Λίγες μουσικές σκηνές έχουν πάρει μυθικές διαστάσεις στο ροκ υποσυνείδητο, όσο περνάνε τα χρόνια, όπως η μουσική σκηνή της Ιαπωνίας τη δεκαετία του '60 και '70. Μέχρι να κυκλοφορήσει το Japrocksampler του Julian Cope, το 2007, ήταν ως επί το πλείστον αχαρτογράφητη, με σκόρπια ονόματα να αιωρούνται από δω και από εκεί.
Πάντως, παρά την τρομερή έρευνα (και τις υπερβολές) του Cope, το βιβλίο δεν έκανε το ίδιο «μπαμ» όπως είχε γίνει μια δεκαετία νωρίτερα με το Κrautrocksampler, που εξέταζε το γερμανικό progressive και είχε στείλει ορδές μουσικόφιλων ανά τον κόσμο στα δισκοπωλεία να ψάχνουν σπάνιες κυκλοφορίες από την ψυχροπολεμική και διαιρεμένη Γερμανία.
Ο Cope μπορεί να κατάφερε να γράψει διεξοδικά για μια σειρά από εκκεντρικούς και θεοπάλαβους τύπους της μεταπολεμικής Ιαπωνίας αλλά το έκανε κάπως καθυστερημένα αυτή τη φορά και κυρίως, με το Διαδίκτυο να γιγαντώνεται, έχασε όλη τη δόξα. Η πληροφορία υπήρχε, απλά δεν ήταν μαζεμένη. Παρόλα αυτά, παραμένει ένας κατατοπιστικότατος και ίσως ο μοναδικός μουσικός οδηγός στην αγγλική γλώσσα για το τι συνέβαινε στη μουσική στην Ιαπωνία εκείνα τα χρόνια.
Έχει μάθει μόνος του να παίζει πάνω από 80 μουσικά όργανα. Είναι εντελώς απρόβλεπτος και στη σκηνή είναι αξιομνημόνευτοι οι live αυτοσχεδιασμοί του.
Φυσικά, ένας από αυτούς τους περίεργους Ιάπωνες που αναφέρει και που παρασύρθηκε από το rock' n' roll για να πάει ενάντια στο συντηρητικό κατεστημένο της χώρας του είναι και ο Keiji Haino. Το όνομα του Haino –που ο Cope δολοφονεί ορθογραφικά και το αναφέρει συνέχεια ως Heino με e αντί για a– ήταν ήδη καταξιωμένο στη Δύση ως ενός σπουδαίου θορυβοποιού. Σε αυτό έβαλαν το χέρι τους οι Sonic Youth και πιο συγκεκριμένα η πλούσια δισκοθήκη του Thurston Moore, αν και ο πρώτος που έφερε CD του από τη χώρα του ανατέλλοντος ηλίου ήταν ο Fred Frith. Αγόρασε 15, για την ακρίβεια, και έκανε ένα από αυτά δώρο στον John Zorn.
Κάποια στιγμή φαίνεται ότι κινούταν στο ίδιο μήκος κύματος με τον Merzbow. Σε αντίθεση, όμως, με αυτόν που είχε ακυρώσει την εμφάνιση του στο Synch Festival το 2009 επειδή φοβόταν μήπως κολλήσει κάνα μικρόβιο στο αεροπλάνο (αν θυμάμαι καλά από τις φήμες που διαδίδονταν τότε), ο Haino ήταν διάσημος αρκετά ώστε να κάνει μια στάση στην χώρα μας τέσσερα χρόνια νωρίτερα. Το 2005 είχε δώσει μια απίστευτη συναυλία στο Bios που σύμφωνα με μαρτυρίες φρίκαρε κόσμο και κοσμάκη που μάλλον περίμενε να δει τον εξωτικό Ιάπωνα σε πιο ψυχεδελικά και τετριμμένα μονοπάτια. Κοινώς, τους ξεκούφανε.
Για έναν καλλιτέχνη του μεγέθους του –fun fact: έχει μάθει μόνος του να παίζει πάνω από 80 μουσικά όργανα– δεν ξέρεις ποτέ τι να περιμένεις γενικά. Είναι εντελώς απρόβλεπτος και στη σκηνή είναι αξιομνημόνευτοι οι live αυτοσχεδιασμοί του. Υπάρχουν βίντεο στο YouTube που ερμηνεύει τόσο διαολεμένα μπλουζ και σου σηκώνεται η τρίχα από τη δεξιοτεχνία και την ένταση στην κιθάρα.
Από την άλλη, το 2016, έκανε μουσική για την επίδειξη μόδας του Marc Jacobs για την κολεξιόν του για το φθινόπωρο/χειμώνα, με τη Lady Gaga ανάμεσα στα μοντέλα. Η μινιμαλιστική προσέγγιση του, χτυπώντας μόνο καμπανάκια και αφήνοντας τον ήχο τους να αιωρείται στον χώρο, σε συνδυασμό με τα εντυπωσιακά και αυστηρά γκοθ ρούχα του Jacobs, δημιουργούσε ένα εντελώς απόκοσμο αποτέλεσμα, που αμφιβάλλω αν έχει ξανασυμβεί στον κόσμο της μόδας.
Marc Jacobs | Fall Winter 2016/2017 Full Fashion Show
Σε ένα απολαυστικό στιγμιότυπο στο Japrocksampler, o Cope σκιαγραφεί με διασκεδαστικό τρόπο την αντισυμβατικότητά του. Πίσω στο 1971, μαζί με τους Lost Aaraaff (την παρθενική του μπάντα), έπαιξαν σε κάτι σαν το Woodstock της Ιαπωνίας. Το Genya Rock Festival ήταν ένα τριήμερο αντικαπιταλιστικό ροκ φεστιβάλ σε μια επαρχιακή πόλη λίγο έξω από το Τόκιο. Από μια ειρωνεία της τύχης και ένα μοιραίο λάθος των διοργανωτών, το σχεδόν άγνωστο γκρουπ έγινε η headliner μπάντα της τελευταίας μέρας του.
«Δυστυχώς, είχαν υπολογίσει χωρίς αυτούς, ένα μάτσο άπειρους free jazzers που έπαιζαν για δεύτερη φορά στην ζωή τους» γράφει ο Cope. «Ανέβηκαν στη σκηνή με μια μηδενιστική συμπεριφορά, όπως των Stooges στο θρυλικό Metallic KO σόου. O 19χρονος τραγουδιστής τους Keiji Heino (!) είπε στο μέχρι τότε χαρούμενο κοινό ότι θέλει να τους σκοτώσει και άρχισε να ουρλιάζει βρισιές από το μικρόφωνο. Αμέσως ξεσηκώθηκαν διάφοροι διαδηλωτές, αγρότες, αρχιπαλίκαρα της Γιακούζα, ομάδες παραδοσιακών χορών, διοργανωτές και συνδικαλιστές με σκοπό να σταματήσουν τον αισχρό θόρυβο που έβγαινε από τα μεγάφωνα, προσπαθώντας να σκοτώσουν αυτούς που το δημιουργούσαν».
Εν ολίγοις ξέσπασε ένας άγριος πετροπόλεμος, μια και το φεστιβάλ διεξαγόταν σε ένα ριζοχώραφο, με την μπάντα να προσπαθεί να κρυφτεί για να γλυτώσει από την οργή του κοινού. Στο τέλος πλάκωσε και η αστυνομία που ενώ για τρεις ημέρες παρακολουθούσε ειρηνικά από μακριά, επενέβη για να δείρει με τη σειρά της όσους χίπηδες είχαν απομείνει.
«Η εμφάνιση των Lost Aaraaff μπορεί να πέρασε στην ιστορία, η μουσική τους πάλι όχι» γράφει ο Cope και κλείνει. «Παρόλα αυτά, για την underground σκηνή της Ιαπωνίας, το γκρουπ ωρίμασε κατά την διάρκεια των διαδηλώσεων της Σανριζούκα» (σ.σ. οι κινητοποιήσεις γίνονταν ενάντια στην κατασκευή του Διεθνούς Αεροδρομίου Ναρίτα – σήμερα είναι το δεύτερο μεγαλύτερο της χώρας).
Σε ένα άλλο σημείο, βέβαια, μόνο που δεν τον βρίζει επειδή το παίζει τόσο επαναστατικός και ανατρεπτικός και δεν έχει δοκιμάσει ποτέ ναρκωτικά στην ζωή του. Για τον Haino, η μουσική είναι το LSD του, όπως είχε δηλώσει.
Γεννήθηκε στην Τσίμπα το 1952. Όταν ήταν έφηβος, άκουσε για πρώτη φορά το When The Music's Over των Doors και η φιλοσοφία του απέναντι στη μουσική άλλαξε. Πριν από αυτό ήθελε να ασχοληθεί με το θέατρο, επηρεασμένος από τα ριζοσπαστικά έργα του Antonin Artaud.
Η δισκογραφία του είναι χαοτική, με πάνω από 200 κυκλοφορίες. Από τις πρώτες του συνεργασίες στα μέσα του '70 ήταν με τον πολυοργανίστα Magical Power Mako.
Υπάρχει μια χαμένη δεκαετία στην καριέρα του από τα τέλη του '70 μέχρι τις αρχές των '90s, όταν κανείς δεν γνωρίζει τι κάνει. Επιστρέφει με το ροκ ντουέτο Fushitsusha (που μεταφράζεται, πάνω-κάτω, ως «άνθρωπος χωρίς ποιότητα») που υπάρχουν μέχρι σήμερα. Αν και τους σχημάτισε το 1978, το πρώτο τους άλμπουμ κυκλοφορεί το 1989 και έτσι επανέρχεται στο προσκήνιο.
Για να τις συνεντεύξεις χρειάζεται μεταφραστή και έτσι πάντοτε γίνονται γραπτώς. Απαντάει στις περισσότερες ερωτήσεις που του στέλνω λακωνικά. «Έχω αναφέρει πάνω από 1.000 φορές ότι ο αγαπημένος μου καλλιτέχνης είναι ο Τζιμ Μόρισον. Κάνω μουσική μέχρι σήμερα επειδή μου αρέσει και επειδή αισθάνομαι ότι θέλω/πρέπει να κάνω κάτι. Για μένα η μουσική είναι σαν το αντίδοτο στο πείσμα μου να γίνω κάτι. Σίγουρα δεν θέλω, αν γίνεται, ο κόσμος να πιστεύει ότι είμαι απρόσιτος εξαιτίας της φήμης μου. Αρκετοί που περηφανεύονται ότι κάνουν αυτοσχεδιασμό, πιθανόν συνειδητοποιούν ότι δεν μπορούν να γράψουν μουσική και αισθάνονται μια έλλειψη ειλικρίνειας για τη δική τους μουσική, αφού οτιδήποτε κι αν κάνουν μοιάζει με κάτι άλλο. Παρόλα αυτά πιέζουν τους εαυτούς ώστε να κάνουν κάτι, δημιουργώντας έτσι ένα είδος που ονομάζεται "αυτοσχεδιασμός". Αντίθετά με αυτούς, προσωπικά εξακολουθώ να ενεργώ με βάση το "δημιουργώ κάτι επί τόπου και στη στιγμή". Αν μετανιώνω για κάτι όλα αυτά τα χρόνια; Είναι κάτι που συχνά σκέφτομαι».
Μέχρι και σήμερα είναι το ίδιο επιβλητικός όπως όταν πρωτοξεκίνησε. Αδύνατος, ντυμένος στα μαύρα, με μακριά ίσια μαλλιά μέχρι τη μέση και πίσω από τεράστια μαύρα γυαλιά πάντοτε. Μόνο το άσπρο χρώμα των μαλλιών του προδίδει πλέον την ηλικία του. Κοντεύει πια τα 70. Και είναι εμπειρία ζωής να τον δεις να παίζει πάνω στην σκηνή.
Keiji Haino - So, Black is Myself
O Keiji Haino εμφανίζεται απόψε στο Temple Athens (Ιάκχου 17, Γκάζι), με είσοδο 20 ευρώ.
σχόλια