#quote#
―Πού γεννήθηκες;
Γεννήθηκα κοντά στους παραποτάμους του Έβρου, σε μια κλινική στην Αλεξανδρούπολη. Οι γονείς μου ήταν εσωτερικοί μετανάστες. Από την Αθήνα ο πατέρας μου, παιδί της εργατικής τάξης και άνθρωπος του μόχθου, και η μητέρα μου μια εύθραυστη παρουσία που, αντί για το όνειρό της να σπουδάσει νομικά, επέλεξε ν’ ακολουθήσει τον άντρα που ερωτεύτηκε μέχρι την πινέζα του χάρτη.
Αυτό συνέβη τον Φλεβάρη του ’67, όταν η Πόλη του Φωτός προετοιμαζόταν να υποδεχτεί τον Γαλλικό της Μάη, όταν στην άλλη όχθη του Ατλαντικού ένας 19χρονος σχεδίαζε σε χαρτί τις εξέδρες ενός συναυλιακού οράματος στα σιτοχώραφα του επαρχιακού αμερικανικού Γούντστοκ και λίγο πριν η χώρα μπει στον γνωστό γύψο, ο οποίος από τότε όχι μόνο δεν έσπασε και δεν βγήκε αλλά έγινε ακόμα πιο σκληρός και ανθεκτικός, κρατώντας μέσα του αγιάτρευτα σπασίματα και μια χώρα πλέον που δεν έχει τον τρόπο μέχρι στιγμής να σωθεί απ’ τη γάγγραινα που έρχεται. Μετά μετακομίσαμε στο Περιστέρι, στη Νέα Ζωή - αν θυμάσαι έχουν γράψει κι ένα κομμάτι οι Στέρεο Νόβα για το λεωφορείο της περιοχής, το Νέα Ζωή 705. Εκεί λάμβανες διαρκώς την καθημερινή υπενθύμιση πως οι γειτονιές χτίζονταν από τους εσωτερικούς πρόσφυγες, δίνοντάς τους ονόματα που μέσα τους είχαν κρύψει τα μύχια όνειρά τους και τις ελπίδες τους για καινούργια ξεκινήματα. Αλλοτριώθηκαν, βέβαια, μέσα στα χρόνια αρκετοί απ’ αυτούς, μην μπορώντας πλέον να διακρίνουν και να ταυτίσουν τη δικιά τους ιστορία με των σημερινών προσφύγων την άθλια μοίρα. Αυτή η απώλεια μνήμης είναι που έγινε συνήθειά μας και τις περισσότερες φορές μας κόστισε ακριβά και συνεχίζει να μας πληγώνει και σκλάβους να μας κρατάει, για να κάνουμε κουπί στη γαλέρα της κάθε μορφής εξουσίας. Η ελληνική αμνησία και ο φόβος που δεν παίρνει αμνηστία όσο αφήσαμε και αφήνουμε να μας τον μπολιάζουν και να μας τον καλλιεργούν .
―Ποια είναι η πιο έντονη παιδική ανάμνηση που έχεις;
Το σπίτι όπου μεγάλωσα ήταν τριώροφο και, εκτός από την οικογένειά μου, ζούσαν το ζευγάρι των παππούδων καθώς και άλλες δυο οικογένειες. Θυμάμαι, όταν έγινε η επιστράτευση για την Κύπρο, τις γυναίκες να φιλάνε κλαίγοντας τους άντρες τους κι εγώ να μην καταλαβαίνω πολλά και ν’ αποτραβιέμαι στο δωμάτιό μου και να κρύβομαι κάτω απ’ το κρεβατάκι μου, τρέμοντας και νιώθοντας έναν ανεπαίσθητο φόβο. Εκεί, κρατώντας έναν μικρό φακό, διάβαζα τον μικρό καουμπόη Τζιμ Άνταμς και τα κατορθώματά του - κληροδότημα των Αμερικανών φίλων μας η περσόνα του, ένα από τα προπαγανδιστικά δωράκια στην ελληνική τότε νεολαία, στο πλαίσιο μιας άτυπης, ας πούμε, συνέχειας του Σχεδίου Μάρσαλ. Άλλη μια έντονη ανάμνηση ήταν στην ηλικία των 10 ετών. Ήμουν ξαπλωμένος στο μπαλκόνι του πρώτου ορόφου με θέα τον δρόμο -χωματόδρομος τότε- μπροστά απ’ το σπίτι. Εμένα δεν με ξύπναγαν κάθε πρωί φωνές πουλιών ή η βοή κάποιας φασαριόζικης λεωφόρου άλλα ο industrial ήχος απ’ τη μεγάλη κορδέλα του διπλανού ξυλουργείου, που έπαιρνε μπρος και δούλευε χωρίς αγκομαχητά μέχρι αργά το μεσημέρι, κερνώντας τη γειτονιά με τη μυρωδιά απ’ το πριονίδι. Μετά από πολλά χρονιά το ξυλουργείο έγινε το προβάδικο των Διάφανων Κρίνων. Εκείνο το πρωινό το παλικάρι που δούλευε στην κορδέλα, ένας ψήλος, ξερακιανός νέος με πολύ μακριά μαλλιά που πάντα τα κοίταζα με δέος, πετάχτηκε έξω απ’ το υπόγειο ξυλουργείο, ουρλιάζοντας και κρατώντας το αριστερό του χέρι, βάφοντας τον δρόμο με το πιο κόκκινο χρώμα που είχα δει μέχρι τότε στη λίγη ζωή μου. Αλλά αυτό που δεν ξεχνώ είναι οι λέξεις που φώναζε, «η κιθάρα μου, Θεέ μου η κιθάρα μου». Μετά έμαθα πως όλη του η ζωή ήταν η κιθάρα του και πως είχε χάσει 4 δάχτυλα.
―Τι ήρωες είχες μικρός;
Για έναν περίεργο λόγο ηρωοποιούσα από παιδί αυτούς που στο τέλος της ιστορίας έχαναν ή έμεναν μόνοι τους και συνέχιζαν τον μοναχικό τους δρόμο προς τον κόκκινο ορίζοντα, πάνω στο άλογο. Αλλά σίγουρα ο παιδικός μου ήρωας ήταν ένας και δεν ήταν φανταστικός. Τον έλεγαν Θέμη και ήταν ένας παράξενος, μαγικός τύπος. Μάζευε τα παιδιά της γειτονιάς και τα ταξίδευε με τις ιστορίες, τα τρέλαινε με τις ιστορίες και τα μάγευε με τα ταχυδακτυλουργικά του. Μας έκανε να πιστέψουμε στη μαγεία. Ήρωάς μου έγινε την ημέρα που ελευθέρωσε όλα τα αδέσποτα, σαλτάροντας στο φορτηγάκι του μπόγια, και όταν ξάπλωσε μπροστά από την μπουλντόζα που είχε έρθει για να ξεκινήσει τις εργασίες μετατροπής της τοπικής μας αλάνας σε πολυκατοικία. Ο Θέμης, ο ήρωάς μας, πέθανε, απ’ ό,τι έμαθα πρόσφατα, από καρκίνο. Πεθαίνουν και οι ήρωες, σκέφτηκα.
―Mε τι ταινίες, μουσικές και βιβλία μεγάλωσες;
Τα πρώτα βιβλία που άνοιξα ήταν αυτά που υπήρχαν στα ράφια του πατρικού σπιτιού .Τα Άπαντα του Ντοστογιέφσκι, το Κεφάλαιο του Μαρξ, Ιούλιος Βερν και χοντρά βιβλία με Ρώσους λογοτέχνες, καθώς και τα Άπαντα του Βάρναλη, του Ρίτσου και ό,τι άλλο μπορούσαν να πουλήσουν στη μητέρα μου οι πλανόδιοι πωλητές της εποχής με δόσεις ανά μήνα. Θυμάμαι έντονα έναν καλοντυμένο ηλικιωμένο κύριο με τραγιάσκα να μου λέει κάθε αρχή εβδομάδας έξω, στο κατώφλι της πόρτας, κρατώντας τα βιβλία του: «Πες στη μητέρα σου, αγόρι μου, ότι την άλλη Δευτέρα θα έχω δύο Σεφέρηδες κι έναν καινούργιο Τολστόι και θα τα βρούμε στην πληρωμή». Το πρώτο βιβλίο που διάβασα ήταν το Χωρίς Οικογένεια του Μαλό, ο πρώτος δίσκος που αγόρασα με τα δικά μου λεφτά ήταν το «Space Oddity» του Ντέιβιντ Μπάουι. Και η πρώτη μου φορά στο σινεμά ήταν όταν με πήγε ένας μεγαλύτερος ξάδερφός μου -φρικιό της εποχής- και είδα τον Κίτρινο πράκτορα του Χονγκ Κονγκ με τον Μπρους Λι .
―Τι έχει καθορίσει την αισθητική σου;
Τα ταξίδια και η ελευθερία που μου πρόσφεραν υπήρξαν καθοριστικά για μένα. Μου διαμόρφωσαν την αισθητική του δρόμου, που δεν έχει μόνο την ανεμελιά και την αλητεία άλλα και την αναζήτηση, τη δίψα για επικοινωνία και ανταλλαγή πολιτισμικών στοιχείων. Επίσης, η αισθητική των sixties άλλα και η γκοθ μυθολογία με καθόρισαν σε διάφορα στάδια που πέρασα.
―Έφτιαξες τα Διάφανα Κρίνα τη δεκαετία του ’90, μια εποχή που τόσο η Αθήνα όσο και η Θεσσαλονίκη είχαν έναν μεγάλο μουσικό αναβρασμό, ειδικότερα στην αγγλόφωνη ροκ. Πώς βίωνες τότε την πόλη;
Η Αθήνα τότε ζούσε έντονα τη νύχτα της και μου κάνει τώρα να την παρομοιάσω με μια μεγαλομπεμπέκα με πολύχρωμα ρούχα από φίρμες-μαϊμού, που το σώμα της από μέσα ήταν γκρίζο και πιεσμένο, με μελανιές κρυμμένες κάτω από τόνους πούδρα, και που αδημονούσε να την παντρευτεί κάποιος πλούσιος χορηγός μέλλοντος για να την αποκαταστήσει και αυτή, μέσα στον γάμο, να συνεχίσει να πηδιέται έξαλλα, χωρίς να την παίρνουν πρέφα. Η Αθήνα τότε περίμενε κάτι μεγαλύτερο, μόνο που ο ουρανός από πάνω της είχε αρχίσει να γίνεται απελπιστικά ροζ προς τη δύση των ’90s. Η αίσθηση που υπήρχε τότε ήταν ότι ζούσαμε έντονα την ελπίδα πως κάτι μεγάλο και ωραίο θ’ ακολουθούσε τη δεκαετία του ’90 και προσμέναμε την επόμενη δεκαετία, χωρίς τον τρόμο και τον φόβο του ανέλπιδου που βιώνουμε σήμερα .
―Έχεις μια έμφυτη ροπή προς το σκοτάδι. Τι είναι αυτό που σε κάνει να βυθίζεσαι συνέχεια μέσα σ’ αυτό;
Δεν ανήκω σε αυτούς που γράφουν για τους άλλους, δεν ήμουν πότε διασκεδαστής. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν μπορώ να χαρώ τη ζωή μου περνώντας μέσα από πολλά και διαφορετικά συναισθήματα. Όσον αφορά τη μουσική και τη συγγραφή, απλώς, όταν νιώθω καλά, βγαίνω έξω στο φως και το ζω με όλη του την ένταση, χωρίς να νιώθω την ανάγκη να το εκφράσω καταγράφοντάς το, κάνοντάς το τραγούδι. Αυτό θα το κάνω όταν κάτι θα με πλακώνει, κάτι θα με θλίβει. Αυτό έχω την ανάγκη να το τινάξω από πάνω μου και ο τρόπος που ξέρω και καταφέρνω να το κάνω είναι εκφράζοντάς το με μια πένα για το χαρτί ή με μια πένα για την κιθάρα μου.
―Έχεις περάσει μια μακρά περίοδο βουτηγμένη στο αλκοόλ και στην κατάθλιψη. Πώς αισθάνεσαι τώρα που έχεις βγει απ’ όλα αυτά;
Νιώθω ευγνώμων και προσπαθώ να παραμένω τόσο δημιουργικός, όσο ήμουν τα τελευταία τρία χρόνια. Και πάντα ζώντας μόνο για το σήμερα. Γιατί η έξη σε κάποια πάθη στον άνθρωπο γενικότερα δύσκολα εξαφανίζεται τελείως και, απ’ ό,τι αισθάνομαι, αυτή η προσπάθεια για την ομορφιά της κάθε μέρας και την κατάκτηση της υγείας του χρειάζεται να περνά μέσα από αδιάκοπο μόχθο και άσκηση και πολλές φόρες μπορεί να είναι επίπονος αυτός ο δρόμος, αλλά τα κέρδη για την προσωπική του αυτοδιαχείριση και αυτογνωσία είναι τεράστια.
―Το 1997 παίξατε με τους Sisters of Μercy. Μπορείς να θυμηθείς καμιά ιστορία από τότε;
Θυμάμαι ένα αστείο λάθος που έγινε την επόμενη ημέρα της συναυλίας σ’ ένα άρθρο μιας δημοσιογράφου του «Έθνους». Έγραφε στο review: «Κι ενώ τελείωναν τα Διάφανα Κρίνα το σετ τους, από κάτω όλα τα παιδιά με τα μαύρα ρούχα εν χορώ τραγουδούσαν το ρεφρέν του τραγουδιού τους, σιγοντάροντας τον μπάσο τραγουδιστή τους κι επαναλαμβάνοντας τον στίχο “απέναντι θλιμμένοι αναρχικοί”». Κανονικά ο στίχος είναι «απέραντη θλιμμένη Ανταρκτική». Μπορεί, βέβαια, να ήμουν αρκετά πιωμένος και να τα έφτυνα έτσι εγώ τότε.
―Είναι κάτι στην παραδοσιακή ελληνική μουσική που να σου δίνει έμπνευση, που ν’ αντλείς στοιχεία από αυτό;
Στα ελληνικά μπλουζ, τα ρεμπέτικα, έχω βρει την ψυχή μου να κλαίει και να τραγουδά θλιμμένα. Στα επιτραπέζια ηπειρώτικα έχω αισθανθεί τη φυλή γύρω απ’ τη φωτιά να τραγουδάει, φτιάχνοντας βράχο άσπαστο με την ένωση τους αυτή. Στα παραδοσιακά μοιρολόγια απαντιέμαι με την Βασούλα τη γιαγιά μου. Με την κρητική παράδοση νιώθω πιο άνετα να ‘χω το ένα μου πόδι σε αυτήν και το άλλο να πατάει στη γη της Ιρλανδίας.
―Τι είναι η ποίηση για σένα; Ξέρω ότι αγαπάς ιδιαίτερα τον Καββαδία, τη Σίλβια Πλαθ και την Πολυδούρη.
Αυτή την εποχή δεν μου ‘ρχεται να μιλάω για τους ποιητές που αγάπησα. Αρκετή απογοήτευση έχω φάει από τους περισσότερους ντόπιους ποιητάδες μας που έχουν βολευτεί, κρυφτεί κι εξαφανιστεί από το τώρα, από το έξω, που δεν βρίσκονται μέσα στο όλον, μέσα στον κόσμο τον απλό, παρά αφού παρέδωσαν το ποίημα, χρησιμοποίησαν τη μοναχικότητα του ποιητή ως πιασάρικη δικαιολογία και κρύφτηκαν στα υπόγεια της σιωπής μ’ ένα βαθύ ενοχικό για τη συμπόρευση και τις πεολειχιστικές σχέσεις πολλών απ’ αυτών με την ανέραστη εξουσία που τους βόλεψε σε θέσεις και θώκους. Εξαιρούνται πάντα οι νεκροί. Πάντως, τον Καββαδία τον εκτιμώ, τη Σίλβια Πλαθ την αγαπώ και την Πολυδούρη τη λατρεύω.
―Σίγουρα έχεις επηρεαστεί και από τον Πόε...
Πρέπει να το παραδεχτώ στον εαυτό μου επιτέλους ότι ο Πόε ήταν ίσως η μεγαλύτερή μου αγάπη και μια από τις αίτιες που με έκαναν να αναθεωρήσω τα πάντα γύρω από τα πάντα. Αλλά δεν τον βάζω σε κάποιο καλούπι σώνει και καλά τύπου dark ποίηση, γιατί, όπως και ο Ντοστογιέφσκι, έγραψε και μίλησε με μοναδικό τρόπο για τον πιο μύχιο κι εσωτερικό ανθρωπινό ψυχισμό, διεγείροντας και αφυπνίζοντας τα μυαλά και τις ψυχές μας.
―Η μπιτ μυθολογία πόσο σε έχει επηρεάσει;
Αγαπάω την μπιτ γενιά και τους ποιητές της, αν και δεν είμαι επηρεασμένος τόσο για να πω ότι επηρέασε τη στιχουργία μου. Όμως σίγουρα πολλές φόρες μου άλλαξαν την οπτική σύμφωνα με την οποία ένιωθα και ζούσα στον κόσμο. Όπως και πολλές ήταν οι φόρες που ονειρεύτηκα πως ταξιδεύω μαζί μ’ ένα σμάρι από άφραγκους χόμπος πάνω στην καρβουνιασμένη οροφή ενός τρένου, παίζοντας ανέμελος με τη φυσαρμόνικά μου. Ήθελα κι εγώ να αλλάξω τον κόσμο, ως έφηβος που πίστευα πως αν μάθαινα απ’ έξω όλα τα ποιήματα του γερο-Γκίνσμπεργκ και βαστώντας παραμάσχαλα το On the road, θα μου ήταν αρκετό. Μάλλον χρειάστηκε να βουτήξω στα ποιήματα του Μπουκόφσκι, στα στοιχειωμένα ποιήματα του Κέιβ άλλα και στα βρόμικα μπλουζ του τρελού άγιου Γουέιτς για να δω πως όλοι αυτοί οι τύποι τελικά ήταν από πάντα μια μεγάλη οικογένεια που, προτού προσπαθήσουν ν’ αλλάξουν τον κόσμο, είχαν προσπαθήσει ν’ αρχίσουν πρώτα απ’ τον εαυτό τους, αποδομώντας τον και ξαναδημιουργώντας τον απ’ την αρχή.
―Ασχολείσαι με την πολιτική; Ποια η γνώμη σου γι’ αυτή;
Είναι η τέχνη του ψέματος και της ψευδαίσθησης. Όπως είχε πει και ο Λούντβιχ Έρχαρντ «είναι η τέχνη του να μοιράζεις μία πίτα με τέτοιο τρόπο, ώστε να πιστεύει ο καθένας ότι έχει πάρει το μεγαλύτερο κομμάτι».
―Για τη θρησκεία;
Η θρησκεία είναι η μεγαλύτερη και η πιο επιτυχημένη άπατη όλων των εποχών. Δεν θα υπάρξει ποτέ θρησκεία ανώτερη απ’ την αλήθεια.
―Για τη μουσική;
Αν δεν υπήρχε, θα προσπαθούσα να την εφεύρω, αλλιώς θα δυσκολευόμουν ν’ αναπνεύσω φυσιολογικά.
―Για την αγάπη;
Με πάει και με φέρνει, με πετάει απ’ τον έναν τοίχο στον άλλο, με γεννά, με πεθαίνει και με ξαναγεννάει.
―Για τη δημιουργία ;
Η αίτια να βρίσκω λόγους να ζω, χωρίς να φοβάμαι τους φόβους με τους οποίους θέλουν να μας μπολιάζουν.
―Για τους «καταραμένους» καλλιτέχνες;
Η δύναμη της αυτοκαταστροφής, η γοητεία που ασκεί στους άλλους ένας καλλιτέχνης με μια ζωή γεμάτη πάθη και δαιμόνια από ανθρώπους που γοητεύτηκαν από τη σκοτεινή πλευρά του ήλιου και πέρασαν σ’ αυτήν, αλλά κι έγραψαν γι’ αυτήν. Όλοι αυτοί πάντα γοήτευαν όσους έχουν βαρεθεί να ζουν όπως λέμε «κανονικά και με ασφάλεια». Συνήθως, αν έρθει κι ένας ωραίος απαγχονισμός, τότε έχουμε τον τέλειο λόγο για να λατρέψουμε αυτό που δεν θα μπορούσαμε να γίνουμε και να ζήσουμε απ’ την εκ γενετής δειλία των περισσότερων από εμάς να διακινδυνεύσουν να ρουφήξουν τη ζωή τους χωρίς προορισμό, με όλα τα πάθη της και τις αντικανονικές εξάρσεις της.
―Τι ταξίδια κάνεις με το μυαλό σου;
Όσα του επιτρέπω πια, γιατί, όταν αφηνόμουν στο χάος των λεωφόρων του, χανόμουν κι εγώ άσχημα και δυσκολευόμουν να γυρίσω στην αφετηρία των αρχικών στόχων, σκέψεων, φαντασιώσεων και ονείρων που συμβίωναν σ’ αυτά του τα ταξίδια.
―Τι ορίζει την προσωπική σου μυθολογία;
Ο δρόμος.
―Ποια φράση θα σε ακολουθεί για πάντα στη ζωή σου;
Η φράση του Νίτσε «να θυμάσαι τη θνητότητά σου».
―Τελικά, έγινε η απώλεια συνήθειά μας;
Ας ελπίσουμε, όσοι θα πάνε να ψηφίσουν, να μην το αποδείξουν αυτό.
σχόλια