Forced Entertainment - Void Story
Forced Entertainment
Void Story
Bios, Σάββατο, 30 Iανουαρίου
Η παραστάσεις της αγγλικής ομάδας Forced Entertainment στο Bios έγιναν σχεδόν αμέσως sold out. Δικαίως. Πρόκειται για μία πολύ σημαντική καλλιτεχνική ομάδα που κάνει παραστάσεις πειραματικού θεάτρου για 25 χρόνια και η προηγούμενή τους εμφάνιση στην Αθήνα ήταν εντυπωσιακή. Τέσσερις ηθοποιοί χωρισμένοι σε δυάδες κάθονται σε τραπέζια/κονσόλες με μικρόφωνα και laptop στις δύο άκρες της σκηνής, ενώ τους χωρίζει μια μεγάλη οθόνη. Ένα ζευγάρι κάνει ένα φρικτό σουρεαλιστικό ταξίδι μέσα σε έναν εφιαλτικό κόσμο που περιέργως θυμίζει πολύ τη ζωή και τον τρόπο που επιβιώνουμε στις μεγάλες πόλεις σήμερα. Η οθόνη προβάλλει εξαιρετικά animations που εικονογραφούν την ιστορία και οι τέσσερις ηθοποιοί απαγγέλλουν τους ρόλους τους με τρόπο μπλαζέ αγγλικό, ψεύτικο. Σαν να ακούς θέατρο από το ραδιόφωνο. Με εξαιρετική μαεστρία, οι ηθοποιοί δίνουν υφή στην ιστορία που οι θεατές βλέπουν να εξελίσσεται στην οθόνη. Το ζευγάρι δέχεται επίθεση, αναγκάζεται να δραπετεύσει, κολυμπά στον βόθρο, κυνηγιέται από γιγαντιαία έντομα, κακοποιείται από παιδιά, πέφτει θύμα απάτης, φτάνει στα όρια της εξαθλίωσης. Κάποια στιγμή, οι ήρωες κοιτούν από το παράθυρο ενός ξενοδοχείου τους αρουραίους στον δρόμο και ο άντρας διαπιστώνει πως ακόμα και οι αρουραίοι ζουν καλύτερα από αυτούς. Το αθηναϊκό κοινό είδε μια πολύ σφιχτή και εμπεριστατωμένη παράσταση που δημιουργήθηκε από σοβαρούς καλλιτέχνες, οι οποίοι ξέρουν τι κάνουν. Δεν είδαμε δηλαδή καμιά από αυτές τις πειραματικές ανοησίες που συνηθίζεται να βλέπουμε πολλές φορές στα αθηναϊκά θέατρα. Οι Forced Entertainment ζουν με τον τρόπο που δημιουργούν, όλο αυτό δεν είναι ένα ξένο ρούχο για αυτούς. Όμως, δεν είδα κάτι καινούργιο, δεν συγκλονίστηκα με τα εικαστικά μέσα της παράστασης και δεν διέκρινα κανένα ποιητικό στοιχείο που να μετατρέπει αυτό που ξέρω ήδη σε κάτι άλλο, σε τέχνη δηλαδή. Ίσως να μην καταλαβαίνω το σύγχρονο θέατρο και να μην κατανοώ τις «αφαιρέσεις» και τις συμβάσεις που κάνει μια πειραματική ομάδα. Έχω δει όμως τη μαγεία του θεάτρου να συμβαίνει και μάλλον πάντα θα επιζητώ αυτό.
Μιχάλης Μιχαήλ
Γιώργος Μαζωνάκης,
Άνοδος, Πειραιώς
Παρασκευή 22 Ιανουαρίου
Την τελευταία φορά που είχα βρεθεί σε opening πίστας ή hot club ή «σκυλάδικου» ή μουσικής σκηνής (έχουμε εκατό χρόνια και βάλε μπουζούκια, ούτε πώς να τα ονοματίσουμε δεν ξέρουμε) ήταν πριν από περίπου δέκα χρόνια, στην έναρξη της Άννας Βίσση με την Καίτη Γαρμπή. Τότε που κάθε αποθήκη στην Πειραιώς, την Ιερά Οδό και τη Συγγρού ήταν ένας εν δυνάμει χώρος συνεστίασης και ακρόασης. Τότε που οι πίστες ήταν ανοιχτές καθημερινά, για να δεις έναν διάσημο έπρεπε να έχεις ματογυάλι και, πάνω απ' όλα, τα κορίτσια ήταν αγνά... Η οικονομική, δισκογραφική και ηθική κρίση επηρέασε τους συμπαθείς συναυλιακούς χώρους και τους οδήγησε στις χοροεσπερίδες με τον Σύλλογο Πέρδικας «Αμάρυνθος» και στο να μετατραπούν τα μπουζούκια σε club με DJ και «put your hands up»!
Από το δεύτερο μισό που είδα του Μαζωνάκη αυτό κατάλαβα. Μικρή πίστα που θυμίζει catwalk. Μουσικά περισσότερο beat και λιγότερο ντέρτι. Και όλα αυτά μαζεμένα και νοικοκυρεμένα. Τόσο ώστε να βρίσκεσαι φάτσα φάτσα με τους τηλεαστέρες, τους μεγαλομάνατζερ και την κάμερα του Star Channel. Ο Μαζωνάκης κρατάει μόνος του το πρόγραμμα (έχει και κάποια παιδιά που τον βοηθάνε στα ενδιάμεσα). Πότε στο catwalk, πότε στα τραπέζια με κάτι δίμετρους νταγλαράδες να τον προστατεύουν. Παρακολούθησα το βαρύ πρόγραμμα. Εκεί που Καζαντζίδης, Μπιθικώτσης, Βοσκόπουλος, Πάριος, Παπάζογλου, Βίσση και «Μαζώ» μπαίνουν στο μίξερ και γίνονται ένα. Ο κόσμος αλαλιάζει (και εγώ μέσα), ο καλλιτέχνης αναρωτιέται από μέσα του «πότε θα πάτε σπίτι σας επιτέλους, ρε χαραμοφάηδες» και οι ταξιτζήδες περιμένουν σαν ύαινες τα θύματά τους.
Ο Μαζωνάκης είναι από τους «νυχτόβιους» που άντεξαν στα χρόνια. Προσωπικά, στη βαθμίδα των star τον τοποθετώ στο ίδιο επίπεδο με τον Ρουβά. Ο Σάκης πια είναι πατέρας, παρουσιαστής εκπομπής και ποπ είδωλο για παιδάκια με ακμή, ενώ ο Γιώργος δεν παρατάει τον χαρακτηρισμό του «κωλόπαιδου» (ή «παλιόπαιδου», που λέει και το άσμα του) εύκολα. Την ώρα που τον βλέπεις να τραγουδάει σου δημιουργεί πάντα την υποψία ότι κάπου ήταν πριν και τα έκανε όλα μούτι. Διαθέτει το ροκσταριλίκι που δεν έχει καμία από τις «μπουγελόφατσες» που μας κατέκλυσαν στα nineties και τα zeroes. Έτσι και μόνο έτσι μπορείς να καταλάβεις πώς ο Γιώργος Λεβέντης και ο Μάκης Πουνέντης βρέθηκαν στον ίδιο χώρο με γραφιάδες και φάτσες που τον περισσότερό τους χρόνο τον περνάνε στο Baba au rum και σε όποιο άλλο «οχυρό» το indie χιπστεριλίκι βαράει κόκκινο. Πόσοι ρώτησαν «κι εσύ εδώ;» τη Δώρα Ανδρουλιδάκη δεν λέγεται...
Σταύρος Διοσκουρίδης
Δον Ζουάν
Εθνικό Θέατρο - Κεντρική Σκηνή,
Παρασκευή 22 Iανουαρίου
Η πρεμιέρα του Δον Ζουάν στο Εθνικό ήταν λαμπερή, όπως αρμόζει άλλωστε στη μεγαλοπρέπεια του χώρου. Το ανακαινισμένο κτίριο του Τσίλερ είναι πραγματικό στολίδι και απ’ τη στιγμή που μπαίνεις μέχρι που φτάνεις στην κεντρική σκηνή χαζεύεις τους ανακαινισμένους χώρους και την πολυτέλεια που σε γεμίζει δέος και σε προδιαθέτει θετικά γι’ αυτό που θα δεις. Υποτίθεται ότι στο Εθνικό θα δεις μια παράσταση που θα είναι τουλάχιστον αξιοπρεπής. Δεν είμαι ειδικός για να κρίνω την παράσταση ως κριτικός, το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να γράψω ως θεατής αυτά που είδα και άκουσα γύρω μου κατά τη διάρκεια του έργου που και καλούς ηθοποιούς είχε (μου αρέσουν πολύ και ο Μπέζος και η Αθηνά Μαξίμου και ο Δημήτρης Κουρούμπαλης είναι μεγάλη μου συμπάθεια) και εγγύηση τον Μολιέρο, και μια ηλεκτρική κιθάρα να συνοδεύει τα περιστατικά της σκηνής απ’ την αρχή μέχρι το τέλος. Δεν ξέρω πώς γίνεται να βαριέσαι όμως με τον Δον Ζουάν από τα πρώτα λεπτά και για το επόμενο μισάωρο να σκέφτεσαι «γιατί αργεί αυτό το διάλειμμα;» για να πάρεις το παλτό σου και να φύγεις. Όσο για τη διπλανή μου (από αριστερά) είχε χορτάσει ύπνο (τα καθίσματα παραείναι άνετα)· η φίλη της, αφού τη σκούντηξε καναδυό φορές και δεν κατάφερε να την ξυπνήσει, έβγαλε το I-Phone και μπήκε στο Facebook. Η δε κυρία εκ δεξιών μας γέλαγε ασταμάτητα (άγνωστο γιατί, πάντως το έργο δεν είναι και να ξεκαρδίζεσαι). Το διάλειμμα δεν ήρθε ποτέ, το έργο το είδαμε ολόκληρο, στο τέλος χειροκροτήσαμε με ενθουσιασμό, αυτό που συνοψίζει όμως όσα είδαμε να διαδραματίζονται μπροστά στα μάτια μας είναι η ατάκα που είπε η κυρία φεύγοντας: «Νόμιζα ότι είχα δει κακό θέατρο, αυτό απόψε τα ξεπέρασε όλα». Δεν ήταν τόσο κακό, απλά ήταν ο χειρότερος Δον Ζουάν που έχω δει.
Νίκος Ζουμπούλης
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0