λόγω των καιρικών συνθηκών που ευνοούν το άθλημα–, τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότεροι έρχονται σε επαφή με το συγκεκριμένο σπορ και ανακαλύπτουν ότι η Ελλάδα μπορεί να μην έχει κύματα Χαβάης, αλλά δεν παύει να έχει ένα σωρό παραλίες με ωραίο κυματισμό.
Σέρφερ και ο ίδιος, ο Ηλίας Αντωνόπουλος ξεκίνησε να ασχολείται με τη δημιουργία custom σανίδων πριν από περίπου τέσσερα χρόνια στην απόπειρά του να φτιάξει το δικό του «σκάφος». Πειραματίστηκε αρκετά, είδε άπειρα σχετικά βιντεάκια στο YouTube και τελικά τα κατάφερε: η πρώτη σανίδα ήταν γεγονός και τον έβγαλε ασπροπρόσωπο όταν αποπειράθηκε να καβαλήσει το πρώτο κύμα που βρέθηκε μπροστά του. «Πολλοί ξεκινούν να φτιάχνουν σανίδες του σερφ χρησιμοποιώντας ένα pre-shaped υλικό που συνήθως παραγγέλνουν από μεγάλα αμερικανικά εργοστάσια, πάνω στο οποίο δουλεύουν για να του δώσουν το τελικό σχήμα της σανίδας.
Ένα ride κρατάει γύρω στα δέκα δευτερόλεπτα, όμως η ηδονή και η πληρότητα που σου δίνει δεν συγκρίνεται με τίποτε άλλο. Γεμίζει το μέσα σου τόσο πολύ που σου φτιάχνει όλη την ημέρα.
Εγώ αποφάσισα να τα κάνω όλα από το μηδέν. Παίρνω τον αφρό και βάζω μόνος μου το νεύρο (ένα κομμάτι πολύ λεπτού ξύλου) στη μέση της σανίδας, κάτι που καθιστά τη σανίδα πιο ανθεκτική στην πίεση των κυμάτων. Από κει κι έπειτα, την τρίβω και της δίνω το τελικό της σχήμα. Μετά από αυτό μπορεί να γίνει ο χρωματισμός, είτε απευθείας πάνω στο φελιζόλ –κάτι που γίνεται συνήθως με αερογράφο– είτε με πινέλο, χρησιμοποιώντας πάντα χρώμα ακρυλικής βάσης. Έπειτα, εφαρμόζω τα υαλοϋφάσματα, τα οποία επικολλώνται με ειδικές κόλλες. Αφού τα αφήνω να στεγνώσουν, ξανατρίβω τη σανίδα και την περνάω ένα χέρι εποξικής ρητίνης –αυτό είναι το κύριο υλικό για τελειώσει μια σανίδα–, κάτι που στην ορολογία του σερφ ονομάζεται "hot coat"» λέει με ενθουσιασμό, εξηγώντας μου τη διαδικασία, καθώς επισκευάζει μια σανίδα που του έχει αφήσει ένας φίλος του στο γκαράζ.
«Το ζητούμενο στις σανίδες του σερφ είναι να είναι όσο πιο απλές και λειτουργικές γίνεται. Στην ουσία, θέλεις μια σανίδα που να έχει ωραία ολίσθηση στο νερό. Δεν φτιάχνω και διαστημόπλοια!» συμπληρώνει γελώντας.
Ο έρωτας με τη θάλασσα, λέει, τον κεραυνοβόλησε όταν είδε για πρώτη φορά μπροστά του σανίδα και πανί. «Ένιωσα τη καρδιά μου να χτυπάει δυνατά. Κάτι μου έκανε το σχέδιο της σανίδας, τα χρώματα, το πτερύγιο. Από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα δεν με ενδιέφερε τίποτε άλλο παρά να έρθει το καλοκαίρι και να μου πάρει ο πατέρας μου το πρώτο μου windsurf. Μέχρι να γίνει αυτό πέρασαν μερικά καλοκαίρια, κατά τη διάρκεια των οποίων νοίκιαζα τον εξοπλισμό. Έκανα όλα κι όλα δύο μαθήματα, όλα τα άλλα τα έμαθα μόνος μου».
Πέρασαν πολλά χρόνια για να μάθει τις σωστές τεχνικές, έφαγε πολύ νερό κι αλάτι, κουράστηκε πολύ. «Τότε δεν υπήρχε ακόμα κουλτούρα του σερφ στην Ελλάδα, δεν γνωρίζαμε ότι έστω και με αυτά τα σχετικά μικρά κύματα μπορούμε να κάνουμε σερφ. Όμως όταν παραθερίζαμε στο Τολό θυμάμαι να περιμένω να έρθει το απόγευμα, που έπεφτε ο αέρας και εμφανίζονταν τα κυματάκια που έσκαγαν στην παραλία. Τότε, λοιπόν, συνήθιζα να βγάζω τα πανιά από τη σανίδα και να καβαλάω τα κύματα, σπρώχνοντας τη σανίδα και ανεβαίνοντας μετά πάνω σε αυτήν».
Η μεγάλη αποκάλυψη, ωστόσο, ήρθε στις 14 Φεβρουαρίου, Ημέρα των Ερωτευμένων, το 2004, όταν βρέθηκε σε ένα μπαλκόνι με θέα τον κόλπο της Βουλιαγμένης. «Ξαφνικά, βρέθηκα να παρακολουθώ κάτι τεράστια κύματα σε σειρές. Ήταν η χρονιά που είχε σπάσει η μαρίνα Ζέας από τα κύματα των 11 μποφόρ που είχαν πλήξει την περιοχή. Τα συναισθήματα μού έσκαγαν κατά ριπές. Ένιωσα ταυτόχρονα χαρά και δέος.
Την επόμενη μέρα πήρα τηλέφωνο έναν φίλο μου που ήταν στις Ειδικές Δυνάμεις και ήταν ο μόνος που μπορούσε να με ακολουθήσει στην τρέλα μου. «Πάμε για σερφ» του είπα. Όταν φθάσαμε στον Όμιλο της Βουλιαγμένης η θάλασσα ήταν ανταριασμένη. Θυμάμαι, φορούσα μια καλοκαιρινή στολή για ψαροντούφεκο, ενώ είχα πάρει μαζί μου την εκπαιδευτική σανίδα για σερφ του αδελφού μου. Στον φίλο μου είχα δώσει τη σανίδα μου του windsurf.
Είχα εξοικείωση με τη θάλασσα και τους αέρηδες, αφού μέχρι τότε έκανα windsurf, αλλά δεν ήξερα τι σημαίνει η δύναμη τόσο μεγάλου κύματος» συνεχίζει. Όταν πήγε, λοιπόν, να κάνει κίνηση για να πιάσει το πρώτο κύμα, η δύναμη της θάλασσας τον έριξε κάτω, τον τράβηξε περίπου τέσσερα μέτρα κάτω από το νερό.
«Μπήκα μέσα σε αυτά τα τεράστια κύματα χωρίς να γνωρίζω τίποτα στην ουσία. Δεν είχα πάρει καν προληπτικά μέτρα. Έπαθα υποθερμία και τελείωσε η αναπνοή μου κάτω από το νερό. Λόγω της υποθερμίας και του στρες άρχισα να καταπίνω νερό μέχρι να καταφέρω να βγω στην επιφάνεια. Με τα χίλια ζόρια κατάφερα να βγω στην ακτή και όταν, μετά από αρκετή ώρα, συνήλθα, έκανα εμετό θαλασσινό νερό και άμμο. Εκεί, λοιπόν, κατάλαβα, σαν τη βρεγμένη γάτα, πως είμαστε ένα τίποτα μπροστά στα στοιχεία της φύσης και πως αν θέλεις να χαρείς αυτό το σπορ, θα πρέπει, πρώτα απ' όλα, να μπορείς να σέβεσαι τον ίδιο σου τον εαυτό και τις δυνάμεις σου.
Τότε κατάλαβα, επίσης, ότι θα έπρεπε να ακολουθήσω άλλη ζωή. Αν ήθελα να μπαίνω μέσα σε τόσο τεράστια κύματα, κατάλαβα ότι θα έπρεπε να γυμνάζομαι περισσότερο, να προσέχω τη διατροφή μου. Από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα το μόνο πράγμα που άκουγα ως εσωτερική φωνή μέσα μου ήταν: "Σκάσε και κολύμπα". Η μοναδική σου ευκαιρία να δαμάσεις τα κύματα είναι να αποκτήσεις καλή αναπνοή και αντοχές. Πώς μπορεί να γίνει αυτό; Με κολύμπι. Έτσι, λοιπόν, ξεκίνησα και πήγαινα σχεδόν καθημερινά για κολύμπι. Είχε δεν είχε κύμα, για σερφ».
Στην πορεία, ξεκίνησε να κάνει μαθήματα σερφ στη Μεσακτή της Ικαρίας, κυρίως σε παιδάκια και τουρίστες. «Όταν ξεκίνησα τα μαθήματα δεν υπήρχε καμία σχολή στην Ελλάδα, όμως ήθελα να έχω ένα δίπλωμα εκπαιδευτή για να είμαι πιο υπεύθυνος απέναντι στον εαυτό μου αλλά και στους γονείς που μου εμπιστεύονταν τα παιδιά τους.
Μάζεψα, λοιπόν, λεφτά και πήγα στην Πορτογαλία, στο Λάγος και στο Σάγρες, όπου έμεινα για έναν μήνα μέχρι να βγάλω το δίπλωμα του εκπαιδευτή. Ήταν το πρώτο ταξίδι που έκανα σε χώρα που βλέπει σε ωκεανό. Δεν τον είχα ξαναντικρίσει στη ζωή μου αυτό και ομολογώ πως ένιωσα μεγάλο δέος. Εκεί έμαθα πολλά σημαντικά πράγματα, ανάμεσα στα οποία Πρώτες Βοήθειες και Ναυαγοσωστική. Όταν πήρα το δίπλωμα στα χέρια μου ένιωσα λες και παίρνω πτυχίο από το Πολυτεχνείο, γιατί για μένα έχει μεγάλη αξία και χαίρομαι που μπήκα σε αυτήν τη διαδικασία».
Σήμερα, λοιπόν, εκτός του ότι κάνει μαθήματα εκμάθησης σερφ στη Βουλιαγμένη, οργανώνει και εκδρομές στην Πελοπόννησο, στην Κρήτη και στην Εύβοια, ανάλογα με την πρόγνωση του καιρού, ενώ παράλληλα έχει μετατρέψει το γκαράζ στην πολυκατοικία του σπιτιού του σε χώρο δημιουργίας και επισκευής σανίδων.
«Ό,τι κάνω αυτήν τη στιγμή είναι όλο custom και χειροποίητο. Χρησιμοποιώ ελάχιστα χειρωνακτικά μηχανήματα για να φτιάξω τις σανίδες μου κι αυτό διότι θέλησα να μάθω την τέχνη από το μηδέν. Είναι μια διαδικασία που μαθαίνεις μέσα από τα λάθη σου. Μέσος χρόνος για τη δημιουργία μιας σανίδας του σερφ από το μηδέν είναι περίπου μία εβδομάδα» λέει.
Κάποιος που ξεκινάει να κάνει σερφ θα πάρει ένα longboard που έχει μήκος 2,5-3 μέτρα. Τα longboards έχουν μεγαλύτερη άνωση, μπορείς να κάνεις βήματα πάνω σε αυτά και σε κρατάνε πιο πολλή ώρα πάνω στο νερό. Όσο μαθαίνει κανείς, μπορεί να πέσει σε μήκος και να μεταπηδήσει σε ένα shortboard, που είναι 1,2-2 μέτρα. Αυτό σημαίνει ότι το σανίδι είναι πιο ευέλικτο στις στροφές, πιο γρήγορο, καλύτερο για τα άλματα αλλά και πιο δύσκολο στον χειρισμό.
«Για να τρέχεις όρθιος πάνω σε μια σανίδα πάνω στο νερό πρέπει να σε τραβάει κάποιος με ένα σκάφος (βλέπε θαλάσσιο σκι) ή μια άλλη κινητήριος δύναμη, όπως ο αέρας, να σου δίνει ώθηση (βλέπε windsurf και kite). Στο σερφ είσαι εσύ, η σανίδα και το νερό. Νιώθεις σαν τον Χριστό που περπατάει πάνω στο νερό. Όταν έκανα ακόμα windsurf το σνόμπαρα το σερφ. Έλεγα "σιγά, τώρα, καβαλάς ένα κύμα για δέκα μέτρα και αυτό είναι όλο". Όντως, ένα ride κρατάει γύρω στα δέκα δευτερόλεπτα, όμως η ηδονή και η πληρότητα που σου δίνει δεν συγκρίνεται με τίποτε άλλο. Γεμίζει το μέσα σου τόσο πολύ που σου φτιάχνει όλη την ημέρα.
Πολλοί αναρωτιούνται τι είναι αυτό που γεμίζει τόσο πολύ τους σέρφερ. Έχω κάνει, λοιπόν, την εξής σκέψη. Δεν ξέρω αν είναι σοφία ή βλακεία. Όλα τα πράγματα μεταδίδονται σε κύματα (ο χρόνος, ο ήχος, το φως), σωστά; Όταν ένα κύμα προχωράει και το πιάνεις είναι σαν να πιάνεις μια στιγμή μέσα στον χρόνο. Η στιγμή, λένε, δεν πιάνεται, έτσι δεν είναι; Κι όμως, αν καταφέρεις να βρεθείς πάνω στο κύμα και να πηγαίνεις κι εσύ μαζί του είναι σαν να έχεις πιάσει τον χρόνο. Η αίσθηση που έχεις είναι ότι ο χρόνος σταματάει. Επιπλέον, η μαγεία είναι ότι σε πάει βόλτα η δύναμη της θάλασσας και του νερού.
Μαθαίνεις με τον καιρό να διαβάζεις τα κύματα. Έρχεσαι πιο κοντά με τη φύση. Είσαι όλη μέρα στην παραλία. Το βράδυ θα ανάψεις φωτιά, μπορεί νωρίτερα να έχεις ψαρέψει και κάτι για να φας. Αυτό το σπορ, λοιπόν, μου έμαθε να χαίρομαι τη φύση και, φυσικά, να τη σέβομαι.
Τώρα πια είμαι μεγάλος για να ασχοληθώ με τον πρωταθλητισμό, έχω κλείσει τα 41, ωστόσο εξακολουθώ να συμμετέχω σε αγώνες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και γι αυτό τον λόγο δεν έχω σταματήσει να προπονούμαι. Όμως το όραμά μου είναι να «επενδύσω» στην εκπαίδευση νέων παιδιών που θέλουν να ασχοληθούν με το σπορ. Το σερφ κρατάει την παιδική μου ψυχή ζωντανή. Όταν καβαλάω τη σανίδα, αισθάνομαι σαν να είμαι δέκα χρονών παιδάκι και παίζω μέσα στη θάλασσα. Γι' αυτό και το αγαπώ τόσο πολύ. Γιατί μου ενισχύει την όρεξη για ζωή» λέει και τα μάτια του καίνε.
Τον ρωτάω αν τον ενοχλεί που έχει γίνει λίγο της μόδας το σερφ και στη χώρα μας. «Οι πιο πωρωμένοι συνήθως το χλευάζουν αυτό. Όμως η αλήθεια είναι ότι μαζί με τον βασιλικό ποτίζεται και η γλάστρα. Δηλαδή, ακόμα και για το hype να το κάνει κάποιος, το αποτέλεσμα είναι ότι θα περάσει καλά. Πολλοί δεν θα το συνεχίσουν, όμως κάποιοι από αυτούς θα κολλήσουν και θα ασχοληθούν περισσότερο με το σπορ κι έτσι διαδίδεται η κουλτούρα του σερφ που, κακά τα ψέματα, τα τελευταία χρόνια είναι που αρχίζει να αναπτύσσεται στη χώρα μας».
Μου λέει ότι τα καλύτερα κύματα για σερφ στην Ελλάδα δυστυχώς τα έχουμε τον χειμώνα, που πιάνουν πιο χαμηλά βαρομετρικά. «Όμως και το καλοκαίρι τα μελτέμια δημιουργούν ωραία κύματα, ειδικά στο βορειοανατολικό Αιγαίο. Ικαρία, Άνδρος, Τήνος, έχουν ωραία κύματα, αλλά και τα νησιά του Ιονίου, οι ακτές της Κυπαρισσίας και η νότια Κρήτη. Όποιος ασχοληθεί με το σπορ, θα βρει ένα spot που να του αρέσει».
«Ποιο είναι το πρώτο πράγμα που λέω στους μαθητές μου όταν ξεκινάω το μάθημα; Εκτός από το θέμα της ασφάλειας και ότι δεν πρέπει να κάνουμε πράγματα που υπερβαίνουν τις δυνάμεις μας, το πιο σημαντικό είναι να περνάνε καλά. Συνήθως τους ρωτάω: "Τι κάνουμε αν πέσουμε; Μα, φυσικά το διασκεδάζουμε". Το σερφ είναι χαρά».
«Ξέρεις τι θα ήθελα κάποια στιγμή;» μου λέει στο τέλος. «Να οργανωθώ και να βρω το μπάτζετ που χρειάζεται ώστε να μπορέσω να κάνω αφιλοκερδώς μαθήματα σε παιδιά με νοητικά προβλήματα, διότι νομίζω ότι μέσα από την επαφή με τη θάλασσα και τη σανίδα θα μπορέσουν να πάρουν μια συναισθηματική ανάταση, ώστε να βοηθηθεί και η δική τους ψυχολογία, ακριβώς όπως αισθάνομαι ότι έχει συμβεί και στη δική μου».
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 4.6.2019
σχόλια