Κάθε σούπα είναι ψυχοθεραπευτική. Μαλακώνει συναισθήματα, ενυδατώνει κόμπους λύπης και άγχους. Ζεσταίνει το μέσα μας, το υλικό και το άυλο. Δεν είναι τυχαίο που στις κηδείες σερβίρουν ψαρόσουπα. Μια φορά, σε μια κηδεία, μια ψαρόσουπα με παρηγόρησε όσο κανείς και τίποτα.
Η κοτόσουπα, όμως, είναι για μένα η βασίλισσα της σούπας. Η μαγική κοτόσουπα. Η θαλπωρή η ίδια σε γεύση. Η κλασική κοτόσουπα, αυτή με την οποία με έθρεψε η γιαγιά μου, αυτή ακριβώς που προσπαθώ να φτιάχνω κι εγώ. Αυγοκομμένη, με λίγες πατατούλες, λίγα καροτάκια και λίγο ρύζι. Απλή, θρεπτική, οικεία, όμορφη. Με κάνει να νιώθω ότι βρίσκομαι σπίτι μου. Ότι είμαι μέσα σε μια αγκαλιά. Ασφαλής και ικανοποιημένη.
Η κοτόσουπα δεν προσπαθεί να εντυπωσιάσει. Είναι αυτή που είναι. Με ταπεινοφροσύνη. Δεν έχει κάτι το φαντασμαγορικό. Είναι εκεί για σένα. Να σε στηρίξει, να ικανοποιήσει τις ανάγκες σου. Να ηρεμήσει και να χορτάσει το μέσα σου. Επίσης, είναι φαγητό σχετικά απλό στην παρασκευή του, οπότε και έξω εύκολα θα τη βρεις σε καλό επίπεδο. Δύσκολα θα είναι χάλια και κάποιες φορές είναι αριστούργημα. (Ένας φίλος μου λέει: «Στο μαγειρείο, αν έχει καλή κοτόσουπα, παίρνεις την κοτόσουπα. Αν έχει καλή ψαρόσουπα, αλλά έχει και κοτόσουπα, παίρνεις την κοτόσουπα»).
Βουτάω σε μια θάλασσα κοτόσουπας, με κλειστά μάτια, και επιπλέω μακάρια. Αιώνιος επιφανειακός αστερίας ανάμεσα σε κομματάκια κοτόπουλο και κόκκους ρυζιού.
Δεν ξέρω αν μπορώ να βρω τις λέξεις που μπορούν να περιγράψουν ακριβώς αυτό το συναίσθημα που μου δημιουργεί το συγκεκριμένο φαγητό. Είναι σαν να μου χαρίζει μια χαρά απλή, βασική, που συνδέεται με τα πρωτόγονα στοιχεία της ύπαρξης. Μια χαρά ζωτική. Ήρεμη, χωρίς εξάρσεις.
Βουτάω σε μια θάλασσα κοτόσουπας, με κλειστά μάτια, και επιπλέω μακάρια. Αιώνιος επιφανειακός αστερίας ανάμεσα σε κομματάκια κοτόπουλο και κόκκους ρυζιού. Να χαμογελώ με μύτη πλήρη από τη μυρωδιά της ευτυχίας: λεμόνι και αγάπη. Πήρα μια βαθιά αναπνοή και μπήκα κάτω από την επιφάνεια. Για πάντα εκεί, αν μπορούσα. Χωρίς χρόνο και χώρο ακριβή, σε πηχτή ησυχία. Σσσσ....