Δίπορτο: Πώς γίνεται το καπηλειό της οδού Θεάτρου να είναι ακόμα το πιο γνωστό μαγαζί στην Αθήνα;

Δίπορτο: Πώς γίνεται το καπηλειό της οδού Θεάτρου να είναι ακόμα το πιο γνωστό μαγαζί στην Αθήνα; Facebook Twitter
Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
0

Δεν είναι η πρώτη φορά που κάποιο ξένο μέσο ασχολείται με το Δίπορτο. Από τα μέσα της δεκαετίας του '90, που η Αγλαΐα Κρεμέζη έγραψε γι' αυτό στο περιοδικό «Gourmet» (την αμερικάνικη γαστρονομική βίβλο), μέχρι τα μαζικά δημοσιεύματα σχεδόν όλων των εφημερίδων του κόσμου την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, στο Δίπορτο έχουν γίνει περισσότερα αφιερώματα από κάθε άλλο μαγαζί της Αθήνας. Στο νέο επετειακό τεύχος του ολλανδικού περιοδικού «Fantastic Man» (του «πρωτοποριακού περιοδικού του στυλ, για μοντέρνους άντρες»), που είναι αφιερωμένο στην Ελλάδα και σε μια περίοδο που η Αθήνα ανθεί γαστρονομικά με πολύ υψηλού επιπέδου εστιατόρια με δημιουργική κουζίνα, το μόνο φαγάδικο που επιλέγουν είναι το Δίπορτο. Σε ένα εξαιρετικά καλογραμμένο κείμενο του Jop van Bennekom (ενός από τους εκδότες του περιοδικού) υπάρχει ένας ύμνος στην απλότητα και στη μοναδικότητα του Δίπορτου, το οποίο χαρακτηρίζει «το σημείο μηδέν του ελληνικού φαγητού». Και είναι ένα κείμενο λατρείας, χωρίς ίχνος ειρωνείας ή του δηλητηριώδους χιούμορ που τους χαρακτηρίζει. Τι είναι, όμως, αυτό που κάνει κάποιον ξένο να επιλέγει μόνο αυτό το μαγαζί για να προτείνει, όταν στην Αθήνα γίνεται κυριολεκτικά χαμός από καλά εστιατόρια;


Η τελευταία φορά που είχα φάει στο Δίπορτο ήταν πριν από δύο χρόνια και ως παλιός πελάτης είχα βρει πιο ακριβές τις τιμές, το φαγητό χειρότερο από αυτό που θυμόμουν και το μαγαζί υπερβολικά τουριστικό, όχι επειδή είχε αλλάξει κάτι αλλά επειδή δεν ήταν πια το μυστικό σημείο της Αθήνας όπου πήγαιναν μόνο ντόπιοι. Είχε ουρές ξένων που περίμεναν υπομονετικά με τον οδηγό στο χέρι για να μπουν, πολύ λιγότερους από τους συνηθισμένους θαμώνες του, υπήρχε σε όλα τα γαστρονομικά τουρ που γίνονταν στην Αθήνα ως αξιοθέατο και η μανία όλων να το δείξουν και να στείλουν κόσμο να φάει εκεί λειτουργούσε αποτρεπτικά για κάποιον που ήξερε το μαγαζί χρόνια.

«Στο Δίπορτο τρως καλά πιάτα, ξεκάθαρα ελληνικά, σε ένα περιβάλλον που δεν μοιάζει με τίποτε άλλο που έχουμε επισκεφτεί, με ατμόσφαιρα αυθεντικά αθηναϊκή». — Mαρκ
 


Την Παρασκευή που ξαναπήγα για τις ανάγκες του ρεπορτάζ το φαγητό ήταν τόσο καλό όσο το θυμόμουν παλιά: τα ίδια ακριβώς πιάτα που είχε πάντα, καλομαγειρεμένα και τίμια, με νέο στοιχείο την ένταση που έδινε η καυτερή πιπεριά, που είχε προστεθεί σε γενναίες ποσότητες παντού. Καθίσαμε στο στρογγυλό τραπέζι για τέσσερις και μέχρι να τελειώσουμε το γεύμα μας άλλαξαν δύο φορές τα ζευγάρια των ανθρώπων που συμπλήρωναν τις θέσεις του τραπεζιού. Όλοι συχνοί πελάτες του μαγαζιού, περαστικοί από την αγορά για δουλειές. Βέβαια, το μαγαζί ήταν γεμάτο ξένους που είχαν έρθει επειδή το είχε προτείνει κάποιος που εμπιστεύονται.

Δίπορτο: Πώς γίνεται το καπηλειό της οδού Θεάτρου να είναι ακόμα το πιο γνωστό μαγαζί στην Αθήνα; Facebook Twitter
Το Δίπορτο είναι vegan και εκεί μπορείς να φας ‒και πολύ καλά μάλιστα‒ vegan φαγητά. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO


Το ζευγάρι που κάθεται ακριβώς πίσω μας, ο Μαρκ και η Έλεν, Αμερικανοί συγγραφείς, αυτοαποκαλούνται «γαστρο-ταξιδιώτες» και τα τελευταία χρόνια ταξιδεύουν σε όλο τον κόσμο, κυρίως για να φάνε. Στην Αθήνα έχουν έρθει άλλες τέσσερις φορές, και τώρα έμειναν έξι μέρες και έφαγαν σε 8 εστιατόρια, «γενικά, φαγητό που είναι πολύ καλό», αλλά σε ελάχιστα από αυτά θα έστελναν κάποιον φίλο τους. «Το Δίπορτο είναι ένα από αυτά. Ίσως και το μοναδικό που κουβαλάμε μαζί μας κάθε φορά που φεύγουμε από την Αθήνα» λέει ο Μαρκ.

«Ένα εστιατόριο, για να το προτείνω, πρέπει να έχει κάτι μοναδικό, που να μην μπορείς να το βρεις πουθενά αλλού, να είναι αυθεντικό και να έχει φαγητό που να χαρακτηρίζει με κάποιον τρόπο τη χώρα που επισκεπτόμαστε. Καλό φαγητό. Τα συγκεκριμένα στάνταρ στην Αθήνα δεν τα πιάνουν πολλά μαγαζιά, παρότι σε αρκετά από αυτά το φαγητό είναι έως και καταπληκτικό. Χθες το μεσημέρι φάγαμε ξανά στο Δίπορτο και το βράδυ πήγαμε σε ένα από τα trendy μαγαζιά κοντά στο Σύνταγμα, όπου το φαγητό ήταν ακριβώς αυτό που έγραφε ο οδηγός: εξαιρετικό. Νόστιμα και όμορφα πιάτα, που όμως δεν διέφεραν καθόλου από τα αντίστοιχα που μπορείς να βρεις στη Νέα Υόρκη ή στο Χονγκ Κονγκ, fusion κουζίνα που δεν μπορώ με τίποτα να συνδυάσω με την Ελλάδα. Στο Δίπορτο τρως καλά πιάτα, ξεκάθαρα ελληνικά, σε ένα περιβάλλον που δεν μοιάζει με τίποτε άλλο που έχουμε επισκεφτεί, με ατμόσφαιρα αυθεντικά αθηναϊκή. Είναι σαν να έχει παγώσει ο χρόνος σε μια άλλη εποχή, το μαγαζί είναι ακαταμάχητα φωτογενές, οι πελάτες του είναι ντόπιοι λαϊκοί τύποι σαν χαρακτήρες από ταινία εποχής και, μολονότι είναι φοβερά τουριστικό, δεν έχει χάσει ούτε ίχνος από την αυθεντικότητά του. Πέντε χρόνια που το ξέρω παραμένει ακριβώς το ίδιο, έχει τα ίδια πιάτα, το ίδιο σέρβις, το ίδιο underground περιβάλλον (κυριολεκτικά underground) με διαφορετικό ίσως κοινό, αλλά κι αυτό δεν σε ενοχλεί, γιατί οι τουρίστες δεν χαλάνε καθόλου τον χαρακτήρα του. Από τα πιάτα του, η πικάντικη ρεβιθάδα, οι πατάτες γιαχνί και το αρνί σούπα με το μικρό ζυμαρικό (σ.σ. εννοεί τη μανέστρα) είναι αυτά που προτιμώ και κάθε φορά που τα σκέφτομαι μου θυμίζουν την Ελλάδα, περισσότερο, ίσως, και από το σουβλάκι. Η αυθεντικότητα είναι το βασικό κριτήριο που στο τέλος σε κάνει να χαρακτηρίσεις ένα μαγαζί "απλά καλό", "εξαιρετικό" ή "ανεπανάληπτο" και το Δίπορτο θα το κατέτασσα στην τελευταία κατηγορία, όπως και μία μικρή τρατορία στη Ρώμη ή ένα μαγαζάκι στο Μπανγκόκ, που έχουν ανάλογη ατμόσφαιρα και τίμιο φαγητό. Αυτά είναι που αναζητάει ένας αληθινός ταξιδιώτης. Προτιμώ χίλιες φορές ταπεινό και αληθινό φαγητό από ένα πιάτο ψαγμένο, χαμένο μέσα στη σύγχυση μιας ομοιογένειας που έχει κάνει τα πάντα γκουρμέ και ίδια παγκοσμίως. Δεν θέλω πιο πολλά Δίπορτα και όχι άλλο fusion φαγητό, όσο υψηλού επιπέδου και αν είναι».

«Η λέξη "αυθεντικό" έχει χάσει το νόημά της, γιατί στα φαγητά ακολουθούμε κι εμείς αυτό που κάνουν οι ξένοι, που οι λέξεις και οι τίτλοι είναι, όπως έλεγε η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, αυτό που θέλουμε εμείς να σημαίνει». — Αγλαΐα Κρεμεζη


«Το μαγαζί του Μήτσου έχει γίνει ΤΟ εστιατόριο της Αθήνας, γιατί είναι αληθινό πράγμα» εξηγεί η Αγλαΐα Κρεμέζη. «Το πολύ ωραία γραμμένο κείμενο του "Fantastic Man" λέει τα σωστά πράγματα, αυτά που θα έπρεπε να πει, ότι είναι σαν σπιτική κουζίνα, κάτι που δεν υπάρχει πια ‒ που δεν υπήρχε και ποτέ ακριβώς, αλλά τώρα ο κόσμος το θέλει πάρα πολύ, ειδικά οι Ευρωπαίοι. Το περιοδικό αυτό απευθύνεται σε trendy ανθρώπους και επιλέγει μόνο το συγκεκριμένο μαγαζί, επειδή αντίστοιχο εστιατόριο δύσκολα θα βρεις αλλού στο κέντρο της Αθήνας. Καλά εστιατόρια υπάρχουν παντού, με πολύ καλύτερο φαγητό από της Αθήνας, και στη Νέα Υόρκη και σε όλα τα μέρη της Αμερικής, ακόμα και σε επαρχιακές πόλεις. Δεν έχει πλέον διαφορά σε ποιο μέρος του κόσμου είσαι, ενώ το φαγητό που έχει το Δίπορτο το τρως μόνο εκεί ή εάν σε καλέσουν στο σπίτι κάποιου Έλληνα.

Δίπορτο: Πώς γίνεται το καπηλειό της οδού Θεάτρου να είναι ακόμα το πιο γνωστό μαγαζί στην Αθήνα; Facebook Twitter
Πέντε χρόνια που το ξέρω παραμένει ακριβώς το ίδιο, έχει τα ίδια πιάτα, το ίδιο σέρβις, το ίδιο underground περιβάλλον (κυριολεκτικά underground) με διαφορετικό ίσως κοινό, αλλά κι αυτό δεν σε ενοχλεί, γιατί οι τουρίστες δεν χαλάνε καθόλου τον χαρακτήρα του. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO


Για το Δίπορτο έγραψα πρώτη φορά στα μέσα της δεκαετίας του '90, μου είχε ανατεθεί από το Gourmet να γράψω για 5-6 αθηναϊκά εστιατόρια και μόλις με είχε πάει εκεί ο πρώην άντρας μου, ο Λεωνίδας ο Φανουράκης και είχα ξετρελαθεί. Ήταν τότε που ξεκινούσε να γίνεται η ανάπτυξη του Ψυρρή. Μέχρι τότε δεν είχε γράψει γι' αυτό κανείς, μετά άρχισαν να γράφουν όλοι. Τότε υπήρχε από πάνω του ένα υπέροχο μαγαζί που πουλούσε τουρσιά κι ελιές, κι όταν έκλεισε αυτό, παραλίγο να κλείσει και το Δίπορτο, διότι ο ιδιοκτήτης του ακινήτου ήθελε να ακριβύνει το νοίκι. Κάναμε ολόκληρη ιστορία και αρχίσαμε να λέμε και να γράφουμε "τι κρίμα είναι να κλείσει" και κατάφερε ο μπάρμπα Μήτσος να συνεννοηθεί με τον ιδιοκτήτη και να το κρατήσει ανοιχτό. Ο Μήτσος πάντα έκανε ακριβώς το ίδιο πράγμα, αυτό που ήξερε, έτσι κατάφερε να μην χαλάσει ποτέ το μαγαζί. Ήταν πάντα ένα καπηλειό με έναν μαρμάρινο πάγκο αριστούργημα όπως αυτόν που είχαν παλιά τα τυροκομεία, με κλίση για να φεύγει το νερό. Ίδιο ακριβώς είδα πρόσφατα σε ένα τυροκομείο στην Ιταλία.


Την δεκαετία του '90 πήγαινε πολύς κόσμος στον Μήτσο για τη ρετσίνα του. Προσωπικά, μπορεί να μην μπορώ να πιω ρετσίνα, αλλά φαίνεται ότι ήταν καλή η ρετσίνα του, γιατί πήγαιναν εκεί διάφοροι άνθρωποι που δούλευαν στην Αγορά με το φαγητό τους σε τάπερ, καθόντουσαν στην άκρη κι έτρωγαν αυτό που είχαν φέρει από το σπίτι, συνοδεύοντάς το με το κρασί. Τις Παρασκευές και κυρίως τα Σάββατα, αν πήγαινες γύρω στις 4, εμφανιζόταν κάποιος που έπαιζε μπουζούκι και όλοι, επειδή είχαν έρθει σε κέφι, χόρευαν όπως παλιά, ζεϊμπέκικα, αλλά όχι τα "καλά". Έκαναν τη βόλτα τους στο μαγαζί και χόρευαν, ήταν κάτι αυθόρμητο. Τώρα έχει αλλάξει η σύσταση του κόσμου και δεν ξέρω αν συμβαίνει το ίδιο και πόσο αυθόρμητο είναι πια.


Η λέξη "αυθεντικό" έχει χάσει το νόημά της, γιατί στα φαγητά ακολουθούμε κι εμείς αυτό που κάνουν οι ξένοι, που οι λέξεις και οι τίτλοι είναι, όπως έλεγε η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, αυτό που θέλουμε εμείς να σημαίνει: "The word means what I wanted to mean". Επειδή μας αρέσει το όνομα βαφτίζουμε οτιδήποτε έτσι, καρπάτσιο για παράδειγμα, και κάτω από αυτόν τον τίτλο βάζουμε ό,τι λάχει. Το Δίπορτο είναι ακριβώς το ανάποδο, είναι αυτό που είναι και δεν ισχυρίστηκε ποτέ ότι είναι κάτι άλλο, ο Μήτσος κάνει αυτό το πράγμα που του άρεσε να κάνει.

Δίπορτο: Πώς γίνεται το καπηλειό της οδού Θεάτρου να είναι ακόμα το πιο γνωστό μαγαζί στην Αθήνα; Facebook Twitter
Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
Δίπορτο: Πώς γίνεται το καπηλειό της οδού Θεάτρου να είναι ακόμα το πιο γνωστό μαγαζί στην Αθήνα; Facebook Twitter
Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO


Είναι μεγάλο ζήτημα το τι είναι αυθεντικό, υπάρχουν πάρα πολλών ειδών αυθεντικά και, αν πάμε στην ελληνική κουζίνα, είναι ακόμα πιο δύσκολο να το προσδιορίσεις. Όπως και στην Ιταλία, σε όλη τη νότια Ευρώπη, αυθεντικό δεν είναι ένα. Ας πούμε, αυτός που μένει εδώ, στην Τζιά θα σου πει διαφορετικά πράγματα για το κάθε πιάτο, ανάλογα με την περιοχή όπου μένει. Στο χωριό Κάτω Μεριά κάνουν με διαφορετικό τρόπο τον κόκορα με μακαρόνια απ' ό,τι στο χωριό που βρίσκεται δέκα χιλιόμετρα πιο κάτω, και στο καθένα ισχυρίζονται ότι κάνουν το σωστό. Γενικά, στη Μεσόγειο συμβαίνει αυτό γιατί το θέμα δεν είναι οι συνταγές, έχει σημασία το πώς χρησιμοποιείς ό,τι έχεις γύρω σου, ό,τι κάνει ο κήπος σου ή ό,τι έχεις στο σπίτι σου, στο ντουλάπι σου, στο ψυγείο σου για να φτιάξεις ένα φαΐ. Αυτό είναι η μεσογειακή και η ελληνική κουζίνα. Από κει και πέρα, μπορεί τη μία μέρα να βάζεις λίγο περισσότερο πιπεριά, την άλλη λίγο περισσότερο ντομάτα επειδή έχεις ντομάτες, την άλλη να έχεις μαζέψει λίγο μυρωδικό και να βάλεις κι αυτό – το οποίο που μπορεί να μην το έχεις άλλη μέρα. Αυθεντικό είναι σε γενικές γραμμές το να χρησιμοποιείς πολύ καλά υλικά και να βασίζεσαι σε αυτά, έστω κι αν είναι λίγα, και να κάνεις ό,τι καλύτερο μπορείς για να τα αναδείξεις. Αυτό κάνει κι ο Μήτσος. Δεν μιλάμε για δημιουργική κουζίνα, το φαγητό του είναι το πιο απλό: "Αυτά τα υλικά έχουμε και με αυτά θα κάνουμε το καλύτερο, βασισμένοι σε όσα έχουμε"».

«Το Δίπορτο έχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα, ότι σε βάζει σε ένα mood, το κλίμα του είναι διαφορετικό ακόμα και αν δεν βρεις το φαγητό όπως το περιμένεις, είναι φολκλόρ επειδή είναι η παλιά Αθήνα». — Rachel Howard


«Το Δίπορτο είναι μέσα στην Αγορά, δίπλα της, κι αυτό έχει μεγάλη σημασία» λέει η Rachel Howard, δημοσιογράφος που γράφει εδώ και χρόνια για την Ελλάδα σε αγγλικά έντυπα. «Είναι και το μοναδικό μαγαζί της Αγοράς όπου δεν έχεις την αίσθηση της παρακμής γιατί δεν είναι ξενυχτάδικο. Στη Βαρκελώνη, στο Πόρτο, σε οποιαδήποτε πόλη πάω θα προτιμήσω να φάω μέσα στην αγορά τροφίμων της, γιατί ο ιδιοκτήτης κάθε μαγαζιού ξέρει όλους τους προμηθευτές, ξέρει πού να βρει τις καλύτερες πρώτες ύλες και το φαγητό του φτιάχνεται επιτόπου με εποχικά υλικά, κάτι που είναι της μόδας τελευταία. Βρίσκεις τα πιο βασικά φαγητά με τις καλύτερες πρώτες ύλες. Το Δίπορτο, και η Μαργαρώ, για μένα είναι από τα ελάχιστα πράγματα που έχουν μείνει και είναι εγγυημένα καλά, γιατί ξέρεις ότι όλα θα είναι φρεσκότατα. Ξέρεις από πού είναι το λάδι, η φέτα, και αν δεν έχει βγάλει κάποιος ψαράς ψάρια εκείνη την ημέρα, απλώς δεν τα έχουν στο μενού τους. Δεν είναι τυχαίο που ο κόσμος της Αγοράς και οι επισκέπτες πήγαιναν μόνο στο Δίπορτο να φάνε.


Το γεγονός ότι έχουν λιγοστέψει τα μαγαζιά που θυμίζουν την παλιά Αθήνα πιστεύω ότι το κάνει πιο ελκυστικό σε Έλληνες και ξένους, γιατί το Δίπορτο ανήκει σε μια Αθήνα που χάνεται. Πήγα πρόσφατα στη Λισαβόνα και είναι γεμάτη τέτοια μαγαζιά, στην Αθήνα έχουνε μείνει πλέον δύο-τρία, το μαγαζί με τα κεφτεδάκια δίπλα στο γήπεδο του Παναθηναϊκού, η Μαργαρώ, ο Μαραθωνίτης, ο Λελούδας, αλλά δεν είναι όλα εύκολο να τα βρεις, πρέπει να ψάξεις γι' αυτά, ενώ το Δίπορτο είναι στο κέντρο, και μάλιστα στο ιστορικό κέντρο, μέσα σε όλα. Το γεγονός ότι κατεβαίνεις υπόγεια το κάνει λίγο σαν περιπέτεια, άσε που το όνομά του είναι κυριολεκτικό, ακόμα και σε αυτό υπάρχει απλότητα. Υπάρχουν κι άλλες παλιές ταβέρνες στην Αθήνα, αλλά είναι λίγο πιο εξευγενισμένες. Το Δίπορτο είναι πιο άγριο, έχει κάτι brutal που είναι πολύ γοητευτικό.

Δίπορτο: Πώς γίνεται το καπηλειό της οδού Θεάτρου να είναι ακόμα το πιο γνωστό μαγαζί στην Αθήνα; Facebook Twitter
Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO


Το πρόβλημα με το Δίπορτο δεν έχει σχέση με το μαγαζί αλλά με τους ανθρώπους που το θεωρούσαν δικό τους και ξαφνικά είδαν να γίνεται διάσημο και να ανήκει σε όλους. Έτσι, όσοι το ήθελαν μυστικό το έχουν αποκηρύξει. Αυτό είναι ένα θέμα που αντιμετωπίζω όλο και πιο πολύ στη δουλειά μου τελευταία. Τέτοια μέρη που ήταν κάποτε ένα μυστικό των Αθηναίων γίνονται τόσο γνωστά που εγώ δεν θέλω να γράφω γι' αυτά πια. Είναι αυτό που ψάχνουμε όλοι, αλλά μετά χάνει την αυθεντικότητά του, γιατί γίνεται τουριστική ατραξιόν.

Το Δίπορτο έχει, όμως, ένα μεγάλο πλεονέκτημα, ότι σε βάζει σε ένα mood, το κλίμα του είναι διαφορετικό ακόμα και αν δεν βρεις το φαγητό όπως το περιμένεις, είναι φολκλόρ επειδή είναι η παλιά Αθήνα. Ειδικά τώρα που έχει γεμίσει το κέντρο φαστφουντάδικα, περιποιημένα αλλά ουσιαστικά φαστφουντάδικα, με φαγητό για τον τουρίστα που βιάζεται ή τον εργαζόμενο που θέλει να πάρει απλώς κάτι στο γραφείο να το φάει μπροστά στον υπολογιστή του, στο Δίπορτο μπορείς να καθίσεις και να ηρεμήσεις, και να κάνεις ένα πολιτισμένο διάλειμμα για φαγητό.

Ο άνθρωπος που ταξιδεύει θέλει να δει κάτι που δεν θα το βρει αλλού, θα είναι μόνο εκεί, "only in Athens" ‒ αυτό είναι το Δίπορτο. Και επειδή έχει αλλάξει και ο τρόπος που ταξιδεύει ο κόσμος, έχουν ελαττωθεί τα γκρουπ, οι άνθρωποι ταξιδεύουν ανεξάρτητα και ψάχνουν το ντόπιο, έχει μεγάλη σημασία να πας κάπου που να μην έχει υποστεί την "μπρουκλινοποίηση" που έχουν υποστεί οι περισσότερες πόλεις τα τελευταία χρόνια, με μαγαζιά με ίδιο στυλ, ίδιο φαγητό και ίδιο κόσμο. Περάσαμε μια μεγάλη περίοδο κατά την οποία όλα τα εστιατόρια ήταν ίδια στην Ελλάδα ‒βαλσάμικο, ρόκα και τηγανητή φέτα σε κρούστα με μέλι‒, ενώ τώρα όλοι έχουν κινόα και μπάο μπανς ‒ αν είναι δυνατόν! Δεν γίνεται να φας κινόα σε ελληνικό εστιατόριο, γιατί να στείλω έναν ξένο να φάει στην Αθήνα κινόα; Για όνομα του Θεού, κάνεις vegeterian φαγητά με ξένα υλικά, όταν η ελληνική κουζίνα είναι τόσο πλούσια για χορτοφάγους; Το Δίπορτο είναι vegan και εκεί μπορείς να φας ‒και πολύ καλά μάλιστα‒ vegan φαγητά.

Νομίζω ότι όταν έχεις τα κότσια να παραμείνεις πιστός σε αυτό που ήσουν από την αρχή και δεν ακολουθείς μόδες και τάσεις, είσαι πάντα στη μόδα. Το Δίπορτο μπορεί να είναι ελκυστικό για τους τουρίστες, αλλά δεν είναι τουριστικό, δεν έβαλε ποτέ ηλεκτρική κιθάρα που παίζει συρτάκι λες και είναι μπουζούκι, σπάσιμο πιάτων και κράχτη να σε τραβάει από το μανίκι. Είναι εξαιρετικό value for money, έχει λίγα πιάτα και τα κάνει καλά. Γι' αυτό στέλνεις τον φίλο σου που θα έρθει στην Αθήνα: θα του προτείνεις αυτό ή μια κλασική ταβέρνα, όπως ο Οικονόμου, το Θεραπευτήριο, ακόμα και ο Φιλίππου. Μπορεί να μην είναι όλα τόσο εντυπωσιακά φολκλόρ σαν το Δίπορτο, αλλά τρως καλά, ελληνικά και οικονομικά. Δεν θα έστελνα ποτέ κάποιον να φάει σε ένα μαγαζί πανάκριβο. Η Αθήνα δεν είναι όπως η Κωνσταντινούπολη, δεν έχει πολλά παλιά μαγαζιά που ειδικεύονται σε συγκεκριμένα πιάτα, γι' αυτό από κει ξεκίνησε το Culinary Backstreets, αλλά μέρη όπως το Δίπορτο είναι ο, τι καλύτερο για κάποιον επισκέπτη. Κι ας μην περιλαμβάνεται πλέον στο τουρ που κάνει το Culinary Backstreets στην Αθήνα. Ανήκει στα μέρη που έχουν γίνει τόσο γνωστά, που αναγκάστηκαν να το βγάλουν από τα τουρ. Μπορεί να μην είναι καθόλου backstreet, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν είναι ένα από τα μέρη που χαρακτηρίζουν την Αθήνα...»

Δίπορτο: Πώς γίνεται το καπηλειό της οδού Θεάτρου να είναι ακόμα το πιο γνωστό μαγαζί στην Αθήνα; Facebook Twitter
Είχε ουρές ξένων που περίμεναν υπομονετικά με τον οδηγό στο χέρι για να μπουν... Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
Δίπορτο: Πώς γίνεται το καπηλειό της οδού Θεάτρου να είναι ακόμα το πιο γνωστό μαγαζί στην Αθήνα; Facebook Twitter
Το Δίπορτο μπορεί να είναι ελκυστικό για τους τουρίστες, αλλά δεν είναι τουριστικό. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 12.10.2019

Γεύση
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

10 νέα εστιατόρια της Αθήνας που άνοιξαν μέσα στο καλοκαίρι

Γεύση / 10 νέα εστιατόρια της Αθήνας που άνοιξαν μέσα στο καλοκαίρι

Για όσο διάστημα το ενδιαφέρον για καινούργια εστιατόρια είχε εστιαστεί σε παραλίες και νησιά, κάποιοι έστησαν στην Αθήνα νέα μαγαζιά που δοκίμασαν να κάνουν τα πρώτα βήματά τους μέσα στο καλοκαίρι.
ΝΙΚΗ ΜΗΤΑΡΕΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Osteria Mamma 

Γεύση / Ένα νέο ιταλικό σερβίρει πιάτα που περιέχουν άγνωστες στην Αθήνα λέξεις

Θέλοντας να τιμήσει μια επιθυμία της μητέρας της, έπειτα από πολλά ταξίδια και γεύματα σε διαφορετικές ιταλικές πόλεις, η Ελένη Σαράντη ετοιμάζει στο Osteria Mamma πιάτα με μπόλικη comfort νοστιμιά.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Τα γλυκά των φετινών Χριστουγέννων 

Γεύση / Όλα τα νέα χριστουγεννιάτικα γλυκά σε μία λίστα

Τετράγωνοι κουραμπιέδες, κρητική αλλά και γαλλική βασιλόπιτα, πολλά προζυμένια πανετόνε: Σε αυτή τη λίστα δεν θα βρείτε τα κλασικά γλυκά της Αθήνας -τα ξέρετε ήδη- αλλά όλες τις φρέσκες ιδέες των τριτοκυματικών φούρνων και των πιο δημιουργικών ζαχαροπλαστών.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Μέσα στη νέα, πολυσυλλεκτική Αίγλη Ζαππείου

Γεύση / Μέσα στη νέα, πολυσυλλεκτική Αίγλη Ζαππείου

Ένα τοπόσημο της πόλης αλλάζει ριζικά, επενδύει σε μια dream team και σε ό,τι κλασικό, από το φαγητό και το ποτό μέχρι την αρχιτεκτονική του, ακόμα και τη μουσική του μερικές φορές, και περιμένει τη νέα γενιά Αθηναίων, ακόμα κι εκείνους που δεν το είχαν στο ραντάρ τους μέχρι τώρα.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Η ξέφρενη πορεία του Nolan και η επόμενη μέρα του

Γεύση / Η ξέφρενη πορεία του Nolan και η επόμενη μέρα του

Μπορεί ένα εστιατόριο να είναι μια ιστορία πάθους, ταλέντου, απανωτών δυσκολιών και επιμονής; Φυσικά και μπορεί. Ο restaurateur Κώστας Πισιώτης αφηγείται την πορεία του μικρού εστιατορίου του Συντάγματος, λίγο πριν αυτό ξεκινήσει το νέο του κεφάλαιο. 
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Starata: Οι χωριάτικες πίτες των Εξαρχείων που μας έμαθε ένας σταρ σεφ

Γεύση / Starata: Οι χωριάτικες πίτες των Εξαρχείων που μας έμαθε ένας σταρ σεφ

Το πιο κλασικό ελληνικό πρωινό, η τυρόπιτα, φτιάχνεται και ψήνεται μπροστά μας σε ένα μικρό μαγαζί που συνεχίζει τη θεσσαλική παράδοση στην Αθήνα. Την πρότεινε ο Σωτήρης Κοντιζάς και τη δοκιμάσαμε.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Ντρόμ(ι)σες: Ένα ξεχασμένο αρβανίτικο πιάτο και η ιστορία ενός απαγορευμένου έρωτα

Ηχητικά Άρθρα / Ντρόμ(ι)σες: Ένα ξεχασμένο αρβανίτικο πιάτο και η ιστορία ενός απαγορευμένου έρωτα

Φτιαγμένο με τα πιο απλά υλικά, αλεύρι, νερό και λάδι, συνδέθηκε, μαζί με την μπομπότα, με την Κατοχή. Ο M. Hulot περιγράφει τις αναμνήσεις που του φέρνει στο μυαλό αυτό το πολύ απλό «φαγητό των γιαγιάδων».
M. HULOT